Selected tags

Further tags

Έτσι λένε οι γκέι την Ήπειρο στα καλιαρντά.

Ο Πετρόπουλος υποθέτει ότι αναφέρεται στην τσιγκουνιά των Ηπειρωτών (βλ. «το σκατό μου παξιμάδι»)

Επίσης λέγεται και Σιμίτω.

Αβέλω κανικό στην Ξεροσκατού να δικέλω κάνα σιμιτζότεκνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η επιτυχία, λογοπαίγνιο με το χέσιμο. Για όσους ντρέπονται να ευχηθούν «καλή επιτυχία».

Άντε, μεγάλε, καλή πετυχεσιά με τις εξετάσεις. Μόλις γράψεις πάρε με να πάμε για καφέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το δηλητήριο το οποίο καταδικάζονται να πάρουν όσοι παρακολουθούν το δελτίο του Star με αναρίθμητα χαζορεπορτάζ από τη Μύκονο ...

- Πάμε σήμερα κάτω;
- Βαριέμαι ρε μαλάκα..
- Και τι θα κάνεις μεσα ρε;
- Μάλλον θα κάτσω στην τηλεόραση, όλο και κάτι θα 'χει..
- Δες star!
- Ναι, γάματα... θα πάρω μια γερή δόση μυκώνειο, μου φαίνεται!

(από Vrastaman, 26/03/09)

Aπό εδώ στο lexilogia.gr

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Yπερβολικά κουρασμένος, λιωμένος από αλκοόλ ή ναρκωτικά.

«Mαλάκες είμαι χέσμα, δε θα βγω σήμερα»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τσιγκούνης, κάνει οικονομίες (με την καλή έννοια).

Η έκφραση είναι συνώνυμη της φράσεως κάνει το σκατό του παξιμάδι, ή μπορείτε να την δείτε και ως συνέχεια αυτής της ανθρώπινης, και βαθιά μοναχικής, διαδικασίας. Δηλαδή, για να το κάνεις παξιμάδι το περί ου ο λόγος, πρέπει να το ξεράνεις, στον ήλιο, ή με σεσουάρ.

(με την καλή έννοια)
- Ωραίο αυτοκίνητο, αγόρασε ο Γιώργος. - Βέβαια, ξέραινε το σκατό του δύο χρόνια, δεν έβγαινε, αλλά τα κατάφερε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «δε μας χέζεις» γενικότερα εκφράζει την άποψη χέσε μας καλύτερα, τουλάστιχον αυτό θα είναι κάτι που θα περάσει. Όσο βρομερό κι αν είναι το σκατό σου, είναι πεπερασμένο σε αντίθεση με τη μαλακία σου που είναι απειρίζουσα.

Υποπερίπτωση Μπαρόζο:

Κάθε φορά που εμφανίζεται στα Μέσα Μαζικού Εμέτου ο εκπρόσωπος της κορυφής των κουστουμάτων και των συμφερόντων τους και που εκφράζει τις ανησυχίες και τις αντιρρήσεις του, όλος ο κόσμος που έχει ξεράνει το σκατό του για να τα βγάλει πέρα αναφωνεί: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!. Είναι μετεξέλιξη του «δε μας χέζεις ρε Νταλάρα» και εκφράζει αγανάκτηση. Είναι μια εσωτερική αντίδραση σε όλα αυτά τα αόρατα που μας βασανίζουν.

Επειδή η σλαγκουριά είναι δυναμική γλώσσα, προτείνω την αναγνώριση του λήμματος γιατί είμαι σίγουρος ότι όλοι το έχουμε εκφέρει σε κάποια στιγμή της ημέρας.

- Εκφωνητής: Ο κύριος Μπαρόζο δήλωσε ότι....
- Τηλεθεατής: Δε μας χέζεις ρε Μπαρόζο!

Δεν μας χέζεις ρε Μπαρόζο... (από Khan, 04/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημώδης έκφραση, την οποία άκουσα στην Ήπειρο, αν και νομίζω ότι πολλές πόλεις θα ερίσουσι... Η σημασία καταφανής, στο πνεύμα των όσων έγραψε κι ο Μαθιός (7:1-3):

«Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;

... και γενικότερα ο αναμάρτητος πρώτος χορεύει μπαλέτο.

Η εθελοτυφλία έναντι της ιδίας αμαρτίας στο μεν προσωπικό επίπεδο είναι υποκρισία, στο δε κοινωνικό είναι ιδεολογία, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τον φορέα της (όχι και πολλά σε τούτο τον κόσμο, σ΄αυτήν την κοινωνία).

Η φράση, η οποία είναι γιαγιαδίστικη αλλά πολύ ντούρη, δε σημαίνει κάτι παραπάνω από το «δεν κοιτάς τα μούτρα σου», είναι όμως τιραμισουρεαλιστική μιας και τον κώλο σου που χέζει υπό Κ.Σ. δεν τον βλέπεις. Αλλά μάλλον αυτό ακριβώς θέλει να πει: πόση λιγότερη ματαιοδοξία θα υπήρχε στον κόσμο αν βλέπαμε τον κώλο μας όταν χέζαμε, Νίκο Τσιαμτσίκα;

- Πήγε ο μαλάκας κι έγλειψε και πήρε ειδικότητα που ήθελε, ουρολογία...
- Γιατρέ μου τους άλλους τους βλέπεις, τον κώλο σου που χέζει δεν τον βλέπεις;

(από xalikoutis, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified