Ο μύθος λέει ότι στο χωριό Τζώρι, κάπου στα βάθη της νότιας Πελοποννήσου, οι περισσότεροι χωριανοί, οι Τζωραίοι, ήντουσαν σταφιδοπαραγωγοί. Η σταφίδα, τώρα, ήταν άτιμο πράμα. Αν, όσο είχες σταφίδα απλωμένη, έκανε καλοσύνη και λιακάδα, όλα μέλι γάλα. Αν έβρεχε... τρέχα να τη μαζέψεις, και πάει η παραγωγή, και κλαυθμός και οδυρμός και τριγμός οδόντων.

Οι Τζωραίοι λοιπόν, τις χρονιές που τύχαινε να βρέξει, κακομοίριαζαν. Αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, παίρναν ένα περίλυπο ύφος, και βαριαναστενάζαν: «Ααααπό το κατακαημένο Τζώρι.» Γιατί δεν είχαν να φάνε οι άνθρωποι.

Τις χρονιές, όμως, που έκανε καλό καιρό, οι Τζωραίοι, κύριοι! Κι αν τους ρώταγε κανείς από πού κατάγονται, κορδώνονταν και φωνάζανε ν' ακούσει όλος ο κόσμος: «Απ' το Τζώρ' Τζώρ' Τζώρι!» Γιατί είχανε βγάλει σταφίδα πολλή και κονομάγανε καλά και ήταν περήφανοι - αίφνης - για το χωριό τους.

Απ' αυτή την ιστορία - αλήθεια, ψέματα, γύρευε - επικράτησε ο χαρακτηρισμός «Τζωραίος» για κάποιον που χαίρεται και καμαρώνει για μια πρόσκαιρη, οικονομική συνήθως, καλή τύχη. Φερ' ειπείν, τη μέρα που του καταβάλλεται ο μισθός. Κατ' επέκταση, Τζώρας ή Τζωραίος λέγεται και όποιος πληρώνεται γενικώς (ασχέτως αν καμαρώνει) ή όποιος καμαρώνει γενικώς (ασχέτως αν πληρώνεται).

Όσο για την ομοιοκαταληξία του Τζωραίου με τον σσσωραίο, ο μόνος λόγος που δεν την έχουμε εκμεταλλευτεί για ένα (ακόμα!) συνώνυμο του ωραίου - σωραίου - Ζαγοραίου, είναι ότι η πρώτη έκφραση είναι τοπική, αγροτική και άλλης δεκαετίας, ενώ η δεύτερη - καμία σχέση.

  1. - Η μάνα σου είναι Τζωραία σήμερα. Πληρώθηκε και πήγε για ψώνια. Να την έβλεπες, μες στην τρελή χαρά ήτανε.
    - Άντε να δούμε πόσο θα κρατήσει η χαρά αυτό το μήνα...

  2. - Τον έκοψεςτον Παντελή; Γέννησε η γυναίκα του και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι. Τζώρας!

  3. - Σου μπήκε ο μισθός;
    - Μου μπήκε που να μη μου έμπαινε, με τα ψίχουλα που μας δίνουν, γαμώ το ξεσταύρι μου.
    - Εμ Τζωραίος είσαι, εμ παραπονιέσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.

Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.

Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:

Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.

Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!

Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.

Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).

Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.

Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.

- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!

Έργα Ισθμού: Σκάβοντας το λάκκο τους... (από HODJAS, 29/01/10)Κουίζ: Ποιά είναι η καλή και ποιά η κακή μεριά? (από HODJAS, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.

Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλητική προσφώνηση, σαν να λέμε στα ελληνικά «τρόπος για να φωνάζεις κάποιον», τονιζόμενη όταν απευθύνεσαι:
  • Σε κάτι που ζυγίζει 1000 κιλά (ποσότητα του ενός τόνου), δυνητικά και έναν χοντρό άθρωπα. Π1.
  • Σε ένα ψάρι τόνο. Π2.
  • Σε έναν τόνοαπ' αυτούς που μπαίνουν στις λέξεις πάνω από φωνήεντα για να δείξουν ποια είναι η συλλαβή με την έμφαση. Π3.

    1. Αντωνυμία («τον») με αύξηση («-ε») ως γλωσσικός ιδιωματισμός (τον χάνει - τονε χάνει, ρώτησέ τον - ρώτησέ τονε). Σε αυτή την μορφή συναντάται συχνά:
  • Σε λαϊκές ρήσεις. Π4, 5.

  • Σε μαντινάδες κι άλλες στιχουργικές μορφές και άσματα. Π6.
  • Σε λογοτεχνικούς ιδιωματισμούς που απαγγέλλονται στα γήπεδα, αλλά ασφαλώς έχουν προεκτάσεις και στην καθομιλουμένη (μπινελίκι). Π7, 8.

Π1 - χοντρή:
Χοντρή από απέναντι αναφωνεί: Γιατί παρκάρετε παράνομα σκατόπαιδα, θα φωνάξω την αστυνομία!
Σκατόπαιδα: Ου ρε τόνε!!! Θα μας κλάσεις τα παπάρια θειά!!!

Π2 - ψάρι: Ψαράς κυνηγάει τόνους στο πέλαγο και αναφωνεί (στα ψαρίσια): - Έμπα στην κοιλίτσα μου καλέ μου τόνε.

Π3 - τόνος γραφής: Μες, κατά το μοντάρισμα, κρατάει το κεφάλι της απελπισμένη και αναφωνεί: - Αχ βρε τόνε, τόνε σε ποιο «πώς» είπε η iron να σε βάλω, στο ερωτηματικό ή στο αναφορικό, φακ!

Π4 - λαϊκή ρήση: «Καλώς τονε κι ας άργησε».

Π5 - λαϊκή ρήση: «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω».

Π6 - άσμα: Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γεντικουλέ, από το πολύ σεκλέτι το 'ριξα στο ναργιλέ, φύσα ρούφα τράβα τονε, πάτα τονε κι άναφ' τονε.

Π7 - μπινελίκι: «Θα τονε γαμήσω τον γαμιολόπουστα».

Π8 - γήπεδο: «Μην τον βρίζεις μωρέ, αφήνεις και σε μπριζώνει ο κάθε καραγκιόζης, μην του απαντάς ρε Τάκη, άσ' τον, μάγκα τονε κάνεις, δεν το καταλαβαίνεις;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μακαρίτισσα η γιαγιά μου, η Πολίτισσα, όταν έκανα σκανδαλιές στην παλιά ΣαΛονίκη, με φώναζε εκτός από μουσίτσα, σαψάλη, τεβεκέλη (any αηδία;), πεζεβένγκη (να το πάλι το νγκ...) αλλά και μισκίνη.

Έπιασα που λέτε τον εαυτό μου προχθές να επαναλαμβάνω τις ίδιες λέξεις στο παιδί μου!

Για να μαθαίνουν οι νέοι λοιπόν αλλά και να ενθυμούνται οι παλιοί, το μισκίνης προέρχεται από το Τούρκικο miskin που σημαίνει λεπρός αλλά και γενικά βρωμιάρης και ακατάστατος (αλλά και λέπρα και λεπροκομείο).

Αχ, τι ωραίες εποχές που ακόμα και το μπινελίκι ήταν αθώο, μάθαινες ξένες γλώσσες και αποκτούσες και ιατρικές (αλλά όχι ανατομικές) γνώσεις!

  1. Γιαγιά: Δεν θα σε πιάσω στα χεριά μου βρε μισκίνη, θα σου κόψω τα πόδια!

  2. Εγώ: Δεν θα σε πιάσω στα χέρια μου βρε μισκίνη, δεν θα σου αγοράσω τίποτα από το Jumbo το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιός, ο βέρος Σαλονικιός. Το Σαλονικιό αντίστοιχο του Αθηναίου γκάγκαρου.

Παλιότερα, για να χαρακτηρισθεί κανείς μπαγιάτης έπρεπε ο ίδιος, οι γονείς του, οι παππούδες του και βάλε νάχουν γεννηθεί και νά 'χουν μεγαλώσει στην πόλη - και μάλιστα «εντός των τειχών», έκφραση που στη Θεσσαλονίκη είναι κυριολεξία. Προπολεμικά, ο όρος διέκρινε τους ντόπιους από τους πρόσφυγες. Αλλά, απ' τη δεκαετία του '70 και δω, αυτό έχει εξασθενήσει - δυο-τρεις γενιές πια φτάνουν και σήμερα, ας πούμε, υπάρχουν Πόντιοι την καταγωγή που αυτοχαρακτηρίζονται μπαγιάτες. Ο όρος πια ξεχωρίζει βασικά τους γεννημένους στη Σαλονίκη από γονείς Σαλονικιούς από τους τελείως νιόφερτους - και τα τελευταία 40 χρόνια, λόγω αστυφιλίας και μετανάστευσης, ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης έχει τετραπλασιασθεί.

Αλλά, πέρα από καταγωγή, το νά 'σαι μπαγιάτης είναι πρωτίστως στάση ζωής και νοοτροπία. Η προέλευση της λέξης δεν είναι εξακριβωμένη (δες και παράδειγμα 1). Αλλά, κάτι μπαγιάτικο έχει μείνει πολύ καιρό, μυρίζει κλεισούρα κι έχει ίσως μουχλιάσει ή ξινίσει - ε, μέσα είσαι γιατί ο κλασικός μπαγιάτης είναι ακριβώς συντηρητικός, κλειστός χαρακτήρας και μάλλον στριφνός άνθρωπος, λίγο μούχλας και λίγο μούργος.

Όλα αυτά ο μπαγιάτης τα παραδέχεται, αλλά η πλάκα είναι ότι τα θεωρεί καλά πράματα, σχεδόν τίτλο τιμής - κι όποιος το καταλάβει αυτό κατάλαβε τους Σαλονικιούς με τη μία. Βεβαίως και δεν ενθουσιάζεται εύκολα -αλλά, και τί είδε που ν' αξίζει να ενθουσιασθεί; Βεβαίως και βαριέται να κουνηθεί -σάματις τα καινούργια μαγαζιά που θέλουν να τον πάνε θά' ναι καλύτερα απ' αυτά που ξέρει; Βεβαίως και γκρινιάζει για τα πάντα -γιατί, άδικο έχει; Βεβαίως και δεν ανοίγεται εύκολα -γιατί, κορόιδο είναι, αφού όλοι θέλουν τον εκμεταλλευθούν;

Έτσι, όταν ένας μπαγιάτης Σαλονικιός πρωτογνωρίσει έναν Αθηναίο θα τον βρει αλλέγκρο και ευχάριστο, αλλά μάλλον φλούφλη και άτομο στο οποίο δύσκολα μπορείς να βασιστείς. Άμα του τα πει αυτά, ο Αθηναίος θα παραξενευτεί. Ο Αθηναίος, ανάλογα, θα βρει τον Σαλονικιό βαρύ κι ασήκωτο, αλλά ντόμπρο -άμα αυτός του το πει, ο μπαγιάτης Σαλονικιός θα κολακευτεί.

Πώς μπορεί ένας επισκέπτης στη Θεσσαλονίκη να αναγνωρίσει τον μπαγιάτη;

  • Δεν μπαίνει σε άσκοπες συζητήσεις για σουβλάκια και καλαμάκια, μπουγάτσες με τυρί και τυρόπιτες. Αυτός ξέρει ποιό είναι το σωστό. Το πρόβλημα το έχουνε οι κάτω.
  • Εννια φορές στις δέκα δεν λέει «οι Αθηναίοι», λέει «οι κάτω». Την δέκατη λέει «οι κωλοχαμουτζήδες» αλλά πρέπει νάχει εκνευριστεί πολύ. Ποτέ δε λέει «οι πρωτευουσιάνοι» -αυτό το λένε οι επαρχιώτες και η Θεσσαλονίκη δεν είναι επαρχία.
  • Είναι πεπεισμένος ότι οι κάτω επί πολλά χρόνια ήθελαν να πάρουν την Έκθεση -είναι πάντα η Έκθεση, ποτέ η Διεθνής Έκθεση και ποτέ η ΔΕΘ. Α ναι, κι όταν δεν τα κατάφεραν την έφεραν στο χάλι που είναι σήμερα.
  • Για το γεγονός ότι δε γίνεται τίποτε στη Θεσσαλονίκη φταίνε οι κάτω. Κάποιοι που εσχάτως υποστηρίζουν ότι ίσως και να μην είναι και απολύτως έτσι μπορεί να είναι Σαλονικιοί αλλά μπαγιάτηδες δεν είναι.
  • Ήξερε/ξέρει τσινάρια από το Τσινάρι.
  • Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποια από τις μεγάλες ομάδες υποστηρίζει -Άρης, ΠΑΟΚ, Ηρακλής- αλλά με ποια από τις μικρές ομάδες της πόλης ασχολείται π.χ. ο Παπαγεωργόπουλος προέρχεται από τον Αετό, ο Ψωμιάδης από τον ΠΑΟΔ και εκεί είναι η χάρντκορ εκλογική τους βάση.
  • Όταν του πεις Κρικέλας, ποτέ δεν πάει το μυαλό του στο καινούργιο ρεστωράν στο λιμάνι - πάει πάντα στο παλιό στην προέκταση της Όλγας ή, αν είναι μιας ηλικίας, στο μικρό στα λουλουδάδικα.
  • Αναρωτιέται ακόμα γιατί κλείσανε τα χαμάμ.
  • Κοίτα να δεις, ο Αγαπητός πάντα ήταν καλύτερος απ' τον Τερκενλή. Και δεν κρίνω από τώρα που τον Τερκενλή τον μάθανε και οι κάτω και χάλασε τελείως.
  • Ραντεβού στην πλατεία; Ποια πλατεία; Το Εμπορικό Κέντρο Πλατεία; Α, εννοείς την Αυστροελληνική ... ναι, το καπνομάγαζο ...
  • Η καλύτερη μπύρα είναι η Άμστελ. Το καλύτερο γάλα το Αγνό.
  • Πού να τρέχουμε τώρα στα νησιά, ρε; Παραλίες σα την Χαλκιδική δεν έχει πουθενά.
  • Ο μπαγιάτης δεν είναι τοπικιστής. Απλώς, στη Σαλονίκη είναι καλύτερα.

    Αυτά ακριβώς, τίποτε άλλο. Τα υπόλοιπα -φραπεδούπολη, μπουγάτσα με κεριά, σελεμελές- ο μπαγιάτης ξέρει ότι τα διαδίδουν οι Αθηναίοι που σπουδάζουν επάνω και δεν δίνει σημασία.

Α, ναι, κι ένα τελευταίο. Οι μπαγιάτηδες συχνά λένε ότι ο βιότοπός τους -η Α' εκλογική περιφέρεια Θεσσαλονίκης- είναι το πολιτικό βαρόμετρο της χώρας: ό,τι ποσοστά βγάζει η Α' Θεσσ. βγαίνουν και πανελλήνια. Δεν ξέρω αν είναι ακριβώς έτσι στα νούμερα, αλλά είναι γεγονός ότι η Α' Θεσσ. έχει αναδείξει κορυφαίες προσωπικότητες του δημόσιου βίου: Κούβελας, Ψωμιάδης, Παπαγεωργόπουλος, Τσοχατζόπουλος, Βενιζέλος, Παπαθεμελής. Και επειδή είναι γνωστό ότι ο δημόσιος βίος της χώρας έχει πρόβλημα, λέω μήπως έχει και το βαρόμετρο και μήπως οι μπαγιάτηδες δεν είναι και τόσο κουλ όσο νομίζουν.

  1. «Μπαγιάτηδες» είναι προσηγορία των Σαλονικιών, είτε απο τον καφενέ ενός Μπαγιάτη που συγκέντρωνε τις διαβόητες γκρίνιες τους, (ως πριν πέντε χρόνια υπήρχε ένα καφενείο ενός Μπαγιάτη, κοντά στη συμβολή Σοφούλη με βασιλίσσης Όλγας) είτε από την λέξη «μπαγιάτης», νεολογισμός του τέλους του 19ου αιώνα γιά το γεροντοπαλλήκαρο, τον συντηρητικό στις απόψεις και άλλα συνεκδοχικά (Από http://petefris.blogspot.com/)

  2. Τα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» ήταν μια ταβέρνα-παράγκα στη Θεσσαλονίκη, στην διασταύρωση Τσιμισκή με Νικηφόρου Φωκά. Ο ιδιοκτήτης της, Γιώργος Δαλαμάγκας δημοφιλέστατος τότε, μπαγιάτης, δηλαδή βέρος Σαλονικιός, ήταν ψηλός, κιμπάρης, χουβαρντάς. (www.hellenica.de)

  3. - Καλώς τον Δημήτρη ... τι έγινε, δικέ μου; Πώς ήτανε το ταξίδι του μέλιτος; Ταϊτή κι έτσι, έμαθα ... φοβερές παραλίες κι έτσι;
    - Νταξ ναούμ, καλές παραλίες έχει ... αλλά και σαν τη Χαλκιδική δεν είναι ...
    - Α, ρε μαλάκα ... μπαγιάτης γεννήθηκες, μπαγιάτης θα πεθάνεις ... γι' αυτό σε γουστάρω, αγορίνα μου ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην ερωτική ορμή, στύση και καρποφορία εφήβων και νεαρών ανδρών οι οποίες είναι τόσο ισχυρές ώστε να μπορεί ο νεαρός επιβήτορας να κρατήσει τα μπόσικα με μια προπορευόμενη γαϊδούρα στον ανήφορο.

Αγαπημένη έκφραση παππούδων όταν αναπολούν την (πραγματική ή φανταστική) σεξουαλικότητα των νιάτων τους και όταν αναρωτιούνται για τους γιους η εγγονούς τους στην Ηλεία.

- Θα σε πάω στη Μαρία τη χορεύτρια να μου πει μετά αν γκαστρώνεις γαϊδούρα στον ανήφορο ή τζάμπα σου δίνω χαρτζιλίκι για σουβλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified