Selected tags

Further tags

Συνάπτω ερωτική σχέση με κάποιον, τα φτιάχνω. Έχει κυρίως αρνητική σημασία: ο ομιλών εκφράζει την αποδοκιμασία του για την σύναψη του δεσμού, για τον/την σύντροφο ή και για τα δύο.

Κάπως παλιομοδίτικο και ελαφρώς θείτσικο.

Βλ. και σχήμα γνωστού αγνώστου.

  1. Από εδώ:

ΣΟΚ! Η Nicole Kidman τα «έμπλεξε» με κατάδικο και γέμισε μώλωπες μετά από μια παθιασμένη νύχτα!!!

  1. Από εδώ:

Η «δασκάλα της χρονιάς» τα έμπλεξε με 15χρονο μαθητή.

  1. Από εδώ:

Μετά χωρίσαμε βέβαια, γιατί εγώ πήγα και στρατιώτης. Εκεί πού υπηρετούσα έμαθα ότι η κοπέλα αυτή τα είχε μπλέξει με κάποιον άλλο, για λίγο καιρό βέβαια αλλά μετά χώρισε…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άβγαλτος, ο αφελής κι ο εύπιστος, ο επαρχιώτης στην Ομόνοια που θα έλεγε κι ο Νιόνιος.

Η χαρά του πάσης φύσεως αετονύχη παπατζή, νταβατζή, πολιτικού, έμπορου: θα τον γδάρει στα ζάρια, θα του πουλήσει μαϊμού iPhone, θα τον πείσει εύκολα να κάνει χρήση ναρκωτικώνε.

Εκ του ψιμάρι, το όψιμο κατσικίδιο και ωσεκτουτού, κορόιδο. Βλ. επίσης: ψάρι, νουμπάς.

[1.](3.
Την άλλη μέρα ξαναστήνανε τη «μηχανή τους» για να βρούνε καινούρια ψημάρια.

4.
μερικοί παπατζήδες και «μαύρο-κόκκινο κερδίζει» τη βγάζουν στα πεζοδρόμια με κράχτες, περιμένοντας τα ψημάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι: «1. Μακρύ ξύλο με το οποίο ανακατεύουν τη φωτιά στο φούρνο. 2. Μακρύ ξύλο που μοιάζει με σκούπα και με το οποίο καθαρίζουν τους φούρνους εσωτερικά. 3. Μακρύ φτυάρι με το οποίο βάζουν και βγάζουν τα ψωμιά ή τα φαγητά από το φούρνο, αλλιώς φουρνόφτυαρο.» (Βλ. Live-Pedia).

Σλανγκικώς, είναι το μεγάλο πέος, το παλαμάρι, το οποίο κυριολεκτικά είναι μακρύ, σκληρό, ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, και μπαινοβγαίνει στο φούρνο της φλογερής ερωμένης/ -ου.

Άλλη μεταφορά από τον κόσμο της αρτοποιίας είναι ο παύλος.

Πάσα (Δ.Π.): Κροκοδειλίτσα. (Απλή συνωνυμία με τη γαργαλιέρα Крокодил).

  1. Στανταρ ο αντρας της θα της βαζει και λιγο το φουρνοξυλο στο κωλο (Φούρνος καυλιάρας).

  2. Αν για να κατακτήσεις μια γυναίκα, πρέπει να γαμήσεις το μυαλό της (αυτό που η ίδια ονομάζει έτσι, αν και εμείς πιστεύουμε πως ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας, όπως ο Άϊ Βασίλης και ο Σούπερμαν), εμάς μας κατακτά μια γυναίκα, η οποία ξέρει να φέρεται αναλόγως στον καλύτερο μας φίλο, τον παργαλάτσο, το γιαταγάνι, το φουρνόξυλο, τον πούτσο μας ρε αδερφέ!!!!! (Βασικά καβλησπέρα σας).

  3. έτριβε τη πούτσα μου στις βυζάρες της και μου είχε γίνει φουρνόξυλο (Από μπουρδελοσάιτ).

Δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος, αλλά και η τεχνική. (από Khan, 12/05/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση θερμοκρασίας, όταν έχει πιο πολλή ζέστη κι απ τον καύσωνα. Πολλοί επιμένουν ότι χρησιμοποιείται λανθασμένα αντί του σωστού «ζέστη». Δημιουργήθηκε προφανώς κατά: ζέστη ωααα / ζέστηααα / ζέστααα / ζέστα. Η συγγένεια της με τη λέξη βενζίνα παραμένει άγνωστη.

Παρόμοια: Καμίνι, σκάει ο τζίτζικας κλπ.

(βγαίνοντας από το μαγαζί με air condition, Ιούλιος στις 3 το μεσημέρι, ντάλα ήλιος, 42 υπό σκιάν):
- Πωωωωω...
- Ζέστα!

(από Khan, 28/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πολύ αργά πια, και να χτυπιέσαι δεν γίνεται τίποτα. Πριν έπρεπε να κλάψεις, ή να βάλεις το μυαλουδάκι σου να σκεφτεί, όχι κατόπιν εορτής. Τώρα το κακό έγινε.

Έκφραση που προέκυψε από ... εδώ σας θέλω! Αντί ορισμού λοιπόν, μια συζήτα με Σαλίνα:

Ερώτηση δική μου:
Η έκφραση είναι άραγε
α. από τη «Στέλλα»
β. από την ταινία «Πολύ αργά για δάκρυα» όπου υπάρχει (;) επίσης μια στέλλα λέμε τώρα;
γ. μείγμα μπερδεγουέη από τις 2 ταινίες;

Απάντηση Σαλίνας:
α) δεν είναι από την στέλλα. όταν λέμε στέλλα εννοούμε την γνωστή, με την μερκούρη. νταξ, δεν τον κόβω, αλλά αν έγραφα εγώ το λήμμα θα τον έκοβα.
β) και γ) υπάρχουν δύο θεωρίες: η μία λέει ότι είναι από τραγούδι, αλλά το τραγούδι λέει «είναι ΝΩΡΙΣ...»
να εννοεί αυτός που λέει την έκφραση ότι έχει φύγει το «νωρίς» και τώρα πια είναι αργά; εν ξέρω
η άλλη λέει ότι είναι από ταινία, κάποια με τη μέμα σταθοπούλου, μάααααλλον αυτή.
δυστυχώς δεν την βρίσκω στο τούμπι. έτσι λίγο αμυδρά θυμάμαι ότι μάααααλλον τραγουδούσε η σταθοπούλου (ως στέλλα) μάαααλλον αυτό το τραγούδι, και ως παραστρατημένη που γι αυτήν ήταν πια αργά βγάζει νόημα...


ωσεκτουτού το λήμμα συγγράφηκεν και υπό Σαλίνης.

  1. Φυσικά τώρα είναι “αργά για δάκρυα Στέλλα” (κάπως έτσι δεν λέει και το άσμα ή το έργο;). Ακριβώς εδώ βρίσκεται το πρόβλημα: το πράγμα ελέγχεται όταν οι καιροί είναι ήσυχοι, αλλά τότε ο άνθρωπος κλείνεται στη “φούσκα” της ζωής του, ενώ πρέπει να ενδιαφερθεί. Τώρα είναι εξαιρετικά δύσκολο και δεν είμαι ούτε μάντης ούτε σοφός παντογνώστης για να ξέρω το πώς θα βγούμε από το αδιέξοδο – αν βγούμε.

2, ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ.
ΜΕΤΑ ΤΑ ΓΙΑΟΥΡΤΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΦΕΔΑΚΙΑ ΕΚΑΝΕ ΚΙ ΑΥΤΟΣ ΤΗΝ ΚΩΛΟΤΟΥΜΠΑ ΤΟΥ.
ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΤΑ ΓΥΡΙΖΕΙ ΑΛΛΑ ΄΄ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΑΡΓΑ ΓΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΤΕΛΛΑ΄΄.
ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΣΥΜΒΟΥΛΕΨΑΝ ΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΤΟΥ ΒΓΗΚΕ ΝΑ ΤΑ ΣΥΜΜΑΖΕΨΕΙ.

Got a better definition? Add it!

Published

Εκτίθεμαι, αποκαλύπτομαι, ξεφτιλίζομαι.

Αργκό που προέρχεται από τις μπουζουκλερί «βγαίνει το πρόγραμμα» δηλ. οι τραγουδιάρες στην πίστα = σε κοινή θέα.

Συνώνυμα: Βγαίνω στην πίστα / σέντρα / στον τάκο / στο ικάντιο (παραφθ. εκ του Επτανησιακού «ινκάντο» < ιταλ. incanto = δημόσιος πλειστηριασμός της περιουσίας κάποιου μετά από κατάσχεση = μτφ. διαπόμπευση / χλεύη) κλπ, βγαίνω φόρα (παρτίδα), με παίρνουνε χαμπάρι / πρέφα / κάβο κλπ.

Αφιερωμένο σε Ironick.

  1. Αγόρι, μην την κοζάρεις στο έτσι τη γυναίκα, βγαίνεις πρόγραμμα.

  2. - Λοιπόν, θα μου τα δώσεις τα κλειδιά για τη γκαρσονιέρα;
    - Ναι, αλλά κάτσε πρώτα να στείλω τη δικιά μου στη μάνα της, σιγουρέψου κι εσύ ότι θα φύγει για το ταξίδι η δικιά σου, γιατί έτσι και σφυρίξει τίποτα η μια στην άλλη, βγήκαμε πρόγραμμα.

  3. - Ρε συ τι λέει, αυτή η μπίζνα με τα [...]* είναι σόι; - Η φάση βρωμάει φίλος, αλλά έχει χαρτί.
    - Παίζει να μπω κι εγώ να βγάλω κανα μεροκάματο;
    - Να δω φως όμως, γιατί σε λένε για πεθαμένο και με το συγγνώμη δηλαδή...
    - Ρε, μπαίνω με 30 χιλιάρικα και πάω μ' όποιον τα 'χει**.
    - Εντάξει, αλλά ρελαντί και τουμπέκα σου, μη βγούμε πρόγραμμα στα παιδιά.


  • [...] = οποιαδήποτε (big/small time) καινούρια επιχειρηματική δραστηριότητα στα όρια της νομιμότητας (συνήθως αρπαχτή), που αποφέρει γρήγορο και εύκολο κέρδος και που διαρκεί μέχρι να γίνει Β κοινό και να θεσμοθετηθούν κανόνες, οπότε είτε γίνεται δυσκολότερη (π.χ. αποφέρει λιγότερο, έχει περισσότερο ανταγωνισμό, έξοδα, ρίσκα, φορολογία κλπ) είτε εξαλείφεται ως νέτα-σκέτα παράνομη.

** «Πάω μ' όποιον τα 'χει» = μπαίνω / ποντάρω καθυστερημένα σε κόλπο που έχει ήδη ξεκινήσει πάνω σ' αυτόν που κερδίζει (παλιά χαρτοπαικτική έκφραση, ακόμα εν ισχύ σε κύκλους άνω των -ήντα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο διαδεδομένους και παγιωμένους ευφημισμούς για το σεξ –το σεχ, το γαμήσι, το πήδημα, το φίκι-φίκι, τη συνουσία, τον έρο* τελοσπάντων–, ανεξάρτητα απ' το αν γίνεται όντως σε κρεβάτι, στη ροζ φλοκάτη, σε στρώμα θάλασσας που ξεφουσκώνει, σε μουτζουρωμένο θρανίο, σε σπασμένο καθρέφτη, μουχλιασμένη φυλλωσιά κάτ' απο δέντρο, ή σε φακίρικο κρεβάτι ισορροπούν στην κεραία του πύργου του Οτέ. Ακούγεται κυρίως στις φράσεις κάνω καλό/κακό κρεβάτι, είμαι καλός/κακός στο κρεβάτι.

Η κουβέντα, ευκολάκι γαρ, υπάρχει αυτούσια και σε άλλες γλώσσες. Υπάρχει και στα λεξικά, αλλά δεν άντεξα να μην την αναρτήσω, ένεκα το πλήρες του εγχειρήματος διά το οποίο κοπτόμεθα νυχθημερόν και ιδροκοπώντες –χαίρετε.

Δες ακόμη: τίγρης στο κρεβάτι, μεγάλο κρεβάτι.


  1. Τον καημενούλη, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κανένας κοντούλης, καραφλός, που θα περνάει απαρατήρητος που δε θα μπορεί να κάνει καλό κρεβάτι. Θα είναι κανένα κακομοίρικο πλάσμα, ξέρω κι εγώ. Παρ' όλ' αυτά τον αγαπάω, κι ας έρθει να τον πάρω και μια αγκαλιά, του στέλνω την αγάπη μου [...] (Η Βάνα Δωσεκαιμένα για κάποιον δημοσιομπάρμπα, από εδώ)

  2. Πάντως, ένα γερό στυλ αδιαφορίας (σχεδόν φτύσιμο....) από την μεριά σου πιθανότατα να έχει πολύ καλά (εώς συνταρακτικά....) αποτελέσματα! Κάνε την να νιώσει ότι.....«την κοπάνησες» γιατί δεν ήταν καλή στο κρεβάτι και η ανασφάλειά της μπορεί να σου ανοίξει «δρόμους μαγικούς και ονειρεμένους» (συμβουλές πάνω στις σχέσεις, εδωπέρα)

  3. Είναι άχρηστη η πατσαβούρα, όπως όλες οι όμορφες γυναίκες. Δεν μαγειρεύει, δεν πλένει, δεν καθαρίζει, κοιτάζει μόνο τα λούσα της. Αλλά κάνει, η ρουφιάνα η ντερμπεντέρισσα, καλό κρεβάτι και γι' αυτό ανέχομαι όλες τις αδυναμίες της. Κάθε βράδυ σκαρφαλώνω πάνω της και χαϊδεύω τις καμπύλες της. Αν δεν ήμουν καψούρης, θα σ' άφηνα να τη χουφτώσεις κι εσύ λίγο, για του λόγου το αληθές. (Γιάννης Φαρσάρης, «Johnnie Society», 2009)

  4. οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φιλοδώρημα, το πεσκέσι, ο άξιος μισθός. Επί τουρκοκρατίας, η αμοιβή των αρματολών· σήμερα, η μίζα των πάσης φύσεως παρακρατικών.

Πιο αδόκιμα: ναρκοσλάνγκ για τον μεσάζοντα διακινητή. Ο λουφές αμείβεται με ποσοστά επί των πωλήσεων και κατά κανόνα δεν είναι χρήστης. Καμία σχέση με το βαποράκι που μεταφέρει αλλά δεν διακινεί πράμα.

Εκ του τουρκικού ulufe (αμοιβή μισθοφόρου).

Βλ. και λουφετζής.

1.
«-Καπετάνιε,πάρε κι εσύ το λουφέ σου..» Ο Νικηταράς έπιασε το σπαθί,κοίταξε τα στολίδια του και το πέταξε μπροστά του. Είπε: «-Αυτός είναι ο λουφές της πατρίδας..» Αμέσως ένας-ένας άρχισαν να αφήνουν χάμω τα λάφυρα σχηματίζοντας ένα σωρό ,το πρώτο ταμείο του έθνους. Από τότε έχει να πάρει η πατρίδα λουφέ..

2.
Ποιος όμως είναι ο… λουφές της εξουσίας για τους νικητές; Κανείς δεν ξεχνά τη φράση του Βύρωνα Πολύδωραμ που είχε κάνει αίσθηση λίγο πριν την αναρρίχηση της Ν.Δ. στην εξουσία το 2004, που έκανε λόγο για «δέκα χιλιάδες κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που ήταν διορισμένα σε θέσεις ευθύνης του Δημόσιου Τομέα». Η Νέα Δημοκρατία είχε υποσχεθεί προεκλογικά «επανίδρυση του κράτους», αλλά δυστυχώς οι «κουμπάροι», οι «κολλητοί» και οι «ημέτεροι» δεν έλειψαν και πάλι...

  1. ♪♫ Περιμένω τον λουφέ μου
    26 ευρά ανά χείρας ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, υβριστικά το μέλος ή οπαδός του Π.Α.Ο.Κ., επειδή η ομάδα ιδρύθηκε στην Θεσσαλονίκη από Κωνσταντινουπολίτες πρόσφυγες, και, σύμφωνα με τον έτερο ορισμό, οι Κωνσταντινουπολίτες και Μικρασιάτες αποκαλούνται υβριστικά τουρκόσποροι. Βλ. και Τούρκος, Τουρκόγυφτος.

Επίσης θεωρώ ότι ο καζίμ καζίμ αν πρέπει να μπει ντε και καλά,ας μπει αλλαγή στο δεύτερο.Αν μπει από την αρχή θα καεί.Τουμπα είναι αυτή. Βέβαια από την άλλη Τουρκόσπορος αυτός,Τουρκόσποροι και αυτοί μπορεί να προσαρμοστεί πιο γρήγορα!! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published