Selected tags

Further tags

Το λένε για κάποιον που ήταν πριν πεινασμένος και για αυτό υπάκουσε σε όλα και ήταν υποτακτικός για να μπορεί να φάει λίγο ψωμί. Όταν όμως βάλει λίγα λεφτά στην άκρη και ανέβει οικονομικά και χορτάσει, τότε αρχίζει να ζητάει τα δικαιώματά του και εξεγείρεται. Συνήθως το λένε αυτοί που έχουν ήδη την εξουσία και θέλουν να καταπατούν τους από κάτω, όπως μετανάστες, που τους θεωρούν αχάριστους επειδή διαμαρτύρονται ενώ τρώνε ψωμί στην άλλη χώρα, υποτίθεται.

Του αχάριστου που ήρθε εδώ λίγδωσε το αντεράκι του, σταμάτησε να βρωμάει το στόμα του από την πείνα και σήκωσε κεφάλι.

Από παππούδες που έφυγαν κι αυτοί, με μισό βρακί, με τρύπια παπούτσια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γκαρσόνια και λαντζιέρηδες και βρήκαν ψωμί και λίγδωσε τ’ αντεράκι τους και σήκωσαν κεφάλι και σιγά σιγά πήραν τα πάνω τους και γίνανε νοικοκυραίοι, με σπίτια κι αυτοκίνητα και ταξιδάκια αναψυχής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι κλώσσες γενικά μιλάνε πολύ για μαλακίες που δεν αφορούν κανέναν, κάνουν θόρυβο, ρωτάνε αδιάκριτες λεπτομέρειες για τα πάντα, έχουν «φίλες» με τις οποίες συνήθως κινούνται μαζί σε διάφορα σημεία όπως καφετέριες, πολυκαταστήματα κλπ, τους ενδιαφέρουν οι άντρες ως μέσο επίδειξης στις «φίλες», θείες, γιαγιάδες τους, καθώς και ως χρηματοδότες, κόλακες και ταξιτζήδες τους, και οι προτεραιότητές τους ειναι γενικά πώς θα φανούν στους «άλλους», τι θα φορέσουν, πού (θα πουν ότι) πήγαν διακοπές και πώς θα ανελιχθούν με τον μικρότερο δυνατό εγκεφαλικό(;) κόπο. Κατά τα άλλα δεν έχουν πραγματικά ενδιαφέροντα, είναι δήθεν υποτακτικές στους άντρες τους, με τους οποίους ασχολούνται διαρκώς επειδή αρέσκονται κατά βάθος να τους ελέγχουν και λατρεύουν να οδηγούν τζιπ.

Κλασική κλώσα ρε γαμώτο η Κατερίνα, αφού μας τα 'πρηξε μια ώρα με τις διακοπές που την πήγε ο γκόμενός της, άρχισε να μας λέει ότι τα καινούργια γυαλιά της κολλητής της είναι μαϊμού, δεν αντέχει που της την πέφτει ο προϊστάμενός της και πόσο κιτς ήταν ο γάμος της ξαφέλφης της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, συνήθως σαν βρισιά, σπανιότερα και χωρίς υβριστική διάθεση. Συχνά δηλώνει νεαρό ομοφυλόφιλο με ένα κεχαριτωμένο ζενεσεκουά, αλλά γενικά διατηρεί τον μειωτικό του χαρακτήρα.

Στα κομμέ λέγεται στράκι και στα ποδανά στρακιπού. Συνώνυμα: πουστάκι, στάκι, στακιπού, πουστρίδι και ο πουστρίγκος.

  1. Ήμουνα γύρω στα 17 και μόλις είχα πρωτοξεκινήσει στη Συγγρού. Τρελοτραβεστούλα με όλο το θράσος της ηλικίας μου, όλα τα προβλήματα μου φαίνονταν ασήμαντα. Ο κόσμος των τρανς ήτανε πολύ μικρός τότε, πιάτσα, αστυνομία και τσόλια, ούτε η λέξη τραβεστί δεν ήτανε γνωστή, «φούστα-μπλούζα» λέγαμε ή «ντύθηκε». Έμενα σε ένα στενάκι κοντά στο Φιξ, πω πω αγόρια που πέρασαν από το σπίτι! Εκεί κοντά λοιπόν σε μια γραφική ταβέρνα «ο Γέρος του Μοριά», έβλεπα την Σαπφώ, έτρωγε συνήθως μόνη της, καθότανε λίγο και μετά έφευγε. Οι τρανς περνούσαμε και την χαιρετούσαμε «τι κάνετε κυρία Νοταρά μας, πως είσαστε;» κι εκείνη πάντα χαμογελούσε. [...] Μετά από χρόνια είχα ένα φίλο τον Αντωνάκη, χαριτωμένο κουλτουριάρικο πουστράκι, είχαμε γνωριστεί στο ΑΚΟΕ, εκεί στην οδό Ζαλόγγου στα Εξάρχεια. Δίπλα από το ΑΚΟΕ ήταν ένα καφενεδάκι, εκεί μια μέρα τον συνάντησα μαζί με την Σαπφώ, που ήτανε φίλοι και με προσκάλεσαν να καθίσω μαζί τους «έλα να πιούμε ένα τσαγάκι». Ο Αντωνάκης έφυγε ξαφνικά, πολύ μικρός, απ΄τη ζωή. (Από το Trans-late Paola- Συναντήσεις με την Σαπφώ Νοταρά).

  2. - Πώς καψούρευες τα αγόρια Πάολα; - Ξέρεις τι πιστεύω; Δεν νομίζω πως τελικά γουστάρανε το σεξουαλικό μου φύλο αλλά το κοινωνικό μου. Τον μύθο της τρανς Πάολας. Είχα κάτι άλλο ρε παιδί μου εγώ από μικρή. Είχα έναν τσαμπουκά και μια ανεξαρτησία που τους άρεσε. Επίσης εγώ δεν ήμουν και δεν ξεκίνησα σαν πουστράκι αλλά σαν κορίτσι, σαν γυναίκα. Δεν ήμουν μίζερη και στη μέση. Ήμουν από την αρχή ξεκάθαρη και ντόμπρα. Βγήκα και είπα αυτό είμαι. Δεν το έπαιξα και έτσι και αλλιώς. Τότε υπήρχαν αυτές που θα τις βαράγανε και αυτές που θα τις γαμάγανε. Εγώ ήθελα και ήμουν από την αρχή στις δεύτερες. (Η Πάολα περί έρωτος).

  3. «Ψιτ! Ψιτ! Πουστράκι! Πουστράκι, τελειώνετε κατάλαβες; Τελειώνουν τα πουστράκια» (Από το σεξιστικό παραλήρημα του βουλευτή της Χρυσής Αυγής Ηλία Παναγιώταρου έξω από το θέατρο Χυτήριο τον Οκτώβριο του 2012).

Προσφιλές στην ιδιόλεκτο του ραπερά Alitiz. (από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες τσάκα-τσούκας:

  • Τα ξηροκαρπίδια: ονοματοποιία κυρίως του πασατέμπου και του ηλιόσπορου, λόγω του κριτς-κριτς που παράγεται όταν δαγκώνουμε τα τσόφλια,
  • Διάφοροι εκνευριστικοί θόρυβοι: πιχί ανθρώπινη φασαρία ή μπλιμπλικώδεις ήχοι που μας προειδοποιούν ότι σωμ θυρών,
  • Παρατσούκλια γραφικών χαρακτήρωνε: του θρυλικού πλανόδιου πωλητή πασατέμπο (R.I.P.) που όργωνε την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, και του τιτανοτεράστιου Βλάση Τσάκα.

1.
Τσιπς, κωκ, σάμαλι και τσάκα - τσούκα

2.
Λίγο ησυχία ρε παιδιά. Τσάκα, τσούκα, τσάκα, τσούκα

3.
Αν σου κάνει τσάκα τσούκα λόγω βυσμάτων, σκέψου να οδηγήσεις τον ένα ενισχυτή απευθείας από το άλλο σετ RCA του μίκτη, αυτό που είναι για την ηχογράφηση.....

4.
Vrastaman:
- Άλλη θρυλική φιγούρα της Αθήνας, ο Τσάκα-Τσούκας που πουλούσε ξηρούς καρποί στην Ομόνοια.
betatzis:
- Νομίζω είχε ταμπέλα ο βασανιάρης τσάκα τσούκας

5.
Θυμάμαι επί πάρα πολλά χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, έναν όλο και πιο ηλικιωμένο κύριο (θα πρέπει να πέθανε δουλεύοντας) να παίρνει σβάρνα όλα τα καφενεία και τα μπαράκια στα Εξάρχεια πουλώντας ξηρούς καρπούς, μ' ένα τρίκυκλο όπου έγραφε «Ο Τσακατσούκας - Πάω αργά γιατί βιάζομαι».

6.
Η ιστορία του «τσάκα τσούκα» μόνο γέλιο μπορεί να μας προκαλέσει. Ένας δήθεν εκπρόσωπος που ούτε το όνομα αυτού που εκπροσωπεί δεν ξέρει καλά καλά, ένας άνθρωπος που κοροϊδεύει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, λέγοντας ότι ο «πρίγκιψ» είναι δήθεν οπαδός της ομάδας και μάλιστα ανησυχεί και για τους τραυματίες από τα επεισόδια και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και στις πολλές αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει ο δήθεν εκπρόσωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακαρία τη λήξει σλανγκιά που σημαίνει βάζω κάτι σκοπό, πείσμα, αμέτι μουχαμέτι. Η (μαύρη) αλήθεια είναι ότι την έκφραση την έχω βρεί μερικές φορές μόνο σε κείμενα του Τσιφόρου, παναπεί στα '50-'60.

Ετυμολογικώς θα ποντάριζα στην προέλευση από το αγγλ. steam = ατμός, κινητήρια δύναμη. Όπερ αν ισχύει, το λήμμα μυρίζει θάλασσα. Αλλιώς υπάρχει και το ιταλ. stimolare = διεγείρω, προτρέπω, παρακινώ. Διαλιέχτε. Συντακτικώς (και από μνήμης ) η έκφραση πάει κατά κύριο λόγο με το ρήμα τρώω, καθόσον αυτός που το βάζει στήμη σκοπεύει να φάει του θύματος το μπαγιόκο, το αντικείμενο, το γκομενάκι και ό,τι άλλο βρει στην τελική.

Τραβάγανε το πρωί, έμπαινε σε μαγαζί πατουμενάδικο ο Σπόρος μοναχός του, μοστράρηζε κανά-δυο κατοσταρικάκια, να δούνε πως τάχει κι έλεγε με μισοκακόμοιρο ύφος:
-«Θέλω ένα ζευγαράκι, αλλά μέχρι εκατόν ογδόντα, όχι παραπάνου».
Του δίνανε, διότι εκατόν ογδόντα είναι ακριβά λεφτά να πούμε, δοκίμαζε, τόφερνε στα νερά του, ζήταγε και τ' αριστερό. Τα φόραγε και τα δυο, χαμογέλαγε:

Μέγκλες παπουτσάκια», έλεγε, «να βγω και στη πόρτα να τα δω στο φως»; κι έβγαινε τώρα στη πόρτα. Πλάι του ο υπάλληλος να τον έχει το νου και να του λέει πια πως το παπούτσι είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, ότι του πάνε μια χαρά κι ότι, να πούμε, το δικό τους το μαγαζί είναι το καλύτερο σε δέρματα και τρώει όλη την οικουμένη σε κατασκευή, καθόσον τόχε βάλει στήμη να φάει τις εκατόν ογδόντα ο υπάλληλος και τόθελε να ρίξει τον ατζαμή τον πιτσιρή και να του τα πασσάρει τα παλιοσεβρά με τις τσόντες.

Εδώ Τα Σκαθαράκια, από τα Παιδιά της Πιάτσας του Ν. Τσιφόρου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος μεζέ που τρώγεται κρύος. Παράγεται από χοιρινό κρέας (κατά τόπους μπορεί να προστεθεί και μοσχαρίσιο) που ανακατεύεται ώρα στην κατσαρόλα, χωρίς νερό ή λάδι, μόνο με αλάτι, πιπέρι (κόκκινο, μαύρο), ρίγανη και άλλα μυρωδικά. Όταν τελειώσει το βράσιμο, τότε πιέζεται και το βάζουνε μέσα σε έντερα (όπως τα λουκάνικα, με τη διαφορά πως είναι πολύ μεγαλύτερος). Αποθηκεύεται και τρώγεται όλο το χειμώνα. Συνοδεύεται κυρίως με κρασί κόκκινο.

Γυναίκα, βάλε να πιούμε ένα κρασί. Φέρε και λίγο καβρουμά με μπούκοβο για μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρεις ακόμα σημασίες, πέραν αυτών που έχουν ήδη λεξικογραφηθεί:

1) Κάνω γκράφιτι πάνω σε υπάρχον γκράφιτι, το «καταπατώ». Καθώς το πάτημα συνεπάγεται την μερική ή ολική διαγραφή του προϋφιστάμενου γκράφιτι, η πρακτική θεωρείται τουλάχιστον προβληματική, αν όχι «επιθετική». Περαιτέρω, επειδή τα έργα γκράφιτι συνήθως έχουν υπογραφή του ανθρώπου ή του crew (ομάδας) που τα δημιούργησε, το «πατάω» συχνά χρησιμοποιείται ως μεταβατικό με αντικείμενο τον «πατημένο» γκραφιτά.

o tsiko thelei na pei an katalava kala oti otan se patane me kati kalutero prepei merikes fores na to dexese.oi pse as poume kanoun megala kommatia pou gia na ginoun polles fores einai logiko na pathsoun kapoion allo mexri twra patane katotera kommatia,,afiste na pathsoun kati kalo k tous krazoume meta.

Από εδώ

2) Βρίσκω επιχείρημα, πρόφαση, διαπραγματευτικό ατού («πάτημα») για να προωθήσω μια επιδίωξή μου. Συντάσσεται με τοπικό προσδιορισμό, χρησιμοποιούμενο ως αμετάβατο.

Και οι «Καπανιτζήδες» κ οι της γειτονιάς αγοράζουν απο τον χονδρέμπορο γύρω στα 4 ευρό (εκτιμώ) κ οι μέν πουλάνε 6,5 οι δε 10. Αυτό πιστεύω λέγεται αφ' ενός αισχροκέρδεια, αφ' ετέρου ως πελάτες δεν την ψάχνουμε κ εκεί πατάνε οι της γειτονιάς.

Από εδώ

3) Στηρίζομαι (μτφ). Και αυτό αμετάβατο, συντάσσεται με τοπικό προσδιορισμό.

Μόνο που αντίθετα με τα μονοσήμαντα πρόσφατα σενάρια του εθνικού μας χορογράφου, το «Δεκαήμερο» προσφέρει άγρια συγκίνηση ακριβώς γιατί πατάει πάνω στο διαχρονικό αριστούργημα του Βοκκάκιου και δεν αναλώνεται πλήρως στην εικονοκλασία και τις γυμναστικές επιδείξεις.

Από εδώ

Το λήμμα, ιδίως με τις δύο τελευταίες σημασίες, δεν είναι ιδιαίτερα σλανγκ αλλά κάπως αδόκιμη λέξη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το θεμελιώδες αυτό γαμοσλανγκοτέτοιο προσθέτει πολλά κιλά συναισθηματικού βάρους σε κάθε μπινελίκι. Επισυνάπτονας το μέσα σε κραυγές απογοήτευσης ή απόγνωσης τ. «το Χριστό μου / την Παναγία μου», πετυχαίνουμε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον άλλον, μια συναισθηματική ταύτιση και κατανόηση, κανονικό einfühlung που λένε και στα βραστοχώρια.

Η προέλευση του μέσα είναι αινιγματική. Ο παπαρόγιαννος προτείνει μια θεμιτή ερμηνεία, σχολιάζοντας το λήμμαν χέσε μέσα: > πρέπει να προέρχεται από τον παλιό καλό καιρό, όπου οι τουαλέτες δεν ήτανε μέσα στα σπίτια, αλλά έξω, είτε αυτές ήτανε Καλλιόπες είτε ήτανε εξοχικές. Εάν λοιπόν ο καιρός έξω ήτανε τόσο χάλια ή εάν έξω τριγυρνούσε εχθρικός στρατός, έτσι που δεν μπορούσες να βγεις έξω από το σπίτι για να αφοδεύσεις, έπρεπε αναγκαστικά να «χέσεις μέσα» στην κυριολεξία. Για αυτό και το χέσε μέσα δηλώνει μια τελείως χάλια κατάσταση, ισάξια στο χάλι μιας θεομηνίας ή μιας ξένης κατοχής[/quote]...δίνοντας πάσα στον χότζουλα...[quote=HODJAS]Το «μέσα» ίσως να προέρχεται απο την έκφραση του λήμματος, αλλά πλέον έχει αυτονομηθεί. Δηλ. λέμε «την Αγία μου μέσα!», «την Πανακόλα μου μέσα!», «γαμήσου μέσα!» κλπ-κλπ

paparogiannos Εναλλακτικά, και πιο οκκαμικά, το μέσα μπορεί απλούστατα να παραπέμπει στα εσώψυχά μας, στα σπλάχνα μας, στην καρδιά μας.

1.
Μια Ακρίτα, ένας Νότης και μια Βανδή...Χέσε μέσα δηλαδή!

2.
- Πότε σε ευνούχισα το κέρατό μου μέσα;;; όταν κάποιος λέει σε μια γυναίκα ότι είναι ευνουχιστική τι εννοεί;;; ΜΙΛΑΩ ΣΟΒΑΡΑ, ΜΗΝ ΑΡΧΙΣΕΤΕ ΤΙΣ ΜΑΛΑΚΙΕΣ

3.
Το φελέκι μου μέσα με την τεχνολογία τους...

4.
Αν δεις σκ@τ@ στον ύπνο σου πολλά λεφτά θα πάρεις. Δεν ξέρω αν ισχύει για άλλα μέρη της Ελλάδας αλλα σε μας το θεωρούν καλό. Χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι… Ξέρει κανείς πως βγήκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με την έννοια του οπωσδήποτε, με κάθε τρόπο.

Η έκφραση χρησιμοποιείται με αρνητική σημασία και δηλώνει αίσθηση δυσπιστίας, αμφισβήτησης, αντίρρησης, αντίθεσης ή άρνησης του εκφέροντος σε σχέση με κάποια επιθυμία, άποψη, γνώμη ή ακόμα και ενέργεια άλλου. Μάλιστα, συνήθως είτε ακολουθεί είτε έπεται ανάλυσης της κατάστασης με την οποία διαφωνεί ο ομιλών.

Η χρήση της εν λόγω έκφρασης δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένες ομάδες ανθρώπων που διαθέτουν ειδική σλανγκική ορολογία (όπως πχ. ναυτικοί, οπαδοί, πληροφορικάριοι, κτλ), αλλά είναι σλανγκικώς καθολική.

Παρατηρήσεις

  • Η πρόσθεση του σώνει στην αρχή αλλάζει εντελώς τη σημασία του και καλά. Άτιμη γλώσσα!
  • Την ίδια έννοια και χρήση έχει επίσης και το ντε και καλά, αν και προσωπική εκτίμηση του γράφοντος είναι πως το ντε και καλά χρησιμοποιείται σπανιότερα.

α.
-Όπα της! Τι δουλειά έχεις εσύ και κοιτάς γραβάτες, ρε; Εγώ ξέρω πώς γραβάτες και κοστούμια τα αποφεύγεις, όπως ο διάολας το λιβάνι.
- Δε μας γαμείς κι εσύ, ρε Κούλη; Έχει φαγωθεί η άλλη σώνει και καλά να εμφανιστώ κοστουμαρισμένος και γραβατωμένος στο γάμο της αδερφής της. Και κάθομαι σαν το μαλάκα και χαζεύω το www.thehostonians.gr - Εκείνη η ροζέ είναι ωραία! Θα πηγαίνει και με τις κάλτσες σου...
- Άει ρε...

β.
-Τα έμαθες με τον Νώντα;
- Ναι, φτηνά την γλύτωσε. Πόσο έκατσε στο πεντάστερο, 2 μέρες;
- Κάπου εκεί, τον είχανε συνέχεια με ορούς και εξετάσεις κάθε τρεις και λίγο.
- Αφού ήθελε το μαλακισμένο να αποδείξει σώνει και καλά ότι μπορεί να κατεβάσει 3 μπουκάλια βότκα νηστικός και απλά να κάνει κεφάλι. Ευτυχώς που είχε βαρβάτη ασφάλεια και δεν κατέληξε σε κανένα Τζαννή.
- Εγώ πάλι σκέφτομαι μήπως του άρεσε τελικά το κλύσμα και έχουμε άλλα...

γ.
- Για πες ρε, τι έγινε με το μωρό; Αν και όπως σε κόζαρε τις προάλλες, μάλλον έχεις ήδη γλείψει κοκκαλάκι!
- Πω μαλάκα, άσε με, μη μου το θυμίζεις... Εκεί που είμαστε στα μέλια και στα ωραία μας, πώς γυρνάει η συζήτηση στο θέμα αντρας - γυναίκα. 3 ώρες με είχε και προφέσαρε και μου ζάλιζε τα αρχίδια.
- Δηλαδής;
- Σώνει και καλά να με πείσει ότι είμαστε ίσοι με τις γυναίκες. Άσε τί να σου λέω...
- Και πώς έληξε το θέμα;
- Ε, αφού μου τα 'χε κάνει τσουρέκια, σηκώνομαι και τις λέω: «Εντάξει, κοριτσάκι μου, όπως τα λες είναι. Τώρα, τράβα κατούρα όρθια και τα λέμε εμείς».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό υποκοριστικό τση δωροδοκίας, άκα: λαδώνω, φακελάκι, miesens, γρηγορόσημο. Το δωράκι απενοχοποιήθηκε από τον αείμνηστο σοσιαληστή οραματιστή Ανδρέα όταν μάλωνε πατρικά τον αυτομιζοδοτούμενο τότε διοικητή τση ΔΕΗ Μαυράκη με το ιστορικό:

«Είπαμε να πάρει ένα δωράκι, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια…» (εδώ)

Πολύ νερό πέρασε κάτω από το καυλάκι έκτοτε, αλλά το δωράκι παραμένει σταθερή αξία για τον σύγχρονο τσιφτετέλληνα.

1.
Το φακελάκι πάει... σύννεφο στην Ελλάδα, καθώς, το 11% των ερωτηθέντων Ελλήνων παραδέχεται ότι έδωσε «δωράκι» σε γιατρούς και προσωπικό, ποσοστό διπλάσιο από τον μέσο όρο της ΕΕ.

2.
Διευκρινίζω, προς άρση παρεξηγήσεων, ότι θεωρώ ηθικά 100% κατακριτέο το λάδωμα των 500€ (ερασιτεχνική κατηγορία), το δωράκι των 25.000€ (κατηγορία ημι-επαγγελματική), τη μίζα των 14 εκατομμυρίων € (κατηγορία premier league, κύριος Κάντας) και τη διαρκή μιζοδότηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων € (κατηγορία Champions League ή, αλλιώς, Άκης).

3.
Παρόλη την άθλια κατάσταση που επικρατεί στα οικονομικά μας ,οι σχολές οδηγών και οι εξεταστές ΣΤΗΝ ΛΙΒΑΔΕΙΑ ακόμη ζητούν μίζες για να πάρεις το διπλωμά σου και το αποκαλούν με την κωδική ονομασία ¨ ΔΩΡΑΚΙ ¨...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified