Selected tags

Further tags

Όρος των κιθαριστών, που δηλώνει όταν κανείς δεν πιέζει αρκετά τις χορδές στην ταστιέρα (μπράτσο) της κιθάρας και ο ήχος ακούγεται σαν ξύσιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για ροκ, ντίσκο και φανκ κομμάτια.

Μα δεν μπορείς να παίξεις κανονικά το κομμάτι. Εκεί που μπαίνεις εσύ πρέπει να παίζεις το μπαρέ του λα κούφιο.

«Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μάς» απο Τρύπες: Η κιθάρα ξεκινά παίζοντας μία καθαρή - τρείς κούφιες (από vikar, 14/03/11)«Η» απο Σιδηρόπουλο: Μπόλικες κούφιες στη ρυθμική (τη φλαντζεράτη). (από vikar, 12/08/11)

Σύγκρινε με μπουκωτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παλιοροκάς, ο 40-50-60ρης που νομίζει ότι είναι 20 χρονών και ακούει πουρόκ. Από το πουρό και τον ρόκερ.

- Παίζουν οι Whitesnake σήμερα στον Λυκαβηττό. Πάμε;
- Τί λες μωρέ; Σου μοιάζω με πουρόκερ;

(από Khan, 16/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονοματοποιητική μεταφορά του τυπικού soundtrack που παίζουν τα 150.000 Megawatt ηχητικά συστήματα των απανταχού Καγκούρων (λέγε με ICE στην καγκουροσλάνγκ). Όπως καταλαβαίνει κανείς, η φράσις περιγράφει τον χαρακτηριστικό ήχο των τριανταπεντάλεπτων daaaance χιτακίων, όπου το μπιτάκι τονίζεται με το αντίστοιχο χτύπημα της μπότας, συνοδεία μπάσου ακολουθούμενο από το «τσσστ» του ανασηκωμένου hi-hat (βλ. μήδιον 1 καθώς και τον DJ Κάγκουρα στην δεύτερη καταχώρηση του εξαίρετου σλανγκολήμματος).

Οι πουριτανοί σλανγκομάστορες μπορεί ορθώς να αναρωτηθούν για την δημοφιλία τής εν λόγω έκφρασης (άρα και τον λόγο καταχώρησης του λήμματος), ωστόσο είναι τόσο εύστοχη και αστεία που θεωρώ ότι η διάδοσή της από το έγκριτο τούτο ιστολόγιον είναι επιβεβλημένη.

Σλανγκασίστ από το Νο 338 Tweet του Forrest Gump του Νίκου Ζαχαριάδη στην Athens Voice.

Παράδειγμα από την εν λόγω ασσίστ:

- Κάγκουρας δεν αποκαλείται η επιδειξιοµανής εκείνη µορφή ζωής που περιφέρει τις εξατµίσεις-µπουρί, τις αεροτοµές και το «ντούφτιν-ντούφτιν» ενός επαγγελµατικού ηχητικού συστήµατος σε έναν οποιοδήποτε δρόµο για να το δουν όλοι; - Συνεπώς, µία επαγγελµατίας «ξοδεύτρια διατροφής» που περιφέρει τις αντίστοιχες δικές της αεροτοµές, τις αντίστοιχες δικές της εξατµίσεις και το αντίστοιχο δικό της «ντούφτιν-ντούφτιν» σε ένα οποιοδήποτε κανάλι, για να το δουν όλοι, δεν είναι η θηλυκή εκδοχή του «Κάγκουρα;»
- Άρα η εκποµπή δεν θα µπορούσε κάλλιστα να λέγεται «Real Καγκουρίνες of Athens»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός του Βασίλη και όχι του βασιλιά. Και όταν λέμε Βασίλη, εννοούμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μπορεί να γέρασε, να βάφει το μαλλί και να κάνει δάνειο από τους κροτάφους, αλλά, όπως και νά 'χει, κατέχει μια τιμητική θέση στην καρδιά όλων των 30+, είτε είναι, ή υπήρξαν στο παρελθόν τους, ροκάδες, σκυλάδες, κουλτουριάρηδες ή λεσβίες.

Γνωστές ρήσεις βασιλοφρόνων:

  1. Σαν πεθάνω στον τάφο μου,
    μην βάλετε καντήλι,
    βάλτε ένα ραδιόφωνο
    ν' ακούω τον Βασίλη.

  2. Βασίλη / ζούμε / για να σε ακούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός το μουσικό και μη σουξεδάκι και αφεδύο η τζούρα κανναβινοειδούς ή άλλης ουσίας, κυρίως από μπονγκ ή πίπα.

Εκ του αγγλικανικού hit.

- Παίξτε και κανα χιτάκι. Όλο κάτι b-sides παίζετε...
(εκεί)

- Ε, λοιπόν κι εσείς οι ποιοτικοί τα ίδια σκατά είστε. Νούμερο ένα χιτάκι ήταν οι τσοντίτσες της greek erotica! Και μάλιστα οι τσοντίτσες που σύμφωνα με τις επιστημονικές έρευνες του Bouldela.com είναι το τοπ ελληνικού γούστου: λεσβιακά.
(εδώ)

- Μπρε Μανωλιό, πιε ένα χιτάτσι και φεύγει το φαρμάτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ροκ γκρουπ που συνήθως αποτελούνται από ελάχιστα άτομα με τα στοιχειώδη όργανα και ήχο garage. Βλ. White Stripes, Black Keys κτλ.

- Σ' άρεσε το σιντάκι που σου 'γραψα; Ήταν Black Keys.
- Ναι, αμέ. Ωραία βαράνε. Βρωμιάρηδες.

Aυτοί ακριβώς! (από allivegp, 15/04/11)βασική κατηγορία βρωμιάς στον ήχο είναι οι στονεριές. μπίχλα, μπύρες κ γκόμενες με τζην σορτσάκι να παίζουν μπιλιάρδο. (από jesus, 16/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά, το ιντυμήντια.

Επίσης, στο πιο κατ' ευθείαν από τα αγγλικά, το indie rock, ένα είδος ποστ-κάτι, από συγκροτήματα που γενικά δεν υπογράφουν με μεγάλες δισκογραφικές. Βλ. και έχει ασχημindie και εντεχνindie.

  1. - Έχει ανέβει τίποτα στο ίντυ από τη σημερινή πορεία;
    - Κάτι φωτό και κάτι σχολιάκια. Δεν έγιναν μπάχαλα και τα μουμουέ τό 'καναν γαργάρα.

  2. - Θα την χωρίσω τη Φαίδρα ρε φίλε, δεν πάει άλλο με τα ίντυ φλωράδικα που μου βάζει κι ακούω όλη μέρα. Στο τέλος θα τό 'χω γυρίσει και δεν θα τό 'χω καταλάβει.

(από Khan, 19/04/11)Μας τα σκαει ο Σόρος και σας γραφουμε στα αρχίδια μας (από MXΣ, 20/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος Μουσικής που συγχωνεύει αρμονικά ή μη το Σκυλάδικο με το Ροκ.

Συνήθως λέγεται για τέζα λαϊκά στυλ τραγούδια στα οποία μπαίνουν ξαφνικά ηλεκτρικές κιθάρες, ροκ ντραμς και άλλα ροκ στοιχεία.

- Τι τραγούδι ακούμε ρε; Καλά αυτό είναι λαϊκό και έχει και σόλο ηλεκτρικής κιθάρας σαν να είναι το Μάστερ οφ Πάππετς; - Ναι, είναι ροκβάιλερ.

(από jesus, 21/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά η βελόνα του παλιού πικάπ σε αντιδιαστολή με την ψηφιακή τελειότητα των CD. Παλιός όρος των DJ και των ραδιοφωνικών παραγωγών. Σπάνιος και ουσιαστικά μη χρησιμοποιούμενος πια.

Άντε να ξεκουμπιστεί ο προηγούμενος DJ με τις παλιατζαρίες του και τις πρόκες του ν' ακούσουμε καμιά μοντερνιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified