Further tags

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Συντομογραφία της λέξης προκατασκευασμένος, αλλά και της λέξης προκατεψυγμένος. Κάτι το προκάτ δεν είναι ποτέ «ορίτζιναλ» και απευθύνεται στην λαϊκή κατανάλωση, καθότι φτηνότερο ποιοτικά και οικονομικά. Είναι η εύκολη λύση. Προκάτ, κατ' επέκταση, χαρακτηρίζουμε οτιδήποτε ετοιματζίδικο, είτε είναι τρόφιμο, είτε είναι σπίτι, είτε είναι κατάσταση (στην τελευταία περίπτωση είναι συνώνυμο του «σικέ»).

Συλλογικό σύμπτωμα που καλά κρατεί ακόμα και χρονολογείται από την αντίστοιχη μανία της δεκαετίας του '70 για ετοιματζίδικα πράγματα (κονσέρβες, κατεψυγμένα, προκάτ εξοχικά, κλπ). Εξάλλου η ίδια η λέξη παραπέμπει στις περίεργες συντομογραφίες από φίρμες της δεκαετίας αυτής: σόφτεξ, πυρκάλ, χρωπεί, μπυράλ, κλπ

  1. - Μπράβο, μαλάκα. Σε ωραία ταβέρνα μας έφερες. - Γιατί ρε, τι σού 'φταιξε πάλι; Μια χαρά είναι το μαγαζί.
    - Ταβέρνα που σερβίρει προκάτ πατάτες, ρε μαλάκα; Δε μας πήγαινες στα μακντόναλντζ καλύτερα;

  2. - Ωραίο σπιτάκι αυτό, ε; Ένα τέτοιο θα ήθελα για εξοχικό.
    - Σιγά το ωραίο ρε μαλάκα, προκάτ είναι, δεν το βλέπεις; Μια να δώσεις στον τοίχο θα πέσει όλο...

  3. - Είδες, τελικά, που ήταν γραφτό να τα φτιάξουν ο Μιμίκος και η Μαίρη;
    - Ε όχι και γραφτό, καραπροκάτ ήτανε, μήνες το έστρωνε η μάνα της...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξ επόψεως ευαισθησιών των σφίχτηδων, το βρώμικο δεν είναι μόνο το φαγητό με «αμφίβολη ποιότητα και καθαρότητα των συστατικών του» (δες άλλο ορισμό), αλλά κυρίως αυτό που προκαλεί βρωμιά, δηλαδή το φαγητό που περιέχει πολλά λιπαρά.

Πάσα: Jeanoir, encore.

- Ευτυχώς, με την δουλειά που έχω κάνει και την γράμμωση που έχω πετύχει, μπορώ να τρώω και κανά βρώμικο πού και πού, γιατρέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμμένο υπόλειμμα. Σπανιότερα το απομεινάρι, το κατακάθι, το κουκούδι.

Διεκδικεί τη θέση του στο σλανγκρ, λόγω τοπικότητας του ιδιωματισμού για λόγους καταγραφής και μόνο. Δεν το ‘χω ακούσει πουθενά πλην της ιδιαίτερης πατρίδας μου (Γκάτζλαντ) και γίνεται πολλαπλή αναφορά σε Πασχαλινά τραπεζώματα κατά τα οποία συγγενείς συναγωνίζονται στις επιστημονικές γνώσεις τους για το ορθό ψήσιμο του οβελία, σπληνάντερου κλπ.

Ψάχνοντας την από νέτι προέλευση της λέξης, ο Κακάτσης είναι πατριδωνυμικό επώνυμο αρβανίτικης προέλευσης, ο καταγόμενος από το Κακάτσι της ΝΑ Αλβανίας (εδώ).

Ακόμα από νέτι: χάλα χάλα, Ποντιακός Χορός της περιφέρειας Κακάτσης (Αργυρούπολη). (εδώ).

  1. Βγάλτο συμπέθερε απ’ τη σούβλα, κατσίκι θα φάμε ή κακάτσι;

  2. Κακάτσι το ‘κανες γυναίκα το φαΐ, άχρηστη σα τη μάνα σου κι εσύ.

  3. Σταμάτα να βγάζεις κακάτσια απ’ τη μύτη σου, θα σου πέσει.

(από VAG, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τα σκουπίδια, ξυσίματα ή πιξελιάσματα που εμφανίζουν τα ψηφιακά μέσα αναπαραγωγής εικόνας και ήχου, κάνοντάς μας να νοσταλγούμε τα παλιά καλά χιόνια.

Εκ των τεχνολογία και τερατούργημα, καμία σχέση με το τεχνούργημα.

Ασίστ: patsulis.

- Τεχνουργήματα :p, ή απλούστερα, ψηφιακά σκουπίδια: τετραγωνάκια στην εικόνα, παγώματα στο video, κοψίματα στον ήχο κλπ.
(εδώ)

- Παιδιά τι μπορεί να είναι αυτά τα πλεγματοειδή τεχνουργήματα; Τα βλέπω εδώ και 2-3 μέρες, και στις πέντε TV του σπιτιού...
(επεί)

- το εν λογω player καθως επαιζε ενα δισκακι dvd αρχισε να κανει εντονα τεχνουργηματα στην εικονα,τα οποια εξελιχθηκαν σε κοκκινα χιονια τα οποια παρεμειναν και μετα την εξαγωγη του δισκου..Το εκλεισα,το ξανανοιξα ,και..παπαλα,εξοδος εικονας δεν.
(παραπέρα)

(από Vrastaman, 28/09/12)(από Vrastaman, 28/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νερόβραστο φαγητό, με πολύ ζουμί και ελάχιστη γεύση. Ετυμολογικά η λέξη προέρχεται από τον ήχο που ακούγεται ρίχνοντας στερεά υλικά στο νερό που βράζει.

- Ψηλέ, τι έχουμε για φαΐ;
- Πατάτες μπλουμ.
- Πάλι ρε πούστη μου... Πατάτες μπλουμ, μακαρόνια μπλουμ, για το πούτσο είναι ο μάγειρας... Πότε θα πάω σπίτι μου να φάω σαν άνθρωπος...

O νερόβραστος δήμαρχος της Νέας Υόρκης Michael BLOOMberg. (από Vrastaman, 12/09/08)Πάλι μπλουμ ... (από poniroskylo, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται, στην διάλεκτο των ναρκωτικών, όταν το stuff δεν είναι καλό.

-Χάλια η ζα (ηρωίνη), δεν την άκουσα καθόλου, κιούσπα θα ήταν.

-Kιούσπα το χόρτο (χασίσι), από κάνα νεκροταφείο θα το έμασαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1. Αναφέρεται σε υποβιβαστική κατηγοριοποίηση καταστάσεων-προσώπων-αντικειμένων-τόπων κλπ και παραπέμπει στην αξιολογική (δηλ. τιμολογιακή) ταξινόμηση προϊόντων (Α & Β διαλογής), δηλαδή πρώτο πράμα (που σαλεύει και το μουστερή γυρεύει) κι ο κατιμάς.

Για κάποιο λόγο έχει επιβιώσει η έκφραση στη γενική ως «διαλογής», με την έννοια αποκλειστικά της σκαρταδούρας (τα «καλάθια» που λέμε).

Όποιος θυμάται, στα 80’ς εύρισκε κανείς ορίτζιναλ Levi’s στο επίσημο πρατήριό της στην Καλαμάτα μισοτιμής (στη λιανική ήταν πανάκριβα), αφού είχαν ένα ελάχιστο ψεγάδι (π.χ. μια διπλή κλωστή, ένα αδιόρατο σημαδάκι κλπ) και διετίθεντο μπιρ-παρά διότι δεν «άγγιζε» τα ελάχιστα στάνταρ πωλήσεως της φίρμας.

2. Ως αυτοαναφορική έννοια του σάιτοστ, είναι τρέχον φαινόμενο απαξίωσης λημμάτων-ορισμών κλπ, είτε οίκοθεν λόγω ευθιξίας – είτε κατόπιν σπαζαρχιδόθεν παραινέσεως, οπότε τα λήμματα-ορισμοί που θα φέρουν εφεξής ένα κίτρινο άστρο στο μπράτσο, θα καταλήξουν στον κάλαθο των επιρρημάτων, διότι δεν «αγγίζουν» τα ελάχιστα στάνταρ της αργκό (ήμαρτον Κύριε)!

Κάτι σαν «Υπόλοιπο Αττικής» δηλαδή...

Σ.Σ. Ξέρετε τίποτα; Εγώ λέω, όταν με το καλό τυπωθεί σε χάρντ κόπυ το λεξικό του σάιτοστ, να κυκλοφορήσει σε δυο εκδόσεις, με ανάλογο περιεχόμενο: Την Α διαλογή (=ακριβό) και την Βου διαλογή (=φτηνατζούρα) κι ας αποφασίσει η Αγορά. Άν βέβαια υπάρξει και Γου διαλογή (=μάπα το καρπούζι), ε τότε να διανέμεται δωρεάν στις στάσεις του Μετρού (!)

Το παρόν λήμμα (ως προς το 1ο σκέλος τουλάχιστον) και υπάρχει και χρησιμοποιείται και θα υποστηριχθεί απο τον φέροντα με το ντουφέκι στη σκεπή, σαν μικρο-ιδιοκτήτης αυθαιρέτου.

Αφιερούται τω Χάνκυ-Πάνκυ.

  1. - Πάμε καμιά τσάρκα έξω;
    - Ναι αμέ; Να πάρω τη Μπέτη να φέρει καμιά φίλη της;
    - Είπαμε να βγούμε σαν άνθρωποι, πάλι με τα κάκαλα θα τη βγάλουμε;
    - Γιατί ρε τί έχουνε; Μια χαρά κοπέλες είναι...
    - Καλές είναι δε λέω, αλλά ξέρω γώ τώρα; Διαλογής μωρ’ αδερφέ μου, τί να σου πώ, πολύ Βου κατάσταση...
    - Καλά εγώ πάω κι εσύ κάτσε και πές το μουνί μουνάκι ψωνάρα! - Δεν κατάλαβα! Πειράζει που το σκέφτομαι δηλαδή;
    - Ως να σκεφτεί ο γνωστικός, ο τρελός πάει κι έρχεται βρεεεεε!

  2. «...Έβγαλα τα 20 χάνκεια λήμματα Β' διαλογής...» «...Αν δεν πρόκειται να γίνει η Β' διαλογή στο ορατό μέλλον, θα επιθυμούσα τα παρακάτω λήμματα απλά να διαγραφούν. Τα έχω διαλέξει έτσι ώστε να μην μετανιώσει κανείς, αν σβηστούν στη λήθη...»
    (Σχόλια απο ’δώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα τσοπεροειδή μοτόρια που είναι όλο φωνή και τσιτσί τίποτα!

Έτσι χαρακτηρίζονται από τους γρήγορους ή τους κακούς που καβαλάνε μοτασακά με πολλά αράρ στο λογότυπό τους.

- Πωωωωωω κοίτα ρε συ, οι Χαρλεάδες!!!
- Σιγά τους μαλάκηδες ναούμ'. Αυτοί πάνε Πειραιά-Σαλονίκη με το πλεούμενο. Πού να πάνε απ' το δρόμο μ' αυτές τις χέστρες;

γουαναμπι χαρλεϊ (από perkins, 22/05/10)Ἐγὼ πάντως αὐτὸ ξέρω γιὰ χέστρα (από aias.ath, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified