Further tags

Η προέλευση του ορισμού είναι ενδιαφέρουσα και κατά τη γνώμη μου έχει τις ρίζες της στο εξής:

Τα παλαιότερα χρόνια, όταν ο πελάτης ζητούσε το αντίστοιχο είδος sex με κορίτσι εργαζόμενο σε σχετικό ευαγές κατάστημα, και το κορίτσι διαπίστωνε ότι ο οργανικός εξοπλισμός του πελάτη ήταν μεγαλύτερου μεγέθους από τον μέσο όρο, τότε τον υποχρέωνε να φορέσει γύρω από τον «εξοπλισμό» μαξιλαράκι σε σχήμα παχέος κουλουριού με οπή, ώστε η διείσδυση να είναι όσο το δυνατόν πιο περιορισμένη και ανώδυνη για την εργαζόμενη.

Από εκεί επικράτησε ο δακτύλιος του πρωκτού να ονομάζεται και κουλούρι. Μία τουλάχιστον παρόμοια αναφορά υπάρχει και στο bourdela.com.

Εξάλλου η πρωτότυπη έκφραση φαίνεται να ήταν: «κουλούρι σου έδωσε;» και αργότερα να έγινε «κουλούρι πήρες;».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμιάρα γκόμενα, αυτή που μετά από τον κώλο της το βάζεις στο μουνί και δε λέει τίποτα.

Φύγε από δω μωρή κωλομούνα, δε σε γαμάω χωρίς καπότα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισπανικά και κλαρίνο, δηλαδή, βυζομαλακία και τσιμπούκι, είναι το δίπτυχο μόρφωσης και καλλιέργειας των θηλέων νέας κοπής που βρίσκεται στον αντίποδα του «γαλλικά και πιάνο» (ενώ είναι συνώνυμο του σλανγκοπολιτογραφημένου ειρωνικού με γαλλικά και πιάνο). Στα διαδίχτυα η φράση κυκλοφοράει κυρίως σε συμφραζούμενα μιζερομίζερων ανδρών που ξιφουκλούν επειδή τα καλά κορίτσια όταν μεγαλώσουν εξελίσσονται εις πουτάνας.

Αυτό που μου αρέσει στην έκφραση είναι ότι ακόμα κι αν αφαιρέσεις τα σεξουαλικά νοήματα μια χαρά στέκει ως περιγραφή ενός λατέρνατιβ λαϊφο-στάιλ.

- Αυτή μεγάλωσε με γαλλικά και πιάνο αλλά με το που πήγε φοιτήτρια το γύρισε σε ισπανικά και κλαρίνο. - Θες να πεις ότι όταν πέρασε Γιάννενα ανακάλυψε την ηπειρώτικη ρίζα μέσα της, αλλά πήγε εράσμους για να βελτιώσει τη γλώσσα;

(από Khan, 01/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς το ροντοσόλ στα καλιαρντά, δηλαδή το γλείψιμο. Το ροντοσόλ ταιριάζει με το κοντροσόλ (=φιλί και γλείψιμο), ενώ το ροσολιμαντέ ταιριάζει με το πιασμαντέ (=μπαλαμούτι και γλείψιμο). Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το ροσόλι (=σάλιο), που πιθανόν (όχι σίγουρα) ετυμολογείται από το ομώνυμο ιταλικό ηδύποτο (ιταλιστί rosolio).

1. Εισαι θεόλατσος και μπενάβεις μεσίκ. Τζάσε την καθε καλιάρντω, λούγκρα, και ανεμιαρα και άβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσόλ και μπιεσμαν. Αβέλω ροσολιμαντε σε καθε διαθεσιμη μπαροτάτη σερμέλα και πούλη, κουραβέλτα, και να πισελουμε μεχρι πρωιας. Με ντέζι, ο τζασλός για εσενα και νταλκαρέτεκνο.

  1. Kουελοσφαλάετε για φακιροπίπιζες και φλοκαρίσματα ή μόνο ροσολιμαντέ; (Από μπουρδελοσάιτ).

  2. Τζασλός ο Λάτσα μαζί με τον Επιτάφιο και έβαλαν τον Λατσολίθαρο να παίρνει τηλ και να λέει ότι εάν ισάντες κάνετε Σωματείο ιμάντες θα σας κυνηγήσουμε στον γιαγκούλα. Και άρχισαν και μπενάβουν ανθυγιεινά κατσίκα και προβάτα ο βλαχοντάνας γιδοσυντηρητής και η ψαμοσκελού ότι θα βάλουν τα τρόκια να τους περιδρομιάσουν.

Δικέλεις άμα γίνει άλλο Σωματείο θα χάσει ο Φίφα τα τιντέλη τα τουρκόζουμα και την σουλάτσα με το τζους λέσι γιατί θα μειωθούν τα ντουλά. Έτσι τους άναψε χαρχάρα όταν έμαθαν τα Χαρχαρότεκνα ότι δεν θα χαλεματούν όπως πρώτα και ότι θα τζάσουν πολλά μέλη τανάκα να δώσουν τον μπερντέ για τις συνδρομές. Διότι τους έχει γίνει μπαρό και ντέζι το καλάμι και τους βγαίνει όλη η λούγκρα τώρα που δικέλουν ότι χάνουν το σουγκρό.

Τους φαίνεται κουλό ότι κάποιοι που ήταν ατζινάβωτοι και μέχρι τώρα τους αβέλαν μπιεσμάν την πούλη ξύπνησαν και θέλουν να τζάσουν.
Άρχισαν και το ροσολιμαντέ στο Πρόεδρο ότι έγιναν λατσά τεκνά και ότι δεν θα πουν άλλα μουσαντά στους Χαρχαροτεκνούς για αυτόν. Όμως με αυτό το πλευρό να πισελάσται. Τα μουσαντά το καπί και το μη μπενά Τέλος. Από εδώ και πέρα θα έχει ντουπ και νταπ για αυτό μαζέψτε τα λυσαγμάν γιατί θα έχουμε μεγάλες κέντες. (Καλιαρντογράφημα που αναλύει την πολιτική ζωή του τόπου σε στυλ ένας πούστης να μιλήσει αποκατέ).

  1. Προτιμώ πομπίνο-φραπέ και ροσολιμαντέ της σερμέλας μου από γκομενίτσες. Δεν σε μπενάβω ανθυγιεινά όμως. Μου άρεσε το ποστάκι σου πολύ. Καλές γιορτές εύχομαι φίλε. (Στρέιτ μπενάβων τα καλιαρντά αποκατέ).

Να ετυμολογείται άραγε από εδώ; Κουλό το κόβω. (από Khan, 30/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες κωλομπαρέματος:

Πέον να σημειωθεί ότι ο πρώτος ορισμός είναι και ιστορικά ο πιο διαδεδομένος. Ο δεύτερος ορισμός που είναι ιδιαίτερα δημοφιλής με την Ντόρα Μπακογιάννη (βλ. εδώ) πιθανώς να προέκυψε από σύγχυση των ιδιοτήτων του κολομπαρά και του κωλοτούμπα.

Α' Μεγάλη Κατηγορία

1.
Είναι μεγάλη μαλακία που είμαστε συντηρητικός λαός και δεν μπορείς να θίξεις ιερά και όσια, αλλιώς θα ήταν ωραίο να διασώζονταν ιστορίες με γαμίσια αντιστασιακά, εγώ πάλι φαντάζομαι στις εξορίες μετά τι κωλομπάρεμα θα έπεφτε, σύντροφε, κάνε την αυτοκριτική σου, σκύψε όταν σου μιλά ο γραμματέας, κι έτσι.
Αλλά αυτά δεν μπορείς να τα λες στην Ελλάδα.

2.
Όταν τη κάνω να σκύβει πάνω στη ράχη της καρέκλας της, με κατεβασμένη τη κιλότα, βογκώντας και δαγκώνοντας τα δάχτυλα, δε προσπαθεί να ξεφύγει για να γλιτώσει το κωλομπάρεμα που τόσο φοβάται και τόσο αδιάντροπα λαχταράει.

B' Μεγάλη Κατηγορία

3.
Κάποιοι συριζαίοι που έχουν αρχίσει να ενοχλούνται από την παρουσία τόσων πασόκων παραπονιούνται στους ανώτερους. Βέβαια, οι πασόκοι που είναι μανούλες στο παπατζιλίκι και στο κωλομπάρεμα τους παίρνουν αγκαλιά με τον γνωστό πασοκικό τρόπο και τους μιλάνε φιλικά, σε ρόλο καλού μπάτσου, και τους εξηγούν ότι τώρα είναι μαζί τους και πρέπει να τους εμπιστευτούν γιατί όλοι μαζί θα διώξουν την δεξιά και το μνημόνιο. Το περίεργο είναι ότι τους πείθουν.

4.
Ούτως ή άλλως, η ρητορική της 17Ν υπήρξε ελαφρώς κωλομπάρεμα: κι αριστερά κι αντιτουρκικά! Και εθνικιστικά και διεθνιστικά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γαμήσι, ιδιαίτερα εάν αυτό πίπτει αγρίως.

Εκ της πούτσης (< πόσθη) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιδι που προσδίδει στα ουσιαστικά ένα δυναμικό ζενεσεκουά (βλ. πιχί κλανίδι, κωλίδι, μουνίδι, τουμπίδι, ψωλίδι, κ.ταλ.).

Πιο βουκολικά εκφέρεται ως π'τσίδ'.

1.
«Άσε πια τον Καπουτζίδη, έλα να σου ρίξω ένα πουτσίδι»! #skliro_porno.

2.
Αφού ο άντρας δέχεται να του σκυλογαμάει ο σπιτωμένος εραστής τη γυναίκα και του αρέσει (μάλλον τρώει κανά πουτσίδι και αυτός), οκ.

3.
Κάποιες από αυτές, είναι ωραία κομμάτια, και δε νομίζω ότι θα έλεγε κάποιος όχι στο να πέσει κανα πουτσίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γαμική διαδρομή ή ώθησις, εκ του γαμάω και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά.

Αργκό του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

- Έπειτα, διά µιας, άρχισε να τήν γαµά µε πολύ δυνατές και γρήγορες γαµιές. Από εκεί που κοίταζα, έβλεπα καθαρά τήν χονδροπούτσα του να µπαινοβγαίνη γοργά και σταθερά
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεξιοτέχνις της χειραντλήσεως ψωλογάλακτος, η φραπεδιάρα, η χαρίεσσα ἀνασεισίφαλλος.

Φραπέλημμα του σλανγιωτάτου Ανδρέα του Εμπειρίκου.

Η συμπαθής ψωλοτρομπάρισσα έχει βγάλει από τον στηθόδεσμόν της και την μπλούζαν της τους μεγάλους και σφικτούς μαστούς της, και το αγόρι, με το στόμα ανοικτόν ωσάν να φωνάζη από την γλύκαν του, και με τα μάτια του λιγωμένα, ψαύει και ζουλά με πάθος τα ωραία βυζιά, των οποίων αι εκτοξευόμεναι ζωηρώς και από την καύλαν ρώγες, ομοιάζουν πολύ με εν πλήρει στύσει μικράς ψωλάς.
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified