Selected tags

Further tags

Ο άντρας που γαμεί και χύνει, με την έμφαση στο χύνει, συστηματικά, καθ' έξη και κατ' εξακολούθηση. Βασικά είναι ένας γενικότατος τρόπος να χαρακτηριστεί ένας άντρας. Κυρίως πάντως χρησιμοποιείται στην κοινότητα των μπουρδελιάρηδων ως ο απόλυτα γενικός και ουδέτερος τρόπος να αλληλοχαρακτηρίζονται ή και αλληλοαπευθύνονται (πέρα από τα πιο συν-αδελφικά συναγωνιστής, σύντροφος). Και εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το χύστης δεν έχει ακριβώς όλες τις θετικές συνδηλώσεις και το καμάρι/ περηφάνια που έχουν χαρακτηρισμοί όπως λ.χ. τα μπήχτης, γαμιάς, γαμίκος, γαμίκουλας, χύστης είναι κυρίως, το λέει κι η λέξη, αυτός που χύνει, και τέρμα, ακόμη κι αν αυτό γίνεται στο πλαίσιο αγοραίου (και ουχί ζαγωραίου) έρωτα, ή απλής εκτόνωσης. Εν ολίγοις, είναι μια αρκετά ουδέτερη έκφραση, ακόμη κι αν έχει κατά καιρούς θετικές συνδηλώσεις.

  1. Σύντροφοι χύστες μήπως έχει κανείς πληροφορίες που θα μπορούσαν οι λάτρεις των ώριμων γυναικών να βρουν το αντικείμενο του πόθου τους;;; (Από το θρεντ πουρά σε μπουρδέλα σε σχετικό σάη).
  2. Μετά την αποχώρησή μας από την Τρούμπα κατευθυνθήκαμε προς πορνοντίσνεϊλαντ να γίνει κατάθεση από τους χύστες.
  3. χιστεσ μιν εχετε αυταπατεσ! οι πουτανεσ ειναι μονο για πιτσιλισμα! ειναι ατομα με απιρα ψιχολογικα προβλιματα, ατομα απαξιομενα, θλιβερα που το μονο που μπορουν να κανουν ειναι να κερδιζουν ευκολο χριμα!!!!! ολεσ αυτεσ οι μεταναστριεσ που δουλευουν σε τσαρδια ειναι μεταναστριεσ ω κατιγοριασ και ειναι ολεσ 100% προβλιματικεσ! κουβαλανε ενα καρο ψιχολογικα! καμια νορμαλ γινεκα δε θα ερχοταν στιν ελαδα να τιν πιτσιλαι ο καθε βρομιαρισ και απαξιομενοσ πακισ ι ο καθε ενασ χιστισ! (Ασιγματιστήσ ανωρθωγραφιστίς ατονιστης στο θρεντ "πώς καταλαβαίνετε αν σας γουστάρει μια πουτάνα" σε μπουρδελοσάη).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση σημαίνει είμαι άκρως επιφυλακτικός, φοβάμαι και τον κώλο μου. Την πρωτάκουσα προς το τέλος της δεκαετίας του '80, όταν ο φόβος για το AIDS είχε φτάσει σε επίπεδα υστερίας.

Τώρα με το AIDS, μαλακία ...και με καπότα!

(Όπως την πρωτάκουσα από το Μανώλη, έναν αυθεντικό λαϊκό άνθρωπο με έμφυτο χιούμορ, χωρίς επιτήδευση και "δήθεν".)

Μιλάμε για πολύ χέστη. Φοβάται και τον ίσκιο του το άτομο. Κατάσταση "μαλακία με καπότα"!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που φέρεται να είναι από τη Θράκη και σημαίνει κάποιον που θέλει να κάνει αντιφατικά μεταξύ τους πράγματα, να τα έχει καλά με όλους και να βγαίνει κερδισμένος χωρίς κανένα κόστος, πράγμα όμως που δεν γίνεται, για αυτό και η έκφραση συχνά συμπληρώνεται από το "δεν γίνεται".

Εν προκειμένω, έχουμε τη χριστιανική αντίληψη, τουλάχιστον σε μια σχηματική λαϊκή εκδοχή της, ότι για να κερδίσει η ψυχή σου τον παράδεισο στην άλλη ζωή πρέπει να στερηθείς τις ηδονές αυτής της ζωής, δεν γίνεται να τα έχεις όλα. Γιατί αν και ο Χριστός δεν το είχε θέσει ακριβώς έτσι, υπάρχουν ωστόσο μερικές +ΕΥΛΟΓΗCON+ εκφράσεις του Ευαγγελίου, που πάνε σε αυτήν την κατεύθυνση, όπως "Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ" (Ματθ. 6,24), που μας έδωσε και την (οΘντκ) +ΧΡΙCTIANOCΛΑΝΓΚ+ έκφραση "υπηρέτης δύο αφεντάδων". (Και βεβαίως όλη η "Επί του Όρους Ομιλία" και η ιουδαιοχριστιανική λογική ότι ο Θεός (για να το επικαιροποιήσουμε λίγο) θα εξυψώσει τους άκυρους για να ακυρώσει τους φέϊμους και τα ρέστα παγωτά). Από την άλλη το Ευαγγέλιο λέει σε άλλη συνάφεια και το "ταῦτα ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι" (Ματθ. 3,28), οπότε ένα παραθυράκι όσο να πεις το αφήνει.

Υπάρχουν, λοιπόν, πολλές εκφράσεις που σημαίνουν το ίδιο τις οποίες αναπτύσσει ο Νίκος Σαραντάκος εδώ με εύφημο μνεία στο σλανγκρ. Λ.χ. και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ, δεν χωράνε δύο καρπούζια σε μία μασχάλη, πατάει σε δύο βάρκες, θέλει την πίτα αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, είναι και με τον Χριστό και με τον διάολο, το έχει δίπορτο, παίζει σε διπλό ταμπλό, και στον κλέφτη ψωμί, και στον χωροφύλακα χαμπέρι, δες στο άρθρο του Σαραντάκου για ανάλυσή τους.

Τα παραδείγματα που βλέπω στο γούγλη δεν έχουν να κάνουν τόσο με το προαιώνιο θεματάκι των Χριστιανών, είτε χριστιανοταλιμπάν είτε νεορθοδόξων είτε θεοφιλελέδων για το πώς θα κατορθώσουν να συνδυάσουν την επίτευξη του παραδείσου με μια πλούσια σεξουαλική ζωή, όσο με επικαιροποιήσεις, όπως λ.χ. το πώς θα μπορέσει μια χώρα να είναι και μέσα στο Ευρώ, αλλά και να είναι εθνικώς ανεξάρτητη και υπερήφανη, πώς μπορεί να είναι κανείς σήμερα με επιτυχία ναιμεναλλάς ισαποστασάκιας Κουβέλης (ή αυτοαναφορικώς σλανγκουβέλης), πώς να κάνεις χιπστερική σύμπτωση αντιθέτων (coincidentia oppositorum που λένε και στο χωριό μου) χωρίς να τρως κράξιμο, και γενικότερα πώς να κάνεις ποστιλάτα μιξ, ντεκαφεϊνέ, mash up, mesh, blends και δεν συμμαζεύεται χωρίς να χάσεις ούτε την ψυχή ούτε την ψωλή σου.

  1. -Αυτό που η κυβέρνηση έχει, υποτίθεται, κηρύξει πόλεμο στη διαπλοκή και βάζει τους καναλάρχες να πληρώσουν για πρώτη φορά αλλά κάθε μέρα παρελαύνουν πέντε έξι υπουργοί απ' τα κανάλια της διαπλοκής και χαριεντίζονται με τους "ανεξάρτητους" παρουσιαστές, πως ακριβώς λέγεται;
    -Και την πούτσα στο μουνί και την ψυχή στον παράδεισο λέγεται. (Από σόσιαλ μήδεια).
  2. Πώς θα σας φαινόταν ένα εστιατόριο που σερβίρει για ορεκτικό χαβιάρι beluga με σαμπάνια Moët και για κυρίως, λάστιχο μπριζόλα με συφοριασμένη χύμα ρετσίνα; Ένα μπαρ όπου ο dj βάζει το «Λιώμα σε γκρεμό» του Παντελίδη και καπάκι την 9η του Μπετόβεν; Μια Aston Martin με φιμέ τζάμια, αεροτομή και φλόγα του κάγκουρα ζωγραφισμένη στο καπό; Σ' εμένα, πάντως, όλα τα παραπάνω θα φαίνονταν οξύμωρα. Θα βιντεοσκοπούσα την καγκουρο-Aston Martin και θα την έβγαζα στο youtube να γελάσουμε όλοι μαζί. [...] Κάτι τέτοια σκέφτομαι όταν βλέπω τον νέο, μορφωμένο, φέρελπι δημοσιογράφο-παρουσιαστή (σ.ς.: Κωνσταντίνος Μπογδάνος), που γράφει ποιήματα και φοράει κοστούμι με σταράκια και κονκάρδα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου. Που έχει καλέσει στην εκπομπή του πολιτικούς, συγγραφείς, καλλιτέχνες και αξιοσέβαστους καθηγητάδες, που έχει καλέσει και τον βασιλιά του χρυσού σκυλάδικου αιώνα, τον αρχηγό του πιο φαιδρού κόμματος που βάλαμε ποτέ στην ελληνική βουλή, όπως κι έναν τύπο ο οποίος φημολογείται ότι κατούρησε στο στούντιο. [...] Τι θέλει να μας πει ο δημοσιογράφος-ποιητής; Ό,τι μας λέει κι ο «τα πάντα Όλα» Θέμος; [...] Φέρελπι νέε, μια θρακιώτικη παροιμία λέει: «κι η πούτσα στο μουνί κι η ψυχή στον παράδεισο δεν γίνεται». (Εδώ).
  3. EN ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ, ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΓΚΟΝ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΦΕΛΛΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ (Απάντηση στο ως άνω άρθρο στο Τουίτερ).
  4. Η παροιμια λεει 'και την πουτσα στο μουνι και την ψυχη στον παραδεισο δε γινεται' αλλα ποιος Λουξεμβουργιος να τη ξερει.. (Σεραφείμ Σίλας έφα).
  5. Δημάρ: «Η Σύνοδος Κορυφής, με κύριο αντικείμενο τον προϋπολογισμό της Ε.Ε, έληξε με θετικό πρόσημο για την Ελλάδα, αλλά αρνητικό για την πορεία της Ένωσης».
    -Σχόλιο: αρε ρε δημαρ πως τα καταφερνεις ''και την πουτσα στο μουνι και η ψυχη στον παραδεισο'(Από Σόσιαλ Μήδια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη μας έρχεται από τα αγγλικάνικα. Πρόκειται για μια σεξουαλική πρακτική κατά την οποία βάζεις κατά το δυνατόν όλη τη σφιγμένη παλάμη του χεριού σου μέσα στο αιδοίο ή τον πρωκτό του/της συντρόφου, όχι δηλαδή απλώς ένα δάχτυλο, και μάλιστα είτε σε σχήμα γροθιάς, ή τέσπα κάπως ίσιο. Μια μορφή φίστινγκ ας πούμε είναι όταν κάνεις τα δάχτυλά σου σαν κεφάλι πάπιας.

Μέρα όμορφη, τις πάπιες ταίσαμε

Όπως μαθαίνουμε στις Λοξές Σπουδές εδώ, το φίστινγκ είναι η μοναδική σεξουαλική πρακτική που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα, αλλά η ανθρωπότητα τη χρωστάει στην εφευρετικότητα του 20ου αιώνα! Ούτε στην Πομπηία, ούτε στο Κάμα Σούτρα, ούτε στον Μαρκήσιο Ντε Σαντ δεν θα βρείτε φίστινγκ, από ό,τι μας λένε. Διατηρώ κάποιες επιφυλάξεις, καθώς όταν οι κουτόφραγκοι δέχονταν την ιεραποστολή του καθολικού κλήρου, εμείς οι Ρωμηοί είχαμε ήδη τη λέξη φουκτοκωλοτρυπάτος τουλάχιστον από τον 10ο αιώνα, πράγμα που σημαίνει ότι η επίνοια έστω του φίστινγκ ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς μια χιλιετία πριν γίνει κουλ από τους γκέουλες του Σαν Φρανσίσκο.

Στη νεωτερικότητα, πάντως, όπως μαθαίνουμε από τη Βικούλα, εφευρέθηκε ή ανακαλύφθηκε, όπως προτιμάει κανείς, πρώτα από την γκέι κοινότητα και μετά μεταφέρθηκε και στις γυναίκες, σύμφωνα με την αρχή ότι αν η τέχνη αντιγράφει τη φύση, εβέντσουαλι η φύση θα αντιγράψει την τέχνη, όπως αντιστοίχως πλέον οι γυναίκες αντιγράφουν τους γκέι και όχι το αντίστροφο. Στα εβδομήνταζ υπήρχαν κλαμπζ στο Σαν Φρανσίσκο με "ειδικότητα" στο φίστινγκ, όπως το Catacombs κ.ά. Το φίστινγκ υποχώρησε για λίγο λόγω της σύνδεσής του με τον ιό του AIDS στα ογδόνταζ και ξανά προς τη δόξα τραβά στις ημέρες μας διαδιδόμενο μέσα από την κουλτούρα της τσόντας...

...ενίοτε και της μπάλας

...οπότε δίνονται και οι ανάλογες συμβουλές του κώλου:

Για παράδειγμα, μπορεί να νιώσουμε δυσφορία ή πόνους στο στομάχι αν είμαστε δυσκοίλιοι, αν μας πηδάνε (ή μας κάνουν φίστινγκ). Επίσης, καμία φορά λίγο μετά αφού φάμε μπορεί να θελήσουμε να ενεργηθούμε. (Δέκα τοις εκατό).

Κι επειδή εδώ μας ενδιαφέρουν κυρίως τα γλωσσικά σημεία και λιγότερο τα αντικείμενα αναφοράς, ένα χαρακτηριστικό του φίστινγκ είναι ότι μπορούν να το κάνουν όλοι σε όλους από φύλα λ.χ.

-με τη γυναίκα μου μου το κανουμε χρονια. Η σειρα εχει ως εξης. Πρωτα στραπο μετα φιστινγκ και υστερα (οχι και τοσο ευκολα) η πατουσα μεχρι τη φτερνα. Απλα τελειο.
- το σωστο footjob ειναι αυτο που η γυναικα χωνει το μεγαλο δαχτυλο του ποδιου της στην τρυπα του αντρα. Ολα τα αλλα ειναι ημιμετρα. Δοκιμαστε το για να καταλαβετε τι θα πει υπερτατη ηδονη (Από το greekfoot)

και είναι και πολύ άγριο, άργκιουαμπλι πιο σκληρό από πρωκτογάμευσιν, οπότε είναι ό,τι πρέπει για μεταφορές, όπου κάποιος ή κάποια μας γαμάει την ψυχολογία, μας στραπονιάζει ψυχοπνευματικά (χωρίς να αποκλείεται και κυριολεκτικά), μας κάνει ακραίο μπούλινγκ, μας βιάζει συναισθηματικά (χωρίς όλα αυτά να έχουν οπωσδήποτε όλες τις συνδηλώσεις που έχει το κωλομπάρεμα), βλ.

  1. Συναισθηματικό φίστινγκ. (Εδώ).
  2. Ενδεχομένως για τη Γερμανία ένα δάχτυλο να είναι πολύ λίγο και μπορεί στην πραγματικότητα αυτό που της αξίζει να είναι ένα ξεγυρισμένο φίστινγκ αλλά, επειδή μπορεί να το έχετε ξεχάσει, σας θυμίζω πως ο άνθρωπος που έκανε όλα τα παραπάνω δεν είναι παρουσιαστής κάποιας χιουμοριστικής εκπομπής αλλά Υπουργός Οικονομικών. (Εδώ).

Γενικά χρησιμεύει ως μια μεταφορά για μεταφορικό γαμήσι και πρόστιμο, τσο και λο κ.τ.ό.

Την οργή για το πολιτικό σύστημα να την βάλετε υπόθετο στον κώλο σας μαζί με φιστινγκ από δύο χέρια. (Πολιτικός σχολιασμός από σόσιαλ μήδεια).

Με την ένταξη της λέξης στη ζωή μας βέβαια δεν λείπουν οι παρεξηγήσεις:

-Θα φας φιστινγκ;
- ΦΙΣΤΙΚΣ ΡΕ ΓΙΑΓΙΑΑ, ΦΙΣΤΙΚΣ! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενέργεια, κατάσταση, εργασία, φάση με μεγάλο ρίσκο, υψηλού κινδύνου.

Περάσαμε τον Καβοντόρο με εφτάρι σ' αυτό εδώ το καρυδότσουφλο! Σκέτο σμερνοτσίμπουκο!

Δεν ξαναμπαίνω στ' αμάξι του! Ούτε γράμμα δεν στέλνω! Ρε αυτός είναι δημόσιος κίνδυνος! Δε χαμπαριάζει, τον δίνει πίπα σε σμέρνα!

Επίσης αναφέρεται σε πεολειχία με υπερβολική χρήση οδόντων.

Μού'κανε ένα σμερνοτσίμπουκο η "έτσι", μιλάμε μου τον έγδαρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκασίστ από ψωλάρπαγας.

Η ασχολουμένη με την συλλογήν πεών. Η πεοσυλλέκτρια.

Συνώνυμο πουτσομαζώχτρα. Κατά το Παπαδιαμάντειο "Ἡ Σταχομαζώχτρα"

Ἡ ψωλομαζώχτρα

Τὸν Ἰούλιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Μύκονον. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τά πέη τῶν γυμνιστῶν, ἀδιαφορούσα διά τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ π᾽τάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ π᾽τάνες!»

Ας με συγχωρήσουν όσοι, όπως κι εγώ άλλωστε, αγαπούν τον κοσμοκαλόγερο των ελληνικών γραμμάτων, για το "πείραγμα" της θαυμάσιας γραφής του. Αν και τύποις "ασεβές", δεν θέλει με κανένα τρόπο να μειώσει την αξία του κειμένου ή του συγγραφέα. Απεναντίας μάλιστα κρύβει απέραντη αγάπη και θαυμασμό για το συγγραφέα και το έργο του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα -συνήθως-, η οποία δράττεται πάσης ευκαιρίας που της δίνεται για συνεύρεση, ανεξαρτήτως ηλικίας, κατάστασης, φυλής του υποκειμένου. Υποδηλώνει γυναίκα Ποππαία, έχουσα στο μυαλό της μόνον αυτή την ενέργεια και εντελώς αφιλοκερδώς, μόνον για ευχαρίστηση.

Μπορεί να συναντηθεί και σε αρχαϊζουσα μορφή: ψωλάρπαξ, η (ουσ., θηλ.). Κλίνεται κατά το ἅρπαξ.

-Αυτή η Κ. ρε φίλε, πολύ ψωλάρπαγας είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σαλούβαρδος / σαλουβάρδα / σαχλιαμπάκος

Ονομασία του εικονιζόμενου ψαριού με την επιστημονική ονομασία Phycis Phycis, που ζει στις περισσότερες ελληνικές θάλασσες και αναγνωρίζεται με πολλά ονόματα, ανάλογα με την περιοχή, όπως σαραβάνος, ποντικός, ποντίκι, ποντικόψαρο, σκορδαλός, μιχάλης με πιο συνηθισμένο το σαλούβαρδος. Το σαχλιαμπάκος δεν τό'χω ακούσει πουθενά αλλού, εκτός από την Κύθνο. Αν υπάρχουν κι άλλες ονομασίες ή τυχόν διορθώσεις, ευπρόσδεκτες.

ΣΑΛΟΥΒΑΡΔΟΣ

Είναι ψάρι χαμηλού κόστους, αλλά κατά τη γνώμη μου ιδανική συνοδεία της σκορπίνας (μαζί με λύχνους, δράκαινες, χειλούδες και ό,τι άλλο πετρόψαρο υπάρχει διαθέσιμο) για νόστιμες κακαβιές! Έχει άσπρο, τρυφερό και αρκετά νόστιμο κρέας, αλλά, εξ αιτίας της κακομούτσουνης εμφάνισής του, δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ευρύ κοινό, εξ ου και η χαμηλή τιμή. Η εμφάνισή του είναι η αιτία και άλλων χρήσεων του ονόματός του στη ντοπιολαλιά της Κύθνου. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος και της παρουσίας του στο παρόν λήμμα.

Έτσι μια γυναίκα με άσκημη κορμοστασιά ή κακομούτσουνη τη λένε σαλουβάρδα.

-Τά 'μαθες Πελέγρα*; Ο Νικολός θα πάρει τη Μαρία. -Αυτή τη σαλουβάρδα; Κρίμας ταύτονε!

*Πελέγρα: γυνακείο όνομα, αρκετά συνηθισμένο στην Κύθνο. Ταυτίζεται με το Πελαγία. Ετυμολογικά προέρχεται από το Ιταλικό pellegrino:προσκυνητής (τα χρόνια της Ενετοκρατίας [13ος-16ος αιώνας] οι προσκυνητές, των αγίων τόπων συνήθως, ερχόταν από το πέλαγος).

Άλλη χρήση του,από τους ψαράδες συνήθως (λόγω του σχήματός του) υπονοεί το πέος.

(Από τα χρόνια του μεσοπολέμου) Νέος ψαράς,με πέντε αδερφές που πρέπει να παντρέψει (κλασσική ιστορία) παραπονιέται στον πατέρα του, γιατί δέν τον έκανε κι αυτόν κορίτσι. Η απάντηση του πατέρα: "Άμα ήσουνε κορίτσι θά 'τρωες ένα σαλούβαρδο να!" φέρνοντας τη παλάμη του ενός χεριού στο ύψος του αγκώνα του άλλου.

Τέλος το όνομα σαχλιαμπάκος, που χρησιμοποιείται (όπως πιστεύω) αποκλειστικά στην Κύθνο και επιτείνει την άσκημη εικόνα που έχει ο κόσμος για το καημένο το ψάρι, χρησιμοποιήθηκε τις δεκαετίες του ΄70 και του '80, από τους ανθρώπους του λιμανιού κυρίως, για να χαρακτηρίσει (υποτιμητικά) τους "αδέσποτους" τουρίστες με τα σακκίδια, που έφταναν στο νησί και δεν φημίζονταν για την επιμελημένη εμφάνιση και την καθαριότητά τους.

Διάλογος μεταξύ "καμακιών" της εποχής:

-Έφερε πράμα το βαπόρι σήμερα; -Ψιλοπράματα! Ένα τρία-μηδέν* και πεντέξι σαχλιαμπάκους!

*τρία-μηδέν: τρεις τουρίστριες μόνες τους (αυτές, πάντα ευπρόσδεκτες!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατατροπώνω, επιβάλλομαι σε κάποιον κατα κράτος, τον ξεφτιλίζω, τον διασύρω. Σε καπασίγμα, πανηγυρική και αυτάρεσκη ατάκα, που προφανώς προϋποθέτει κάποιου είδους ανταγωνιστικά συμφραζόμενα. Κυκλοφορεί όμως και στο παθητικό: γίνομαι τσόντα.

Δεν με καταλαβες για τον κοκκινο δρακο. Ειμαι αρκετα ποιο μακρια απο αυτο το σημειο. Απλα την ωρα που πηγαινα στην πεταλουδιτσα (επι ευκαιρια την εκανα τσοντα πραγματι σε 2 δοσεις και το club +5 μου) ο κοκκινος δρακος πλεον ΔΕΝ μενει σταθερος ποτε.

(από συζήτηση αρπιτζάδων, εδώ)


Με πουτανα αντιπαλος παιζω πολυτελειας
οι ριμες σου ειναι ο ορισμος της μαλακιας
η πουτσα μου κ αν στραβωσε εχω ακομα στυση
και ετοιμασου σκαει ο Παναγιο να σε γαμησει

Σε εχω κανει τσοντα μονος μου μικρε στα ταγκ
που ησουνα τοσο καιρο μηπως στο 9gag
εγω δεν ειμαι μαγκας μονο πισω απ το πισι μου
σου το χω ξαναπει δεν ξερω μην μπλεκεις μαζι μου

(χιπχοπάς, εδώ)


παρατα τα κατεβασματα και τρεχε με τσιτωμενο αμαξι........θα μας κανεις τσοντα

(αυτοκινητάκιας, εδώ)

Στην κυριολεξία, απ' την άλλη, σημαίνει βέβαια γαμάω κάποιον βρόμικα, σκληρά, χυδαία, πιο πρόστυχα πεθαίνεις, όπως έχουν μάθει τ' αγοράκια απ' τις τσόντες δηλαδή (για τα κοριτσάκια δέ λέμε, γιατί διαβάζουν και μπαμπάδες). Τυπικό κοκόρεμα γαμιάδων.

- Τί λέει αγόραρε;
- Χθεσινός ειμαι ρε μαλάκα.
- Ότι;
- Έπαιξε Φιφή χθές ρε.
- Οοοότι;...
- Ε έσερν' η κοπέλα, ήρθ' απ' το σπίτι, την έκανα τσόντα πάλι· μέχρι να ξαλαφιάσει, να φύγει ο τρόμος, να σταθεί παλι στα πόδια της χωρίς μετασεισμούς, να κάνει και αφρόλουτρο να φύγουνε τα χρώματα να ξεμπουκώσουν πάλ' οι πόροι να ξεμπλέξει και μαλλί απ' τα ζελέ και τα λοιπά, έ, ξημερώσαμε... τί θες να μάθεις δηλαδή;
- Τον ωροσκόπο της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified