Selected tags

Further tags

Διαφημιστικό σλόγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του '70 - στην πλήρη μορφή του ήταν «για πλύσιμο στο χέρι, η θεία Όλγα ξέρει».

Η θεία Όλγα ήταν μια ώριμη κυρία, εκεί στα 55-60, που περιφερόταν αποφασιστικά σ'έναν αγρό και μετέφερε την πείρα της σε καμμιά πενηνταριά νέες νοικοκυρές που είχαν βάλει μπουγάδα στο χέρι εκεί, έτσι σ' ένα υπαίθριο. «Θεία Όλγα» ήταν ακριβώς και το όνομα του απορρυπαντικού που χρησιμοποιούσαν (είχε και λαμπρυντικούς κόκκους). Δεν θα ήταν παράτολμο να πούμε ότι η διαφήμιση απεδείχθη απείρως πιο επιτυχημένη από το απορρυπαντικό - αν και, βέβαια, είναι λίγο οξύμωρο αυτό. Τέσπα, δείτε το βίντεο.

Το σλόγκαν έχει ψιλοεπιβιώσει - στο slang.gr έχει ήδη αναφερθεί εν παρόδω τουλάχιστον δυο φορές στα λήμματα ακριβώς, γιαγιά Ευτυχία... και μα ποιος είσαι, η ΔΟΜΗ;. Χρησιμοποιείται που και που ως ατάκα για να καθησυχάσουμε το συνομιλητή μας ότι η δουλειά του θα γίνει αν τ'αφήσει το θέμα επάνω μας αλλά καλύτερα να μην ρωτάει και πολλές λεπτομέρειες.

Το όνομα της ηθοποιού που υποδυόταν τη θεία Όλγα δεν παραδίδεται. Ξέρουμε, όμως, σε ποιόν ανήκει η πατρότητα του σλόγκαν αυτού όπως και του άλλου αξέχαστου «θαύμα φαγητό θα γίνει, με Φυτίνη, με Φυτίνη». Είναι ο Μίμης Ραβάνης-Ρεντής (1925-1996), πολυγραφότατος συγγραφέας θεατρικών έργων, αστυνομικών μυθιστορημάτων και παιδικών βιβλίων, και από τους βασικούς συντελεστές της κλασικής ραδιοφωνικής σαπουνόπερας «Το Σπίτι των Ανέμων». Α, ναι, και δημοσιογράφος του Ριζοσπάστη, υπεύθυνος πολιτισμού της ΕΠΟΝ και ο στιχουργός των τραγουδιών «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους» και 'Ο Μπελογιάνης ζει«. Η θεία Όλγα του προέκυψε γιατί επί χούντας δούλεψε στη διαφήμιση επειδή δεν μπορούσε να δουλέψει αλλού. Απίστευτος τύπος, κυρίως διότι παρά τα όσα έκανε κατάφερε να παραμείνει κατά βάση ανώνυμος.

«Η θεία Όλγα ξέρει» ήταν και ο τίτλος επεισοδίου του 1990 από την τηλεοπτική σειρά »Οι Τρεις Χάριτες« - με Άννα Παναγιωτοπούλου στο ρόλο της Όλγας Χαρίτου.

Aσταδγιάλα, retromaniax.gr καταντήσαμε δω μέσα.

- Άσε, ρε μαλάκα ... δε σε πιστεύω ... δηλαδή, τι θα της πεις της Ευλαμπίας και θα την ψήσεις νάρθει ... - Άστο, αγόρι μου ... άστο πάνω μου ... η θεία Όλγα ξέρει ... εσύ πλύνε το πουλί σου - ξες, έτσι καλά ... με κάτι που νάχει και λαμπρυντικούς κόκκους ... έτσι, για ν' αστράφτει - και για τ'άλλα μη σε νοιάζει ... σου λέω, η θεία Όλγα ξέρει ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, το δίχως άλλο, το πράμα δεν σηκώνει αντίρρηση (όρος σχηματισμένος κατά τα αρχαϊκά επιρρήματα εις -ί, πβ. αποινί, ασκαρδαμυκτί κ.λπ.).

— Θα έρθεις απόψε να τα πιούμε;
— Αβλεπί!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται προ επιθέτου με μειωτική σημασία σε φράσεις τύπου «καλά, καλός μαλάκας/σκιντζής/κτλ είναι κι αυτός», για να δείξει ότι ο ομιλητής γνώριζε εκ των προτέρων ότι το πρόσωπο έχει την αποδιδόμενη ιδιότητα, και ότι την έχει αποδεδειγμένα και σε μεγάλο βαθμό.

Το καλός δεν έχει την κυριολεκτική του έννοια, καθώς δεν θαυμάζουμε τη μαλακοσύνη ή την σκιντζότητα του υποκειμένου, ούτε κάποια μεταφορική, αλλά μάλλον εμμέσως τη λέμε στον άλλον ότι θά 'πρεπε να τον είχε πάρει χαμπάρι πιο πριν. Ή πριν πιω... μπερδεύτηκα.

Ένιγουέη, όταν χρησιμοποιείται στο πρώτο πρόσωπο, στο στυλ «καλός μαλάκας / καραγκιόζης είμαι κι εγώ», παίρνει μια περίεργη χροιά τύπου «μου τά 'λεγα» και στο δεύτερο πρόσωπο κάτι σαν ήπιο «σ' τά λεγα».

  1. - Πήγα στον Σκορδομπούτσογλου τον οδοντίατρο για εξαγωγή και μου έβγαλε τρία-τέσσερα δόντια μέχρι να βρει το σωστό...
    - Εμ, καλός σκιντζής είναι κι αυτός, δι' αλληλογραφίας από Βουλγαρία το πήρε το πτυχίο.
    - Τώρα μας τα λες ρε μαλάκα;

  2. Καλό ρεντίκολο είσαι και συ ρε πστ μου... Ήπιες χτες τον κώλο σου σου πάλι και άρχισες τα δικά σου. Αφού σε χαλάει, γιατί το πίνεις;

  3. Μου ζήτησε δανεικά δύο τούβλα πέρσι ο Ψωλοπέογλου κι ακόμα να τα γυρίσει. Αλλά καλό θύμα είμαι και γω που του τά 'δωσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

... όπου εδώ, χμ, δεν είναι η γενική πληθυντικού της λέξης ποτό, είναι ένα θαρραλέο γλωσσικό άλμα κατά το οποίο κλίνεται το αδιαμφισβήτητα άκλιτο ως επίρρημα ποτέ. Αυτό γίνεται για να τονιστεί όσο δεν πάει άλλο το απίθανο και το αδύνατο της υπόθεσης για την οποία μιλάμε. Πρόκειται λοιπόν για κάτι που δεν θα συμβεί ποτέ μα ποτέ, στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Υποθέτω μπορεί να μεταφραστεί και στα αγγλικά ως never of the drinks.

- Xα! τώρα με την οικονομική κρίση θα χορέψει καλά ο Κ.
- Τελέρε, αυτός;! Μη χαίρεσαι! Δεν υπάρχει περίπτωση! Που κραχ να γίνει, αυτός δεν θα μείνει στον δρόμο ποτέ των ποτών, είσαι καλά;

Δες και στο τσακ του τσακός, ποτέ μην πεις ποτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην πραγματικότητα είναι το όνομα μελλοντολόγου που δουλεύει σε τοπικό κανάλι της Πελοποννήσου. Γενικότερα χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που είναι σίγουρος για το τι θα γίνει, σαν να είναι μέντιουμ.

- Θα γράψω 14,500 και θα περάσω στην Κομοτηνή. Σπίτι θα βρω απέναντι από την κεντρική πλατεία στάνταρ.
- Σιγά ρε χορταρέα... Μην είσαι τόσο σίγουρος για όλα.

(από Hank, 09/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός του εννοείται ως μονολεκτική κουλ απάντηση με δόση πρόζας, σαρκασμού, ειδικά σε ερωτήσεις που περικλείουν την απάντησή τους, η οποία είναι πρόδηλη τόσο για τον ερωτώντα, όσο και για τον ερωτηθέντα.

Η σωστή εκφορά προϋποθέτει μια μουσικότητα (hέ-ννείοται) και συνοδό μειδίαμα αυτοπεποίθησης (λίγες πρόβες στον καθρέφτη αρκούν).

Έξτρα βαθμοί και σπέκια όταν για απάντηση δύναται να χρησιμοποιηθεί το χρονικό επίρρημα «ενίοτε». Τώρα θα μου πεις: μαγκιά είν' αυτό; Εννείοται...

  1. — Καλά, Παρασκευή βράδυ απόψε, πάλι στο σλανγκργκρ θα λιώσεις;
    — Χα! Εννείοται...

  2. — Ώπα, τί έμαθα παιχταρά μου; Πηδάμε τη Λίλιαν;
    Εννείοται...
    Άτσααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα. Σημαίνει «σίγουρα». (Για ειρωνική χρήση βλ. εδώ) Συνώνυμο: γκαραντί.

Χρησιμοποιείται πολύ στο στρατό. Όχι για κάποιον ειδικό λόγο, απλώς γιατί στο στρατό κυκλοφορούν μονίμως τόσες φήμες ώστε είναι πάντοτε ανάγκη να τις επιβεβαιώνεις όσο μπορείς. Πέραν αυτού, χρησιμοποιείται και στην κοινωνία.

Προέρχεται μάλλον από όρο των αλογομούρηδων και λοιπών στοιχηματζήδων.

  1. - Τελικά Δευτέρα βγαίνουν οι μεταθέσεις;
    - Όχι ρε, ποια Δευτέρα; Από βδομάδα και αν.
    - Στάνταρ;
    - Ε τώρα, τι στάνταρ... Έτσι λένε.

  2. - Τριημεράκι τι θα κάνεις;
    - Μα θα παίξει τελικά τριήμερο;
    - Ναι ρε, στάνταρ!
    - Ξέρω 'γώ, άμα παίξει τελικά θα δω.
    - Καλά, είσαι χαζός; Δευτέρα είναι του Αγίου Πνεύματος, πού ακούστηκε να μας τη φάνε;

(από rigo21, 24/05/09)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δηλώνει ότι κάτι είναι προφανές, πασίδηλο, εμφατικό. Κάτι που δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, κάτι που ακόμη και οι τυφλοί το βλέπουν.

Επίσης, σημαίνει ότι κάποιος πετάει σπίθες, κάνει εκπληκτικά πράγματα, κυριολεκτικά αγγέλους και παπάδες.

- Καλά, πάλι κατάπιε το στραγάλι ο αρχιδόπουστας; Το μπέναλ έβγαζε μάτια!

- Μιραλάς με Πάντελιτς στην επίθεση του Θρύλου, βγάζουν μάτια στα τελευταία ματς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του χαλαρά του οποίου μάλιστα συνήθως έπεται στον λόγο ή, σπανιότερα, προηγείται. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι απολύτως σίγουρο, εξασφαλισμένο και θα γίνει (ή έγινε) γλυκά-γλυκά, χωρίς καμμία απολύτως προσπάθεια ή κούραση.

Σε ό,τι αφορά την προέλευση, η προφανής αναφορά είναι στο σβήσιμο της μηχανής του αυτοκινήτου στην κατηφόρα, όπου το τουτού τσουλάει όμορφα, άκοπα και αθόρυβα.

Μια άλλη εκδοχή, πιο αμφίβολη αλλά και πιο ψαγμένη, παραπέμπει στην υψηλή τέχνη της ανδρικής κομμωτικής. Ο όρος σβηστά εδώ αναφέρεται στα μαλλιά πίσω στο σβέρκο και εννοεί ότι ο κουρέας δεν αφήνει ευθεία, μονοκόμματη γραμμή στο ύψος του γιακά, συνήθως με τη μηχανή, αλλά δουλεύει τσίκι-τσίκι το ψαλίδι ώστε το μάκρος εκεί να βαίνει βαθμιαία μειούμενο και η γραμμή να σβήνει αχνά - στα αγγλικά to taper off. Αυτό το στιλ συμβατικά θεωρείται πιο απαλό, πιο άνετο, λιγότερο απότομο και αυστηρό.

Τη χρήση της λέξης έτσι την έχω ακούσει μόνο από Σαλονικιούς, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει απαραίτητα και κάτι. Είναι δε χρήση απολύτως τρέχουσα.

  1. - Τι έγινε, πρώτε; Το πηδοπόρευσες το Μαράκι, τελικά;
    - Χαλαρά, μεγάλε, σβηστά... Έπεσε τηλέφωνο με το που ήρθε από Βρυξέλα και η δουλειά μας έγινε γουίθ δη ουάν...

  2. - Ρε συ, θα τα πάρουμε τα λεφτά; Αυτός χρωστάει σε όποιον μιλάει Ελληνικά...
    - Ναι ρε, βέβαια, σβηστά, άστο που σου λέω... χαλαρά θα τα δώσει... εμένα μ' έχει ανάγκη ο καριόλης και θα πέσει...

(από johnblack, 14/01/10)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ανδρέας Παπανδρέου το έλεγε με έναν πολύ ιδιαίτερο επιτονισμό, που τον απαθανάτισαν ο Χάρρυ Κλυνν κι ο Γιώργος Μητσικώστας. Έκτοτε, το «πράγματι» είναι ένα επίρρημα που σλανγκίζεται εύκολα σε παρέες, με την ως άνω παπανδρεϊκή προφορά, για να εκφράσει συμφωνία, συναίνεση σε μια παρατήρηση, συγκατάνευση έστω και με μισή καρδιά, αλλά και να καλύψει τον νεκρό χρόνο μεταξύ σημαντικότερων σλανγκισμών. Νομίζω ότι καταλαβαίνετε όλοι για ποιο πράγμα μιλάω...

- Πάντως, το λήμμα σου δεν είναι και πολύ σλανγκ. Μεταξύ μας τό 'λεγε κι ο παππούς μου όταν έκανε καμάκι στην συχωρεμένη την γιαγιά.
- Πράγματι! Άκου τότε το άλλο το καλύτερο: ...

όχι ακριβώς το ίδιο πράγματι, αλλά από το 4.30 κ μετά παίζουν κάμποσα:) (από jesus, 19/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified