Further tags

Χαρακτηρισμός που πηγάζει από την επαρχία και χρησιμοποιείται για κάποιον που είναι κουτσομπόλης, σχολιάζει δηλαδή την συμπεριφορά των άλλων, συχνά με αρνητικό τρόπο. Σε πολλές περιοχές και Κουσέλας, καθώς και το ρήμα κουσελιάζω.

- Πωπω! Δεν θα πιστέψεις τι έμαθα για την Μαρία πριν λίγο!
- Τι;
- Θα σου πω μετά! Πρέπει να το πω στο Γιάννη και την Δέσποινα αμέσως!!!
- Πφφφφφ... Ποτέ δεν θα σταματήσεις να είσαι τόσο κουσελιάρης...

(από Saturnine, 26/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το πατώ+ίκι και κυριολεκτικά σημαίνει γυναικεία παντόφλα.

Στα πελοποννησιακά όμως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη πολυκοσμία σε έναν χώρο, συνώνυμο του «δεν πέφτει καρφίτσα».

- Τι λέει πάνω ρε μάγκες; Έχει κόσμο το Faces;
- Άστα, πατίκι.
- Μπω μπωω, και έλεγα να πάω για κανά χαλαρό ποτό να χαζεψω κανά μωρο ρε γαμώτο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντίστοιχο του «Μάνα μου». Χρησιμοποιείται από μικρούς και μεγάλους και πιθανολογείται ότι η καταγωγή είναι από την Μυτιλήνη.

  1. Στρίψε σε αυτή τη στροφή μανάκα μου...

  2. Να σου μαγειρέψω κάτι μανάκα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρός, λεπτός, σχεδόν ανεπαίσθητος, αλλά εκνευριστικός και ανησυχητικός θόρυβος, καθότι συχνά φέρνει κακά μαντάτα.

Ναι μεν το ρήμα τσαχαλίζω θα έπρεπε να μπει ως λήμμα, αλλά δεν συναντάται πουθενά σχεδόν, οπότε προτίμησα να βάλω το τσαχάλισμα per se.

Προφ η λέξη προέρχεται από το τσάχαλο, βλ. και εδώ. Κι αυτό γιατί τα μικρά αυτά σκουπιδάκια αντιστοιχούν σε τέτοιου είδους θόρυβο.

Τσαχάλισμα είναι μξ άλλων και αυτό που λέμε «φύσημα», επίσης το κοινό χράτσα-χρούτσα, τσίκι-τσίκι κλπ... Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαινόμενα που αφορούν κάτι τεχνολογικό, αλλά γενικά σημαίνει και τον θόρυβο που προκύπτει από το ψαχούλεμα, το άνοιγμα ενός πακέτου / μιας σακούλας κλπ (βλ. παρ. 3).

Δεν ξέρω αν είναι πανελλήνια η λέξη, πάντως λέγεται αβέρτα στην Κρήτη.

  1. Αυτο δεν ειναι προβλημα των ηχειων!!! Το παθαινουν και τα δικα μου οταν αναβω τον κρυφο φωτισμο(10 λαμπες φθοριου 1.20m)...! Ο λογος που κανουν θορυβο οταν δεν δουλευουν ειναι γιατι ο φιλος σου μαλλον κλεινει την πηγη και αφηνει τα ηχεια ανοιχτα...!(ακουγετε ενα τσαχαλισμα...)

  2. Δυναμό, ήχοι, αποτελέσματα. CRDI 2000ccm. Ακουγα λοιπόν ενα μικρό τσαχάλισμα στις πλαινές τροχαλίες στο ρελαντί στην αρχή, το οποίο όταν γκάζωνες σταματούσε. Αυτο συνεχιζόταν για ~6000χλμ. Η αντιπροσωπεία στο Ηράκλειο μου έλεγε οτι μπορεί να περάσει και απο μόνο του. Μετα το τσαχάλισμα έγινε συνεχές και σιγανοτερο, αλλα ακουγόταν, δεν ενοχλήθηκα.... Σε ενα ταξιδι λοιπόν, ακουστηκε το κλάκ.

  3. Να'τανε Κυριακή απόγευμα. Ύστερα από μεσημεριανό ύπνο. Η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ να ξεχειλίζει σε κάθε τσαχάλισμα καθώς ανοίγει το χάρτινο πακέτο «Δανδάλη». Να μαζευτούμε οι γυναίκες του σπιτιού, να μασουλήσουμε σισαμωτά λαδοκούλουρα και ανεβατά καλιτσούνια, να συζητήσουμε το πάντα επίκαιρο πρόβλημα της γειτόνισσας με τον «αχαΐρευτο» γιο της και να προγραμματίσουμε τί θα μαγειρέψουμε γι' αύριο.

  4. Κατά τις 01:30, πάω στην κουζίνα να βάλω νερό και καθώς επέστρεφα στην τραπεζαρία που είναι το PC ακούω ένα περίεργο τσαχάλισμα (από το τροφοδοτικό νομίζω) και κάνει shut down το PC. Σε περίπου 2 δευτερόλεπτα το σύστημα ανοίγει από μόνο του και πριν προλάβω να συνειδοτοποιήσω τι γίνεται μύριζε καμενίλα και έβγαιναν καπνοί από την σίτα στα δεξιά του επεξεργαστή (δείτε παρακάτω τις φωτογραφίες).

  5. Η μουσική υπόκρουση είναι ονειρική, αλλά υπάρχει έντονο πρόβλημα στις λούπες των μουσικών κομματιών (θα ακούσετε ένα τσαχάλισμα όποτε επαναλαμβάνεται κάποιο από τα samples).

(διχτυωτά όλα)

Συμπληρωματικά, βλ. και τσαχαλί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως χρησιμοπείται σε αόριστο χρόνο, και σημαίνει έχω χορτάσει από φαγητό, δε πεινάω άλλο, ντερλίκωσα.

Αντώνυμο: ξεπυτάω

- Φάε κι άλλο παιδάκι μου. Έχεις ξεπυτήσει όλη μέρα, ούτε μια μπουκιά δεν έχεις βάλει στο στόμα σου.
- Δε πεινάω άλλο ρε γιαγιά, τύλωσα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κατουμίζω, κατουμάω

Τοπικός ιδιωματισμός (Χίο και Κρήτη σίγουρα, αλλά πιθανόν σε όλο το Αιγαίο) που σημαίνει, με παίρνει ο ύπνος, κλείνουν τα μάτια μου από την κούραση.

Προέρχεται μάλλον από το «κάτω» (δλδ γέρνει το κεφάλι μου κάτω αφού από την κούραση δεν μπορώ να το κρατήσω όρθιο) και η κατάληξη προστέθηκε για να γίνει πιο εύηχο. Παραλλαγή του «κατουμίζω» είναι το «κατουμάω», που σημαίνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Συνήθως το «κατουμίζω» χρησιμοποιείται για το α' πρόσωπο, ενώ το «κατουμάω» στο β' και στο γ' πρόσωπο.

  1. - Τι θα γίνει, θα πάμε κι αλλού;
    - Πού να πάμε ρε κατεστραμένε; Αφού κατουμάς ολόκληρος.

  2. - Γιατί δεν κλείνεις το μαγαζί να πάμε παρακάτω;
    - Δεν γίνεται. Κατουμίζω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακός ιδιωματισμός.

Το τσιφί είναι ο (συνήθως μεταλλικός) μηχανισμός των πορτών που επέτρεπε να κλείνουμε / ανοίγουμε τη πόρτα. Αν θέλαμε να ανοίξουμε τη πόρτα σηκώναμε το τσιφί, ενώ για την κλείσουμε-κλειδώσουμε κατεβάζαμε το τσιφί. Λόγω της ασφάλειας που (δεν) παρέχει, στις μέρες μας χρησιμοποιείται μόνο σε πόρτες αγροτόσπιτων, σε μαντριά και στάνες.

  1. Παππούς και εγγονός στο χωράφι του παππού:
    - Πώς ανοίγει αυτή η πόρτα ρε παππούλη; - Α ρε φλώμε. Τι ψάχνεις για κλειδιά και κλειδαριές; Δεν το βλέπεις το τσιφί; Το σηκώνεις και ανοίγει η πόρτα.

  2. Mεταφορική έννοια:
    - Τι διάολο, γιατί δε μπαίνεις gtalk τελευταία να κάνουμε κανά chat;;
    - Άστα ρε ξάδερφε, ο proxy της εταιρίας μου έχει κλείσει το τσιφί στη πόρτα του gtalk.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκαταθέτω ότι όσες λέξεις αρχίζουν με γκ αποτελούν ανεξαιρέτως σλανγκιές, ή τουλάστιχον εμπεριέχουν σλανγκοενεργό ζενεσεκουά λόγω βαρβαρικών γκαταβολώνε.

Ωσεκτουτού, η χρήση γκ- αντί για κ- είναι εβληματική μέθοδος εκσλανγκάζ. Συγκρίνετε πιχί την σλανγκοαδρανή καμήλα με την σλανγκοσφυρίζουσα γκαμήλα και βγάλτε συμπέρασμα.

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν ένα από θα εμβληματικότερα γκαμοσλανγκοτέτοια της σλανγκογραμματικής, αντλώντας παραδειγματα του ανά οθόνης σαητόστ:

  1. Πω ρε γκάβλα!

  2. Ωραία μέρα έχει σήμερα ρε παιδιά, μετά τη δουλειά πάμε για κανα γκαϊφέ

  3. Ποιος μου κουλούριασε πάλι το λήμμα, γκαμώτη!

  4. Καλά, πάνω απ' το κρεβάτι σου βρήκες να τον βάλεις αυτόν τον γκαρίτσαφλο; Θα γίνει κάνας σεισμός και θα γίνεις χαλκομανία.

  5. - Άμα θες να ξέρεις είσαι και πολύ μαλάκας φίλε...
    - ...'γκαα-τάλαβα, σε ποιον μιλά' ρε μαλάκα;
    - Σε σένα ρε αρχίδι!
    (και γίνεται της πουτάνας).

  6. - Ρε συ Τάκη... άσε τη μπουγάτσα σε λέω και κοίτα εκεί τη Μαιρούλα με το min-άκι της! Πωωωωώ!
    - Ναι ρε, πολύ γκαυλιάρα η γκόμενα! (Τσομπ-τσομπ...)

  7. Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

  8. Πω, ρε μαλάκα, δες γκαυλοτάκουνα!!! Για να στον παίζει με τα τακούνια είναι αυτή!!!

  9. - Την είδες την καινούργια; - Ναι, ρε φίλε, πολυ γκαυλόφατσα.

  10. - Τι του πήρες για δώρο αυτή τη γκουμούτσα ρε παιδί μου;
    - Εμένα μου φάνηκε χαριτωμένο.
    - ...

  11. - Πω πω, το βλέπεις το μωρό απέναντι;
    - Ναι ρε φίλε, και έχει και τέλεια γκωλάθρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία, λέει εδώ, ή το φλερτ, λέει εδώ, λέξη που διασώζεται στα κερκυραίικα.

O Σάραντ στο βιβλίο του Λέξεις που χάνονται το έχει και ως γάρμπος και εννοεί την χάρη, την κομψότητα κλπ.

Από την λέξη παίζει και η έκφραση «αλλού τα γάρμπα», δηλ. αλλού τα κόλπα, οι γαλιφιές, τα κωλογλειψίματα, οι χαριτωμενιές, η προσπάθεια δηλαδή να μου κάνεις τα ωραία μάτια και να με πείσεις, ασ' τα τζούφια, σεταμάς κλπ.

  1. Πελασγός είπε
    Βέβαια δεν κατάλαβα τίποτα σχεδόν από το τραγούδι , αλλά είναι υπέροχο να σου χαιδεύει τα αυτιά αυτή η μουσική.Μήπως ξέρεις τι θα πεί “Το Γάρμπο”;
    ΜΑΡΙΑ είπε
    Τό καμάκι!!!
    Κομψά τό φλέρτ……..

(από το νέτι)

  1. Σα βουρλίτας ξυπνώ και βραδυές ξαγρυπνώ. Σα σονάμπουλα γυρνώ
    και πληρώνω ακριβά αυτό το γάρμπο μ’ αυτή τη . . . Γκρέτα Γκάρμπο.

(από το νέτι)

  1. κερκυραϊκό τραγούδι: «Το Γάρμπο» ή Το τραγούδι των Πινιατόρων« (βλ. στίχους εδώκαι μουσική εδώ.

  2. Οι δύσπιστοι Πηλιορείτες, αυτοί που δε σε κοιτάνε στα μάτια μα στις μύτες των παπουτσιών, δε γελαστήκανε! «Ήθελε ο θεομπαίχτης να μας κοροϊδέψει. Αλλού τα γάρμπα

Βάρναλης, για τα Αθεϊκά του Βόλου, από το Ο Άγνωστος Βάρναλης, του Ηρακλή Κακαβάνη, εκδ. Εντός (έχει βάλει και το χεράκι του ο Σάραντ σε αυτή την πολύ καλή δουλειά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified