Further tags

Το καλαφάτισμα, το κουτούπωμα, το φίκι-φίκι, το απαύτωμα - για να αποφεύγουμε χυδαίες λέξεις όπως γαμήσι.

- Ήχησαν οι σειρήνες της αεράμυνας πάνω στο αποτέτοιωμα της αεροσυνοδού. Aeria interruptus που λένε και στο χωριό μου...

- Ο μπαρμπα-Κόναν αποτέτοιωνε την κυρα-περμαθούλα στο μαντρί, αλλά ο μπάρμπα-Μπρίλιος τους έκανε τσακωτούς με την τσουγκράνα. Pastoralis interruptus, που λένε και στο χωριό μου...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 30.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός για σκουληκιάρικο και σκατόψυχο αθρώπα, εν ζωή ή αποδημήσαντα εις Γιαραμπήν.

- Τα είχανε άτοκα στην Τράπεζα της ελλάδας και τάδινε δάνεια (θαλασσοδάνεια) ο μακλάνιος Καραμανλής... (μπλογκ Μυγδαλιάς Αρκαδίας)

- μου τα'φαγε ο μακλάνιος κι αυτός κάμποσα λεφτά... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 105).

Εμπεριέχει το έτυμον κλάνω, δεν περιγράφω άλλο.

Ιδιωματική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό φολκλοροεπίθημα που δακτυλοδεικτεί τις δυσμενείς συνθήκες υπό της οποίες κάποιος "πιάστηκε" - δηλαδή έγινε η σύλληψή του - και τις υποτιθέμενες δυσάρεστες ιδιότητες που συνεπάγονται.

Το σάη ήδη καλύπτει τα:

Προσθέτουμε και μερικά ακόμα, σίγουρα υπάρχουν κι άλλα:

  • Διαβολόπιασμα, διαολόπιασμα: παιδί προερχόμενο από κακούς γονείς, με αποτέλεσμα το ίδιο να είναι δύστροπο και κακιασμένο.

- Ποιος άλλος θα την έκανε την ζημιά από το διαβολόπιασμα του Κωνσταντή... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 52).

- Άκουσα και το «παλαιάς κοπής» "κερατοπιάσματα"... (εδώ)

- Σήμερα Νικόλα, σου την έφερε ο ταβερνιάρης και αλήτης και πουτανόπιασμα με τον όνομα Μπέος. Εσύ και ο άλλος με τα πούρα, ο Ανδρέας. (εδώ)

- εσένα καραγκιόζη ο νταλάρας ούτε να χέσει δεν καταδέχεται ... σκατόπιασμα έπιασες και τον νταλάρα στο στόμα σ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομασίες του κοκ πορν ποπ κορν.

Για λόγους που δεν έχω εντοπίσει είναι από τις πιο πλούσιες περιπτώσεις στην παραγωγή τοπικών ονομασιών.

Η αλφαβητική λίστα που έχω σκαρώσει από ντερνέτι και γνωστούς:

βαβούλες - Κρήτη
καυκόλες
κουκουφρίκες, κουκουφρίκια - αρβανίτικα
κουκουνάρες
νυφούλες - Τρίπολη
παπαδιές
παπαδίτσες - Ιωάννινα, Τρίκαλα
παπαδούλες - Βόλος, Κατερίνη, Καρδίτσα
παπαλούτσες, παπαλίτσες - Σέρρες
παπαρδέλες
παπούλες, παππούλες
παπούσκες - Κοζάνη
παρπαδούλες - Νάουσα
πασπάτες, πασπατούλες - Γιαννιτσά
πατλάκες, πατλάκια - Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Διδυμότειχο, Λήμνος
πατούλες
πουπουσάγκες
πούφκες - Φλώρινα
σιταροπούλες - Κύπρος
σπάνταλα, τσαχλιπάτια - ποντιακά
φακιόλες - Άρτα, Αιτωλοακαρνανία
φαρφακιόλοι - Λευκάδα
φραγκοκύτταρα - Κάλυμνος

Πολλές γυναίκες της κρεμούσαν στο λαιμό μια χειροποίητη γιρλάντα φτιαγμένη με ποπ κορν ή αλλιώς 'πατλάκια', ξηρά φρούτα και καραμέλες. [αδακά]

[η λίστα, πιθανότατα, έχει λάθη. κάποιες ονομασίες τις επιβεβαίωσα από μόνο μία μαρτυρία. θα διορθώνεται με τη συνδρομή των σλάνγκαρων/ισσών]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την λέξη έχω ακούσει μόνο από τον πατέρα μου και όταν τον ρώτησα τι σημαίνει, μου απάντησε: "διαμπερές".

Ψάχνοντας, βρήκα ότι ναι μεν σημαίνει κάτι παρόμοιο (πχ. στον Δρυμώνα Τριχωνίδας έχει την έννοια του πέρα για πέρα ανοιχτά, βλ. εδώ), αλλά βρήκα και τη σημασία λίμπα (στην ντοπιολαλιά των Γαργαλιάνων, βλ. εδώ.

Όποιος έχει να προσθέσει κάτι ας το γράψει στα σχόλια κ θα επιληφθεί η ΣΟ του θέματος, θένκια...

(παράδειγμα γιόκ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευγενής προσφορά συμπολιτών να βοηθήσουν τον ανήμπορο ή την χήρα σε δουλειές, κυρίως στο χωράφι αλλά και "για να κτιστεί σπίτι ή να ανοίξουν κάποιο δρόμο". Γίνεται πάντα χωρίς αμοιβή (βλ. παρ. 1). Κάποτε γινόταν με πρωτοβουλία του ιερέα μετά τη λειτουργία της Κυριακής.

Από το ρήμα εξ-ελαύνω, λέει εδώ (δηλ. Λεξικό του ΔΗΜ.Β.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ) και αλλού.

Μια δεύτερη όμως ετυμολογία, είναι από το ρήμα έλκω + έξω, δηλ. τραβάω έξω, βγάζω. Στο κείμενο όπου βρήκα αυτή την δεύτερη ετυμολογία, βρήκα ΚΑΙ την παραπάνω σημασία της λέξης, αλλά ΚΑΙ μια άλλη, που προφ σχετίζεται με την δεύτερη ετυμό: το καθάρισμα του καλαμποκιού από τα φύλλα του (βλ. παρ. 2).

Δηλαδή, όπως λέει αυτό το κείμενο, "αυτολεξεί είναι το ξεφλύτσισμα του αραποσιτιού. [στην] ουσία, σημαίνει συνεργασία, αλληλοβοήθεια, σύμπνοια, κατανόηση, αγάπη, προσφορά, ανιδιοτέλεια, ανυστεροβουλία."

Η πρακτική αυτή συνηθίζεται ακόμα (βλ. πάλι εδώ).

Απ' όσο κρίνω, είναι κυρίως πελοποννησιακής έμπνευσης: οι αναφορές (παρελθοντικές ή σημερινές) είναι από Κοπανάκι και Αυλώνα Μεσσηνίας, Σέρβο και Βέρβενα Αρκαδίας, Χάβαρι Ηλείας κά.

  1. Εκείνος που ήθελε να κάνει ξέλαση, πληροφορούσε για την εργασία που ήθελε στα μαγαζιά ή τους τόπους συγκέντρωσης τους κατοίκους ότι την τάδε Κυριακή ή αργία θα έχει ξέλαση, και παρακαλούσε όλους άνδρες και γυναίκες, να έλθουν και να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. (από εδώ)
  2. Ξέλαση λέγανε το ξεφλύτσισμα. Ήταν η δουλειά που σκοπό είχε να βγάλουν από το «τρουμπούκι» του καλαμποκιού τα «πούσια», δηλαδή τα φύλλα που κάλυπταν τον καρπό του. Και αυτή η δουλεία είχε την τεχνική της.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πατσούνι, του οποίου την ετυμολογία αγνοώ, ήταν μια μικρασιατική πρακτική "ιατρική" μέθοδος πρόληψης της αμυγδαλίτιδας.

Όταν γεννιόταν το παιδί και πριν σαραντίσει, μιά έμπειρη γυναίκα έβαζε τα δάχτυλα μέσα στο λαιμό του και του "πατούσε" τις αμυγδαλές που πήγαιναν στην άκρη (ίσως και να πλακούτσωναν ή να ψιλοατροφούσαν) οπότε μεγαλώνοντας το παιδί δεν επρόκειτο να του ερεθιστούν με τις γνωστές συνέπειες (πόνοι, πρήξιμο, πύον πυρετός κλπ). Αυτό βέβαια ακύρωνε το λόγο της παρουσίας τους εκεί αλλά ποιος τον ήξερε τότε ενώ τις συνέπειες του ερεθισμού τους όλοι ήθελαν να τις αποφύγουν.

Οι περί τα ιατρικά αλλά και οι περί τα γλωσσικά γνώστες ας συνδράμουν.

Εμένα δε με ενόχλησαν πότε τα λαιμά μου, παρόλο που τους έδωσα πολλές ευκαιρίες, γιατί όταν ήμουνα μωρό ασαράντιστο μου έκανε η γιαγιά μου το πατσούνι και τις πήγε στην πάντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αρτινιά, σύμφωνα με τις γιαννιώτισσες, κυρίως.

Για ποιον λόγο; Έχει χαθεί στην παράδοση. Προσώπικλυ θεωρώ πως οι αρτινιές μάλλον είχαν πιο προκλητικό κώλο σε σύγκριση με τις γιαννιώτισσες, άρα έπρεπε να υποτιμηθεί η ανωτερότητα αυτή. Γιατί έτσι.

Κλόπυραϊτ από τον φίλο Δρα Κρις...

εδώ, τα αποτελέσματα αναζήτησης στον γούγλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified