Further tags

Κωδική έκφραση ανδροπαρέας της δεκαετίας του ’80, περιορισμένη γεωγραφικώς στην περιοχή της Γλυφάδας, για να περιγράψει την πίτα-γύρο, της θρυλικής ψησταριάς «Ο Αίνος» στην Ι. Μεταξά.

Λεγόταν γενικότερα αλλά ειδικά όταν στο κοινό υπήρχαν πιθανοί νέοι στόχοι (γκομενάκια), ώστε να μην καρφωθεί η αντροπαρέα που θα πήγαινε για το πατροπαράδοτο και τιμημένο ντερλίκωμα, μετά ζύθου και λοιπών, αμιγώς ανδρικών παραδόσεων (ρεψίματα, κλπ.), το οποίο όπως και να το κάνουμε, δεν είναι και το καλύτερο όταν θες να ρίξεις το πιπίνι.

Αντιθέτως, χρησιμοποιώντας την κωδική φράση «Πάμε για εσκαλόπ», έδινες έναν αέρα κοσμοπολίτικο, ότι πάμε και καλά σε γκουρμέ εστιατόριο, όπως το Churasco (για όσους θυμούνται).

Η ακόμη πιο τιμημένη μορφή, η οποία σαφώς απαιτούσε κωδικό-καμουφλάζ, ήταν «Εσκαλόπ αλά κρέμ», ήτοι: πίτα γύρο με έξτρα τζατζίκι.

Όπως είναι φυσικό με όλες αυτές τις γκουρμεδιές, το μαγαζί δεν θα μπορούσε να αναφέρεται ως «Αίνος», οπότε απέκτησε την κωδική ονομασία “L’ Enoir” (Λ’ ενουάρ).

- Ρε συ Γιώργο, τι είναι αυτά τα πιπίνια;
- Κάτι καινούργια που γνωρίσαμε χθες στον Ειρηνικό
- Α καλά… Να σου πω, πείνασα λιγάκι, θα πάμε για κανένα εσκαλόπ στο L’ Enoir;
- Κάτσε να κανονίσουμε ραντεβού για αύριο και φύγαμε. Αλά κρεμ εννοείται ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βορειοελλαδίτικο για ένα υπερμεγεθέστερο καβλόσπυρο από το απλό βυζί του Μαυρόγιαννου.

Έχει όλες τις αρετές του προαναφερθέντος λήμματος στο έπακρο, αλλά εντοπίζεται συνήθως στην περιοχή του κώλου, εμποδίζει το κάθισμα και λερώνει το βρακί με αίμα και πύο από πίσω. Παρεξηγήσιμο…

  1. - Ρε καρντάση θυμάσαι ένα κέρατο σαν βυζί που πέταξα στο κούτελο χθες; Τώρα έχω και ένα στο κώλο τεράστιο! - Bυζούνι, ε;

  2. - Παιδί μου, θέλω να σου μιλήσω…
    - Ναι, μπαμπά…
    - Η μαμά σου με είπε ότι το βρακάκι σου εκτός από κίτρινο μπροστά και καφέ πίσω, έχει και σημάδια από αίμα και από κάτι άλλο πιο γαλακτερό… Πες μου παιδί μου… τον αρμέγεις τον ταύρο, μήπως;
    - Πλάκα με κάνεις ρε γέρο, γαμώ την τρέλα μου, γαμώ… έχω βγάλει βυζούνι στον κώλο και μ’ έχει γαμήσει και συ με λες τώρα σαχλαμάρες…

και χωρίς βυζούνι, καλό είναι! (από BuBis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πνίγομαι» επειδή στραβοκατάπια ή επειδή κάποιος είπε κάτι και με έκανε να γελάσω, τρομάξω κτλ. Συνήθως ακολουθείται από βήχα και καθάρισμα λαιμού.

Ντιπ κρητική έκφραση και πολύ συνηθισμένη στο νησί.

  1. ... και της λέω: Παρ' τα μωρή άρρωστη! Χααα χαα!
    - Ρε μαλάκα, μην λες μαλακίες όταν τρώω. Θα γκρουφτώ!

  2. (Βήχας)
    - Τι έγινε ρε; Γκρούφτηκες; Να σε χτυπήσω στην πλάτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματική χρήση του ρήματος «γκίζω» (αγγίζω) από την Κρήτη –το ρήμα κλίνεται κανονικά, μέχρι και προστακτική «γκίξε» υπάρχει, γι' αυτό δε βάζω απόστροφο.

Σημαίνει «μου τη σπάει», «μου τη δίνει (στα νεύρα)», με εκνευρίζει, με χαλάει. Ακουμπάει «γυμνό νεύρο» που λέει και ο Papahelas.

Μου γκίζει που τα πάντα μου γκίζουνε...

(το motto ενός προφάνουσλυ Χανιώτη από φόρουμ ποδηλασίας –τα Χανιά έχουν παράδοση στο άθλημα).

και εγένετο... (από xalikoutis, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουλί μου. Μάλλον κρατάει από Λάρισα μεριά. Λέγεται είτε χαριτολογώντας σαν αντικατάσταση της προσφώνησης «πουλί μου» ή «πουλάκι μου», είτε πιο χυδαία σαν αντικατάστατο του γενετήσιου μορίου.

Το λένε πιο συχνά οι γιαγιάδες στα εγγονάκια τους, οι κοπέλες σε φίλους / φίλες, αλλά και οι σταρχιδιστές για όλους.

  1. - Έλα πλιμ να φας το αχλαδάκι που σου καθάρισα. - Άσε με ρε γιαγιά, έχω ήδη φάει 2 κοτόπουλα, μισή κατσαρόλα πατάτες, 3 χωριάτικες, 1 τζατζίκι, 4 τυριά, μισό καρπούζι, 2μισυ πεπόνια, μία γαβάθα μανταρίνια και 9 κάστανα.
    - Στην ανάπτυξη είσαι πλιμ. Πώς θα μεγαλώσεις αν δεν τρως;
    - 23 χρονών είμαι ρε γιαγιά.

  2. (σχόλιο κάτω από φωτογραφία στο facebook μίας κολλητής στην άλλη):
    - Α ώστε έτσι πλιμ! Εσύ έκανες τα μπανάκια σου ωραία και καλά, κι εγώ δούλευα στο γραφείο... Σε μισωωωώ!

  3. (σχόλιο από blog)
    - Ρε δεν γαμιέστε όλοι; Ένα έχω να πω εγώ... ΤΟ ΠΛΙΜ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατουράω στα Κρητικά.

Συνηρημένο. Χρησιμοποιείται συνήθως από τα παιδάκια αλλά όχι απαραίτητα. Αλησμόνητη η ερώτηση προς τη δασκάλα στα κρητικά δημοτικά σχολεία: «Κυρία, κυρία! Να πάω να τσιρήσω

Το αποτέλεσμα του τσιράω λέγεται χαϊδευτικά τσιρί.

  1. - Κάνε λίγο στην άκρη να τσιρήσω.
    - Εδώ στην εθνική;
    - Ε τι να κάνω; Αφού γέμισε το ποτηράκι από το προηγούμενο τσιρί μου.

  2. - Μαλάκα μόλις μπω σπίτι θα τσιρήηηηηησωωωωω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι ακριβό. Συναντάται στην Κρήτη.

  1. - Πόσο το πήρες ρε το κινητό;
    - 400 ευρώ.
    - Λάμπα, μαλάκα..
    - Ε ναι, αλλά το είχα ανάγκη...

  2. - ... Και ζητάμε το λογαριασμό και μας καθίζει τη λάμπα...
    - Ε ναι ρε, σ' το 'χα πει, το μαγαζί είναι για να πηγαίνεις μόνο αν είναι να σε κεράσουν.

  3. - Πόσο κάνει αυτό αδερφέ;
    - 12 ευρώ.
    - Πολύ λάμπα αδερφάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο. Συνήθως από γλίστρημα ή σε ατύχημα. Συναντάται στην Β. Ελλάδα. Λέγεται και σαβούρντα ή σαβούρα στην υπόλοιπη Ελλάδα.

Έτρεχε ο μαλάκας και πατάει το κορδόνι του και τρώει μια σαβούρτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέσιμο κάτω. Συνήθως από γλίστρημα. Συναντάται στην Κρήτη.

- Τι έπαθες ρε; Πώς είσαι έτσι; Έπεσες;
- Ήταν κάτι γαμημένα λάδια στο δρόμο ρε. Ε, και έφαγα μια φέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified