Further tags

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα κρητικά: φουσκώνω (από το πολύ νερό, από την πολλή μπύρα κτλ). Αφορδακός είναι ο βάτραχος, επομένως αφορδακιάζω κυριολεκτικά σημαίνει ότι γίνομαι σαν βάτραχος (προφανώς επειδή βρίσκεται σε λίμνες και στο ερωτικό του κάλεσμα φουσκώνει λες και έχει πιει πολύ νερό).

- Να φέρω καμιά μπυρίτσα ακόμη Μανωλιό...
- Αφορδάκιασα μρε Σήφη με τσι μπύρες! Ρακή δεν έχει;;
- Πώς δεν έχει!
- Βάλε μου μια ολιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κούνια στα ποντιακά.

Επίσης (και για ευνοήτους λόγους) και η γυναίκα που κουνιέται πολύ όταν περπατάει, η κουνιότα (ανεξαρτήτως πάχους).

Κατ' επέκταση και κατά Χάρρυ Κλυν, η κουνίστρα, η κουδουνίστρα και για να μην το κουράζουμε, ο πούστης σε οποιαδήποτε από τις 268 καταγεγραμμένες από τον συνάδελφο Χανκ βερσιόν.

Πάει εξαιρετικά με το «μωρή», περίπου όσο το κατούρημα με το κλάσιμο.

Ασσίστ: ..., άντε καλά και λίγο ο ΡΤΠ;)

- Πού χάθηκες βρε παλιόπαιδο; Έτσι κάνει ο κόσμος; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε... Γιατί δεν περνάς από το σπίτι το βράδυ να πιούμε τίποτε, να την πέσουμε, να ρίξουμε καμιά βουτιά στην πισίνα...
- Ίσα μωρή λαϊστέρα που μου θες και βραδυνό μπάνιο στην πισίνα! Λουγκρητία! Σιγά μη μαγειρέψεις κι ένα καλό γεύμα.
- Καλά ντε... Άμα είναι ξεκωλιάρης ο άνθρωπος...

Και το βιδεο - δοκουμενδο (από acg, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουλούρια που επικαλύπτονται συνήθως με κάποιο γλυκαντικό. Φτιάχνονται και ονομάζονται έτσι στα χωριά.

- Μήτσο έχεις να φάω τίποτα; Κόβει λόρδα!
- Έχω κάτι πιτιφούρια απ' τη γιαγιά! Μην τα φας όλα όμως μαλάκα. Τα θέλω για το πρωί. - Thanks ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τοπική (από Στερεά Ελλάδα και περίχωρα) χωριάτικη έκφραση-πασπαρτού, της οποίας η πλησιέστερη μετάφραση είναι το τούρκικο «γιοκ».

Μπορεί να σημαίνει απλή άρνηση (οπότε χρησιμοποιείται αντί του «όχι»), πλήρη έλλειψη (αντί του «τίποτα» ή του περιφραστικού «δεν υπάρχει, δεν έχει») αλλά και να δηλώνει πλήρη άγνοια - είτε εκ μέρους του ομιλητή (οπότε σημαίνει «δεν έχω ιδέα»), είτε ως προσβολή προς κάποιον που «δε νιώθει, ρε παιδί μου» (οπότε μεταφράζεται «δεν κατάλαβες/κατάλαβε τίποτα»).

Βλέπε και τα συναφή γιοκ βαρ (αδόκιμο), «χαμπερίμ γιοκ».

Ετυμολογία < πιθανόν από το αλβανικό nuk («δεν»).

- Γύρισ' ου μπάρμπας σ' απ'του χουράφ' ; - Νούκουτου!

Από δουλειά λοιπόν νούκουτου. Είχα όμως ένα βίτσιο: συλλογές.
(από blog)

οταν ειπα :«Και δεν ειναι ολη η Αρχαια Ελληνικη γραματεια οπως οριεσαι,ειναι οτι αφησαν οι καθ΄ολα φιλελληνες ταγοι του Γιαχβε σας»,το «αφησαν» δες το κυριολεκτικα (δεν εννοω επετρεψαν),ο junk95 το πιασε,εσυ νουκουτου.
(sic, από το forum του esoterica.gr - άντε βγάλε άκρη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παιδί νεαρής ηλικίας ή απλά το παιδί πριν από την εφηβεία. Λέξη ευρύτατα γνωστή στο Πανελλήνιο.

Η προέλευσή της είναι τουρκική [τουρκ. küçük: «μικρός»]. Στη Θεσσαλία χρησιμοποιείται και ως «κούτσ(ι)κο» [πληθ. «κούτσ(ι)κα»].

  1. - Ρε, ο Νίκος δεν είναι αυτός; Νίκο...
    - Κωστή, μην μου πεις ότι είσαι εσύ... Ρε μαλάκα, από το στρατό έχουμε να τα πούμε!
    - Τι γίνεται ρε ψυχή, πού βρίσκεσαι;
    - Εδώ στην Αθήνα, με γυναίκα και τρία κουτσούβελα!
    - Τρία κουτσούβελα; Να σου ζήσουν ρε σειρούλα!

  2. - Τι γίνεται με το μεταπτυχιακό;
    - Τι να γίνει; Το σίγουρο είναι ότι με δύο κουτσούβελα να τρέχουν πάνω κάτω τα πρωινά, δεν θα τελειώσει ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη τσουμπλέκια αναφέρεται σε πράγματα και αντικείμενα. Στη λέξη τσουμπλέκια αντιστοιχούν διάφορες και αρκετές έννοιες αντικειμένων τα οποία χρησιμοποιούνται σε μια διαδικασία την οποία επιτελούμε ή πλαισιώνουν το κύριο αντικείμενο που περιγράφουμε και δεν θέλουμε να δώσουμε έμφαση σε αυτά ή απλά δεν μπορούμε, όπως θα διαπιστώσουμε από τα παραδείγματα που θα αναφερθούν. Στα αντικείμενα που περιγράφονται από τη λέξη τσουμπλέκια μπορούμε να διακρίνουμε κάποια κύρια κοινά χαρακτηριστικά:

  • συνήθως είναι πολλά
  • η χρηστικότητα και η πρακτικότητα των αντικειμένων που περιγράφονται έτσι τις περισσότερες φορές είναι τουλάχιστον θολή και απροσδιόριστη
  • η λέξη αυτή ενδείκνυται προς χρήση ακριβώς και όταν συντρέχουν οι 2 παραπάνω προϋποθέσεις αλλά και πιο συγκεκριμένα για να περιγράψουν πλήθος περίπλοκων εξαρτημάτων ή εργαλείων (κουζίνας, μηχανολογικού εξοπλισμού κ.ο.κ.), τα οποία δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε επακριβώς (βλ. ποκοψόψαρα και ψιψιψίνια /ενίοτε ψιψιψόνια), ή απλά βαριόμαστε να τα αναφέρουμε λεπτομερειακά. Επίσης η λέξη χρησιμοποιείται και για δυσπερίγραπτα εξαρτήματα καλλωπισμού.

    Ετυμολογικά, είναι δύσκολο κάποιος να βρει ρίζες της λέξης στα ελληνικά (νέα ή αρχαία), καθώς αυτή αρχίζει από τον δίφθογγο «τσ», ο οποίος μας παραπέμπει μάλλον σε γλωσσικό δάνειο από τούρκικες, σλαβικές ή βλάχικες διαλέκτους.

Πληροφοριακά τσομπλέκι αναφέρεται και ένα φαγητό της Β. Ελλάδας. Παρά ταύτα, το θέμα «τσουμπλεκ-» συναντάται και ως πρώτα συνθετικό σε κάποια ελληνικά επώνυμα.

Κάποιοι (πιο προωθημένα μυαλά;;) ανιχνεύουν την προέλευση της λέξης στην κορεάτικη cublek (tsuble'k), η οποία και χρησιμοποιείται στο «αμπεμπαμπλομ» της Βόρειας Κορέας γνωστό και ως Cublek cublek suweng! Πάντως, ύστερα από πρόσφατη επικοινωνία μου με το σύντροφο Κιμ-Γιονγκ-Ιλ, ο τελευταίος δεν παραδέχτηκε ανοιχτά την εμπλοκή αρχαίων Ελλήνων κατά τον πρώτο εποικισμό της Κορέας (Βόρειας ή Νότιας)... (παρατίθεται και σχετικό μουσικό video για τους άπιστους Θωμάδες όπου επαληθεύεται η ύπαρξη αυτού του τραγουδιού).

α) (...)Πηνελόπη, τέλεια η μπουγατσομηλόπιτα!(..)Κώστα, η λέξη είναι «τσουμπλέκια» και «τσουμπλέκια» σημαίνει «τζάτζαλα» και «τζάτζαλα» σημαίνει πολλά κατσαρολικά για πλύσιμο. Τώρα αν υπάρχει στο επίσημο λεξικό του Μπαμπινιώτη θα σε γελάσω, αλλά την έλεγαν η γιαγιά και η μάνα μου(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

β) (..)Είμαι γνωστή «άρρωστη» με τα τσουμπλέκια της κουζίνας. Τρελαίνομαι να μπαίνω σε σχετικά μαγαζιά και να χαζεύω, να ανακαλύπτω διάφορα χρήσιμα (λέμε τώρα) σκεύη και γκατζετάκια, να γεμίζω συρτάρια, ντουλάπια και ντουλαπάκια και τελικά να χρησιμοποιώ ελάχιστα απ’ όλα τούτα(..) [hungryforhungry.blogspot.com]

γ) (..)Προσπαθώ εδώ και ώρες να ξεκινήσω τη διαδικασία για downgrade από Σβίστα σε ΧΡ σε ένα μηχανάκι. Το @@@@μένο είχε έρθει με προεγκατεστημένο το OS διάφορα τσουμπλέκια από την HP (recovery, utils, κλπ)(..) [www.4tforum.gr]

δ) (..)Ξεκινάμε ένα Σαββάτο, όλοι στη γραμμή με τσανάκια και τσουμπλέκια για την εκδρομή.(..) -> στίχοι αγνώστου τους οποίους μελοποίησε ο Μανισαλης [www.stixoi.info]

ε) Καλα μωρή τι τα φόρεσες όλα αυτά τα χαϊμαλιά και τα τσουμπλέκια; Θα σε κράξουν άμα βγεις έτσι έξω..!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπας ή και άθρωπας, μορτικώ τω τρόπω, άνθρωπος.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

– Θα σου κάνω κονέ μ' εκείνη την ξανθιά στη γωνία. Της δίνεις το τηλέφωνο, έρχεται σπίτι σου, κι από κει και πέρα δικό σου θέμα.
– Σε παρακαλώ ρε Πετράν. Πάνω απ' όλα είμαι άνθρωπας. Τη φουκαριάρα τη γυναίκα μου σκέφτομαι.
– Τι ρε, μη σας πιάσει στα πράσα;
– Όχι ρε, μη βρεθούν παλιές φιλενάδες. Αφού ξέρεις. Η γυναίκα η δικιά μου έχει περάσει από όλα τα μπουρδέλα Αθηνών και πάσης Ελλάδος...

Δες και ανθρωπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως γνωρίζουμε, οι Άγιοι Τόποι υπήρξαν θέατρο σφοδρών συγκρούσεων ήδη από την εποχή των Σταυροφοριών. Η θρησκευτική διάσταση της συγκεκριμένης περιοχής, δηλ. της Παλαιστίνης, είναι υψίστου σημασίας για τις μονοθεϊστικές θρησκείες: Ιουδαϊσμός, Ισλάμ, άπαντες Χριστιανοί, όλοι διεκδικούν την ιερότητα του τόπου.

Στη νεοελληνική πραγματικότητα βέβαια, ο όρος έχει μία ενδιαφέρουσα αμφισημία: πέραν της κλασικής προαναφερθείσας σημασίας, αναφέρεται και στην περιοχή του Πύργου Ηλείας, στο άκουσμα της οποίας αρκετοί συμπατριώτες μας κάνουν το σταυρό τους, υπονοώντας «Θεός φυλάξοι», σε αντίθεση με του προσκυνητές των Αγίων Τόπων, οι οποίοι κάνουν το σταυρό τους λόγω της ιερότητας του χώρου.

Η φήμη των Πυργιωτών και Αμαλιαδαίων ανά το Πανελλήνιο είναι αρνητική και παραπέμπει σε εξ ίσου αρνητικά στερεότυπα, γεγονός άδικο αφού η μπάλα παίρνει τους πάντες, είτε είναι καλοί είτε όχι. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε έναν ιδιότυπο ρατσισμό, αφού χαρακτηρίζουμε κάποιον απλώς και μόνο από τον τόπο καταγωγής του.

  1. Αναφορά σε διαδικτυακό blog:

Σύμφωνα με τον έγκυρο ταξιδιωτικό οδηγό lonely planet, ο Πύργος Ηλείας είναι ευρύτερα γνωστός με το τοπωνύμιο, «Άγιοι Τόποι».
Ο λόγος;
Όποιος περνάει από εκεί κάνει το σταυρό του.

  1. Ανέκδοτα από ομάδα στο facebook:
    ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΓΙΑ ΠΥΡΓΙΩΤΕΣ:

Τι κάνει ένας Καλαματιανός στα Ζωνιανά; ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ
Κι ένας Πυργιώτης; Master
Είναι μέσα σε ένα αυτοκίνητο ένας Πυργιώτης και ένας Καλαματιανός ποιός οδηγεί; - Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ!

ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ--- ΣΕ ΟΣΟΥΣ ΛΕΜΕ ΠΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΥΡΓΟ... ΚΑΝΟΥΝ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥΣ...

Γιατί οι Πυργιώτες, οδηγούν αυτοκίνητα με μικρά τιμόνια;
Για να μπορούν να οδηγούν με χειροπέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωτική πράξη. Συναντάται κυρίως στην επαρχία.

- Ε, μωρ Μήτρου, τη Βουργάρα που ήρθε ουρέ τις προυάλλες την κανόν'σες;
- Όι, μωρέ, αυτή θέλει φραγκάτους. Μ' ιμένα τι να κάν'. Κανένα ματσαγκάν' στα γρήγουρα και πολύ πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified