Further tags

Ο φρύνος (κάτι σαν βάτραχος) στα Καλαματιανά.

Γέμισε η λιμνούλα με μπούζες.

Μπούζα (από northwind, 08/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποδαράτη ή νυχτερινή ποδαράτη λέγεται στην Πάτρα η παρέλαση των πληρωμάτων το τελευταίο Σαββατόβραδο της Αποκριάς. Στην παρέλαση αυτή τα πληρώματα παρελαύνουν χωρίς τα άρματά τους, γι' αυτό και λέγεται ποδαράτη, σε αντιδιαστολή προς τη Μεγάλη Παρέλαση της Κυριακής.

Στη βραδινή ποδαράτη παρέλαση τα πληρώματα του Πατρινού Καρναβαλιού εφαρμόζουν αυτοσχέδιους τρόπους φωτισμού για να εκπληρώσουν την εντολή «Αυτοφωτιστείτε!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και τώρα προσδεθείτε στις θέσεις σας για ένα σεμνό και ταπεινό απάνθισμα ονομασιών του πέοντα και των καλαμπαλικίων στις νεοελληνικές ντοπιολαλιές.

  • βάσανο, λόγω απαγορεύσεων και κακουχιών που επιτρέπουν στον πέοντα να εκτονώνεται σπανίως%
  • βίλλα (Κύπρος). Οι μορφές βιλλίν και βίλλος παίζουν από τον μεσαίωνα.%
  • γκαφλί (Κοζάνη)%
  • δαυλί (Αρκαδία)%
  • κακαλιά, το δέντρο%
  • καραμπίνα. Τα όπλα είχαν την τιμητική τους και στην αρχαιότητα (πιχί σαυνίον, δόρυ)%
  • κολόκα, η κολοκύθα%
  • κομπαρούλα, κόμπος (Θήρα)%
  • κουκούνα (Εύβοια)%
  • κουμπούρα (Σπάρτη)%
  • κρεμαντέλια, ο πέοντας και οι όρχεις μαζί επειδή κρέμονται (Ανατολική Ρούμελη)%
  • λάλα, η κάμπια, το πέος μικρού παιδιού. Βλ. και Λαλιώτης.%
  • ματζαφλάρι, το κρεμαστάρι (Βιθυνία)%
  • μασουράκι, μικρό μασούρι, το πέος μικρού παιδιού (Στερεά Ελλάδα)%
  • μέντζος, σκύλος (Μακεδονία). Η λέξη κύων χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων.%
  • μονόματος (Τριχωνία). Αγγλιστί: one-eyed trouser snake.%
  • μπίλι, αιχμηρό κομμάτι ξύλου (Πελοπόννησος). Και στην αρχαιότητα έπαιζαν τα ορθίας (κατάρτι πλοίου), πάτταλος (πάσσαλος).%
  • μπιτχάς (Γιάννενα)%
  • μπουρνιδόρος, μπουρνί, πήλινο δοχείο (Ιθάκη)%
  • μπουτσαρίκα (Μακεδονία). Βλ. και το ηρωικό θα μου κλάσετε τον μπούτσον.%
  • μπράνα, είδος ποταμίσιου ψαριού (Ήπειρος)%
  • παλιατζίκος. Για τους ταλαίπωρους πέοντες%
  • παντέρημος. Βλ. αντίστοιχο«ρημαδιακό» για το αμνί.%
  • παύλος (Σφακιά)%
  • πόντσος (Μάνη)%
  • πουτσάκι (Κέρκυρα), πουτσάκλα (Τριχωνίδα), πουτσάρα, πουτσαράκι (Πελοπόννησος), πουτσαρέλα (Κέρκυρα), πούτσαρος (Πελοπόννησος), πουτσί, πουτσίδι (Θεσσαλονίκη, Στερεά Ελλάδα)%
  • πυρόβολος (Θεσσαλονίκη)%
  • ράι, η ουρά (Ικαρία)%
  • ρόζος (Κρήτ.) Χρησιμοποιείται και για το αιδοίον.%
  • σερμαγιαλής, αρχικά σημαίνει κεφαλαιούχος. Ο πουτσαράς (Ν.Α. Αιγαίο)%
  • σινακλίκια, ζώνη οπλισμού (Κύπρος)%
  • σπαθί, το πέος τράγου (Πελοπόννησος)%
  • συδριβίδι (Δ. Κρήτη)%
  • σύνεργο (Θεσσαλονίκη, Πήλιο) Βλ. δημώδες «Γιατρέ που σ' αρέσουν τα κορίτσια, πιάσε τα σύνεργα τα μούνεργα και πάρε μου την πούτσα και χώσ' τηνα στον κώλο σου να κάνει πλάτσα-πλούτσα».%
  • τζένιο (Κρήτη)%
  • τομπρούκι, μεγάλος κορμός δέντρου (Στερεά Ελλάδα) τουφέκι (Εύβοια)%
  • τριλέτρι (Μεγίστ.) (κυριολεκτικά = τριπλό άροτρο)%
  • τσακμάκι (Θεσσαλονίκη). Otusbir çekmek («τα 31 τσακμακώματα») αποκαλείται η μαλακία στην φίλη γείτονα.%
  • τσουτσούνα (Κύπρος και αλλού)%
  • ύπουργα, αρχίδια και πούτσος μαζί (Λευκάδα)%
  • χαλάτι, το παλαμάρι (Ήπειρος)%
  • χαρχαγκέλια, οι κρεμάμενοι πέων και όρχεις (Σέρρες)%
  • χρειασικό, αγροτικό εργαλείο (Μακεδονία)

Αρχίδια

  • αβγά. Βλ. και την άλλη αυγών%
  • αμάλαγα, αυτά που δεν πρέπει κανείς να αγγίζει%
  • αμαρτωλά. Βλ. άσμα «Σου δίνω πίσω σου δίνω πίσω το μήλο μου δάνεισες δώσε μου πίσω δώσε μου πίσω το πλευρό μου και ξοφλάμε».%
  • αμελέτητα%
  • αμίλητα. Η σιωπή των αχ-αμνών.%
  • αχαμνά%
  • αποκατινά%
  • βαριδάκια, βαρίδια%
  • βόλια (Χίος) Βλ. και καλό βόλι, βωλαράκια (Κρήτη)%
  • γείτονες. Χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνωνε, όπως και το παραστάται.%
  • δέκαρα%
  • δεκαράκια (Πελοπόννησος)%
  • ζουβάχια (Κρήτη)%
  • καρύδια%
  • κοκόβια (Χίος)%
  • κούρκουτα (Κρήτη)%
  • λυμπά (Κύπρος)%
  • μπάλες%
  • μπομπόλια (Κέρκυρα, Θεσσαλονίκη)%
  • τέτοια (Μάνη, Κρήτη)%
  • τρυφερά, τρυφερούλια%
  • φαμελιά (Κοζάνη)%
  • ψαχνά

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), το σλανγκρρρ και το νέτι.

So preach us of your willy or John Thomas (από σφυρίζων, 10/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλακοπίτουρας μουνοσαλιάρης φλώρος, ο μουνόδουλος. Πιθανότατα εκ των μουνί και νιανιά.

Στην Κρήτη, έχει την ευρύτερη έννοια του γυναικά, του γκομενάκια (βλ. εδώ, σελ. 730).

1. Η ταινία [Dawn of the Dead] είναι σπουδαία και αυτός ο τραμπαρίφας, ηληθιόβλακας, μουνιενιές, κλασομπανιέρας, τσανακογλύφτης, μπαγλαμάς με την επωνυμία ΕΜΕΤΟΣ με τις εξυπνακίστικες μπαρούφες της - η παλιαδέρφω - να βγάλει απ'τον πρωκτό το φαλικό σύμβολο και να σταματήσει να ξεσπάει - για την ακατάσχετη βλακεία που δυσκολεύεται να προσδιορίσει ότι τον κυριεύει - στους θαμώνες του message board.

2. Να ειρωνεύεται ο καραίσκος τον τραγουδιστή του έρωτα ε μα αυτό πάει πολύ. ποιός ο καραίσκος ο γνωστός σε όλους μουνιενιές και σαλιάρης μονίμως καψούρης-γεροντοκαψούρης ακόμα και ο πάριος θα μπορούσε να πάρει μαθήματα σαλιαρίσματος και αιδοιοδουλείας από τον καραίσκο, ήμαρτον καραίσκο ποσο πια φαρισαισμό κρύβει το κούφιο σου κεφάλι...

4. ΤΑ ΕΧΟΥΝ ΠΗΔΗΞΕΙ ΣΤΗ ΣΕΑΠ ΤΑ Π#ΥΣΤΡ@ΚΙΑ ΚΑΙ ΔΕ ΓΟΥΣΤΑΡΟΥΝ ΕΜΑΣ ΤΟΥΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥΣ ΟΙ ΑΡΕΙΟΙ…ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ ΚΑΡΠΑΖΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΠΛΗΚΤΡΟΛΟΓΙΑΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ…ΚΟΙΝΩΣ ΜΟΥΝΙΕΝΙΕΔΕΣ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι ταξιδιάρικοι σλάνγκοι γνωρίζουν πληθώρα επινοημένων σλανγκοτοπωνυμίων όπως: το αρχοντικό Λέτσοβο, τα ευωδιαστά Δρυμίκλανα, το διάσπαρτο με αγκωνάρια Κουραδόκαστρο, την αχαρτογράφητη Ίφκινθο (που όμως σαν τη Χαλκιδική δεν είναι), την ηρωική Κωλοπετεινίτσα, κ.ταλ.

Δράττομαι λοιπόν της ευκαιρίας να απανθίσω και ορισμένους σλανγκοτόπους που απλά δεν υπάρχουν:

  • Βοϊδοπνίχτης, χείμαρρος που κατέβαινε από το Λυκαβηττό,%
  • Βουρλοπόταμος, η σημερινή Αμφιθέα,%
  • Βρωμολίμνη, η λίμνη Βουλιαγμένης,%
  • Βυζάκια, χωριό @ Κύπρο,%
  • Βωβούπολη, περιοχή του Αμαρουσίου επί της Λ. Κηφισίας,%
  • Γαμισιανά, χωριό @ Τρίκαλα,%
  • Γκαζοχώρι, το Γκάζι,%
  • Γκαντζολία, ο Έβρος,%
  • Γκασμαδία, Λήμνος και Μυτιλήνη,%
  • Ελλαδιστάν, Φραπεδιστάν, Κοκκαλιστάν Ψωρολακόσταινα, Ψωρογιώργαινα, κλπ, η Ελλάδα,%
  • Καγιενοχώρια, χωριό Άρμα (Θήβα),%
  • Καρντασούπολη, η Θεσσαλονίκη,%
  • Κλειτορία, χωρίο @ Ν. Αχαΐας,%
  • Κωλοσούρτης, επικός δρόμος μεταξύ Μύλων και Αχλαδόκαμπου,%
  • Λ.A., Λεκανοπέδιο Αττικής, Λιός Άντζελες (Λιόσια), Λεωφόρος Αλεξάνδρας, Λά-ρισα,%
  • Μανχάνιαν, τα Χανιά,%
  • Λιμένας Μουνιχίας, το Τουρκολίμανο Μικρολίμανο στον Πειραιά,%
  • Μαρτυριάρικη Μεγαλόνησος, η Κύπρος,%
  • Μερέντα, περιοχή @ Μαρκόπουλο,%
  • Μιναρούπολη, η Πάτρα%
  • Μοσκατό, το Μοσχάτο,%
  • Μουνάδι, τοπωνύμιο @ Τήνο,%
  • Μουνόκωλος, τοπωνύμιο @ Μάνη,%
  • Μουνοπλύτης, τοπωνύμιο @ Αμοργό,%
  • Μουνοθώρι, τοπωνύμιο @ Φούρν.,%
  • Μουνοστήθι, τοπωνύμιο @ Αττική,%
  • Μποστάνια Αράπικα, οι Τζιτζιφιές,%
  • Μποχαλία, η Κως,%
  • Ουγκάντα, η Σάμος,%
  • Πάπαρι, χωριό @ Αρκαδία,%
  • Πήδημα, χωριό @ Μεσσηνία,%
  • Πίτσουν-σίτυ, το Περιστέρι,%
  • Πόρτο Λούγκρα, γνωστό πουστολιμανάκι @ Βουλιαγμένη,%
  • Σίλικον Βάλεϋ, Οδός Στουρνάρη,%
  • Σκατούπολη, παλιό παρατσούκλι της Καλλιθέας,%
  • Συκαρία, η Μύκονος%
  • Τζιαμάικα, η Τζιά%
  • Της Γριάς το Πήδημα, παραλία @ Άνδρο, πρώην ρέμα @ Βύρωνα,%
  • Τσαμπικονήσι, η Ρόδος,%
  • Τυρίκαλα, τα Τρίκαλα,%
  • Πούτσαρη, τοπωνύμιο @ Θεσσ.,%
  • Πουτσόβρυση, τοπωνύμιο @ Μακεδονία,%
  • Πουτσικάκι, τοπωνύμιο @ Ιθάκη,%
  • Τζιβιτζιλοχώρια, Ερεσός.%
  • Φραπεδούπολη, η Θεσσαλονίκη (μη πάει ο νους σας στο κακό!),%
  • Χεζολίθαρο, περιοχή μεταξύ Μεταξουργείου και Κεραμεικού,%
  • Χεζοπόταμο, παλιό ρέμα εκεί που σήμερα βρίσκεται η Οδός Βουκουρεστίου,%
  • Χουνταλέικα, Αργολίδα.

Πηγές: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012), εδώ, και το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γυναικομάνι, η συνάθροιση γυναικών στο τοπικό ιδίωμα της Ζακύνθου.

Πιθανώς εκ των μουνί και επέλασις.

1. Μπα, που να το φάει η φάουσα και το κακό γαρμπούνι, κι οπού τον εγεννόσπυρε να μη μείνει μπουκούνι, και να το πιάκει σύφλογο, νιασμός και κολορέντσα, να το θερίσει μιάτζιμιας τσου χοίρωνε ιφλουέντσα, που αρέβαρε ο μόμολος να κάμει το μορόζο, τσι σερενάτες άρχεψε αντίπερα το μπότζο. Κοπιάσανε κι οι όστριες, πίπιλο μουνολάσι, τσί κραξ' η θυγατέρα μου, ταχιά μην πάει και χάσει.

(γλωσσάρι, από εδώ)
φάουσα: γάγγραινα
δαρμπούνι: ασθένεια
μπουκούνι: κομμάτι ψωμί
σύφλογο: σύφιλη
κολορέντζα εντερική πάθηση
μορόζος: αγαπητικός
μπότζος: εξώστης βενετσιάνικου σπιτιού

2. μουνολάσι (= συνάθροιση γυναικών –Ζάκ.)

(από σφυρίζων, 23/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Χυδαίο λολοπαίγνιο πάνω στο μουνί και την ουρήθρα.

Εκφέρεται ποικιλοτρόπως:

1. Γι αυτό να προτιμάς τις κοπέλες με ξυρισμένη μουνίθρα.
(σε συζήτηση για μουνόψειρες)

2. πω ρε τι μουνίθρα ειναι αυτη....μου χει φυγει το κλαπέτο
(σε συζήτηση για φωτογραφίες από παρέλαση)

3. Τώρα ξεψαρώσαμε και δεν φοβόμαστε μη μας δώσουν τη μουνήθρα στο χέρι που λέμε κι εμείς

4. ΓΑΜΗΣΙ ΑΠΟ ΚΩΛΟ, ΒΑΖΕΛΙΝΗ ΜΕ ΑΜΜΟ ΚΑΙ ΞΥΛΟ, ΠΟΛΥ ΞΥΛΟ ΣΤΗΝ ΞΕΚΩΛΙΑΡΑ ΜΟΥΝΗΘΡΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνί και η θάλασσα είναι οι μήτρες της ζωής. Ωσεκτουτού, εμείς οι Έλληνες με 14.000 χιλιόμετρα ακτογραμμή και αιώνες ναυτικής παράδοσης είμεθα κατ εξοχήν έθνος θαλασσόκαβλων. Η Ελλάδα μας είναι η γης όπου για πρώτη φορά έβερ μουνί έσυρε καράβι (και συνεχίζει να το πράττει).

Σαν λαός γνωρίζουμε καλά ότι το ψάρι θέλει υπομονή και το μουνί κυνήγι· με φουσκοθαλασσιές στο παντελονόψαρο ψωλαρμενίζουμε την πουτάνα τη θάλασσα και βουτάμε ως αφρο-δύτες στα βαθειά με καμάκι ανά χείρας εις άγραν θαλάσσιας μουνίδας.

Οι πιο τυχεροί θα βγάλουν καμιά χταποδιάρα, οι λιγότερο θα μπλέξουν στα δίχτυα κάποιας φαρμακομούνας μύδουσας. Άλλοι πάλι θα πάρουν τον λούτσο, τρώγοντας μυδοπίλαφο από κάποια λείψυδρη στρειδομούνα και θα μείνουν σαν μια πούτσα στο Αιγαίο. Οι πιο φρόνιμοι θα συνεχίσουν τον αέναο κύκλο: δε γαμείς που δε γαμείς, δεν πας για ψάρεμα;

Ας πανηγυρίσουμε λοιπόν την θαλασσινή μας μουνοπαράδοση με το μικρό αυτό θαλασσομουναπάνθισμα:

♪♫ Το μουνί και το δελφίνι
να ησυχάσω δε μ' αφήνει
πότε τρύπα πότε ψάρι
δε μου κάνουνε τη χάρη ♪♫

(Τζιπάκος)

() *Πηγή: Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», Selected Papers (Democritus University of Thrace, 2012)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άθυρμα, από το ρήμα αθύρω, παίζω. Η λέξη χρησιμοποιείται για το μαραφέτι (αντικείμενο) που παίζεται το παιχνίδι.

Γιαννιώτικο ιδίωμα.

«Για να δω!! εγώ μπορώ να φέρω εξωπέντε... και να του πλακώσω τη μάνα, να το χάσει διπλό!!» φώναξε ο Δημητρός και χτύπησε δυνατά τα χαρπατσούκουλα μέσα στο τάβλι... τα οποία εκσφενδονίστηκαν στο χώρο του καφενέ.
«Σιγάααα ρε φίλος, να σου φέρουμε καμιά σκάφη... να τα ρίχνεις μέσα, χα χα.»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.

Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.

- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified