Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.
- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;
- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!
- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.
Κυπριακή σλανγκ: ο ξαναμμένος, ο ευρισκόμενος σε σεξουαλική διέγερση.
- Κάτσε καλά... πάλι σ' έπιασε ο πυρόκωλος;
- Μόλις τη βλέπισα μ' έπιασε ο πυρόκωλος!
- Να δω εγιώ τα Παπαδοπουλλούθκια τζιαί τα Κωλοκασούθκια να τα πιάνει ο πυρόκωλος.
Βλ. και πύρκαυλος.
Got a better definition? Add it!
Λαϊκή μεσσηνιακή ρήση που τη χρησιμοποιούμε όταν απαντάμε καταφατικά σε (προφανή και ενίοτε ειρωνική) ερώτηση - διαπίστωση του συνομιλητή μας.
Με αυτή τη φράση επιβεβαιώνουμε την ερώτηση - διαπίστωση χωρίς να αφήνουμε περιθώρια για το αντίθετο, και ταυτόχρονα προσπερνάμε το ειρωνικό ύφος της ερώτησης απαντώντας σε ανάλογο τόνο.
...επιστρέφοντας ο Σταύρος από την εκκλησία το μεγάλο Σάββατο της Αναστάσεως, κουβαλώντας το χαρμόσυνο μήνυμα, περνάει και από το καφενείο του χωριού όπου τα «αλάνια» πίνουν το κρασάκι τους αμέριμνοι.
- Τι έγινε ρε Σταύρο; Αναστήθηκε;
- Αλλά, τι έκανε κανέ μου;
- Τι θα γίνει με σένα ρε ξάδερφε; Κάθε 3 μέρες είσαι ταξιδάκι στο εξωτερικό....
- Τι να κάνω ρε ξάδερφε, ταξιδευω όσο μπορώ...
- Ταξιδιώτη του μήνα θα σε κάνει η Aegean!
- Αλλά, τι κάνω κανέ μου...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυμνός, ελαφρά ντυμένος, στα Ηπειρώτικα. Πιθανότατα σλαβικής προέλευσης λέξη.
Πού πας ωρέ έτσι ζάρκος έξω; Σε λίγου θα ριξ' χιόν!
Got a better definition? Add it!
Η λέξη προέρχεται από το βούρλο (είδος φυτού από το οποίο κατασκευάζονταν διάφορα σκεύη). Κατ' επέκταση χρησιμοποιείται και στις περιπτώσεις που συνδέουμε / περνάμε με κλωστή ένα αντικείμενο.
Στα μεσσηνιακά όμως, χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει βιασύνη να ολοκληρώσουμε μια πράξη όπως-όπως, τάκα-τάκα, έστω και ανορθόδοξα, χωρίς να μας νοιάζει η ποιότητα του αποτελέσματος ή ο τρόπος με τον οποίο φτάσαμε σε αυτό.
1ο παράδειγμα
- Ρε γιώρ, τα ρούχα σου είναι όλα στον καναπέ παρατημένα χύμα, θα μπει κανάς άνθρωπος σπίτι και θα μας παρεξηγήσει
- (.... χτυπάει το κουδούνι η θεία από τον 1ο όροφο)
- Γρήγορα να μαζέψουμε τα ρούχα, ήρθε η θεία!
- Οκ θα τα διπλώσω και θα τα βάλω στη ντουλάπα.
... αρχίζει να τα διπλώνει ένα ένα αργά αργά και τα βάζει στη ντουλάπα...
- Ρε μπούρλιασέ τα μέσα και έλα να ανοίξουμε στη θεία που περιμένει!
2ο παράδειγμα
- Πρέπει να παραδώσουμε τον κώδικα στο πελάτη σήμερα, εκκρεμεί όμως το social media integration.
- Εψαξες στο ιντερνετ να βρεις κανα παραδειγμα;
- Βρήκα ένα καλό παράδειγμα κώδικα, αλλά θέλω να διαβάσω τι κάνει πριν τον βάλω
- Ρε μπούρλιασέ τον μέσα να τελειώνουμε να πάμε σπίτια μας
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ρήμα ομόρριζο με το κάργα, από το ενετικό ρήμα cargar = φορτώνω (δες).
Έχει μια σειρά από σλανγκικές και μη σημασίες, όπως:
Η πλέον συνηθισμένη σημασία του είναι φορτώνω, γεμίζω, παραγεμίζω, φουλάρω, τιγκάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κεφαλονίτικο ιδίωμα.
Η πλέον σλανγκική σημασία του, όμως, είναι γαμάω, πηδάω, συνουσιάζομαι . Στο «Λεξικό του Μάγκα» εδώ βρίσκουμε ότι καργαδόρος είναι ο επιβήτορας, ο γαμιάς. Σύμφωνα με παρατήρηση του ΜΧΣ, η σημασία αυτή μάλλον προέρχεται από την χρήση του ρήματος για το γέμισμα του όπλου και την επίθεση (όπως βλέπουμε επίσης λ.χ. στα ισπανικά και αγγλικά, καθώς και στο αγγλικάνικο charge). Εξάλλου, καργαδούρος είναι το εργαλείο με το οποίο γεμίζουν τα εμπροσθογεμή με μπαρούτι. Από εκεί το πέρασμα στην σεξουαλική σημασία είναι εύκολο (όπως άλλωστε και με την σημασία του φορτώνω και του σφίγγω).
Τεντώνω, παρατεντώνω, τσιτώνω, τεζάρω. Με αυτήν την σημασία το βρίσκουμε και στο κρητικό και κερκυραϊκό ιδίωμα.
Σφίγγω, παρασφίγγω. Εδώ λ.χ. το βρίσκουμε με την ειδική σημασία «σφίγγω μια λυόμενη μηχανική σύνδεση».
Γενικότερα, βάζω τα δυνατά μου ή και το παρατραβάω, κάνω κάτι υπερβολικά.
Στο ναυτικό ιδίωμα: οδηγώ το πλοίο στο ναυπηγείο για επισκευή, (δες).
Πάσα: Gatzman, με συμβολή του ΜΧΣ στον ορισμό.
Κάργαρε το αυτοκίνητο με βαλίτσες.
Πω πω μια θεάρα, να την καργάρεις μέχρι ριζάρχιδο είναι! (Για την σεξουαλική σημασία βλ. λήμμα ριζάρχιδο του Σστέφφαννου).
Τρέχει πολύ το γ... και δεν προλαβαίνω να σκεφτώ. Να καργάρω μήπως τη ζώνη στο κάθισμα ή να το αμολήσω και να φυτευτώ μια και καλή με το κεφάλι στο σεληνιακό τοπίο σαν το τσίγκινο σημαιάκι του Νιλ Αρμστρονγκ; (Εδώ).
α) Επειδή το σημείο εκείνο είναι σχετικά λεπτό (5,5 mm), όταν βιδώσω τη Μ12 ντίζα θα το καργάρω απο πίσω με ένα παξιμάδι. (Εδώ).
β) Αφήνωντας ελεγχόμενα μουλινέ ανεβαίνω στην επιφάνεια και καργάρω το σκοινί στην σημαδούρα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Κλασικό πατρινό slang που σημαίνει: το φχαριστήθηκα, το καταχάρηκα -συχνά, με την κακεντρεχή έννοια.
2.ΕΦΑΓΑ ΣΟΥΒΛΑΚΙΑ! ΜΠΡΑΒΟ ΜΕΓΑΛΕ.....
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κατά κόρον από τους Αχαιούς, ως υπερθετικό του μαλαπέρδας. Διότι, στην Μιναρούπολη, όπου ''Το Μινάρειν εστίν φιλοσοφείν'' ο μαλαπέρδας (> μαλαπέρδα, ιταλογενής απόδοση του ανδρικού μορίου) αποκτά επιπροσθέτως και την ιδιότητα του μαλάκα.
Για απάντα ρε μαλακαπέρδα σε αυτά που λέω! Όταν δεν έχουμε επιχειρήματα βρίζουμε;
Got a better definition? Add it!
Δηλαδή «την ξέντησα». Έκφραση των ανθρώπων του βουνού και της στάνης που απαντάται όμως και σε πιο σαλονάτες καταστάσεις.
Γκζέντσα κι τγάμσα.
Got a better definition? Add it!
Δηλαδή «τη γάμησα». Tγάμσαμι = «το γαμήσαμε». Άλλη μια έκφραση του ... βουνού και της στάνης, που όμως απαντάται και σε σαλόνια.
Αμάν, τγάμσαμι τη μάνα.
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου κάνουμε κάτι επαναλαμβανόμενα, χωρίς σταματημό ή για να υποδηλώσουμε τη μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος.
Μεσσηνιακό ιδίωμα.
- Καλά μιλάμε ξάδερφε γίωρη, την άλλη βδομάδα ξεκινάω την καλοκαιρινή μου άδεια. Θα κατέβω κάτω χωριό. Θα πάει το ξύσιμο γόνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified