Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.
Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.
Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.
Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η λέξη προέρχεται από τα αλβανικά (vlam = αδελφοποιητός) και χρησιμοποιείται σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα εννοούμε με τη λέξη αυτή τον ''μάγκα'' που είναι έτοιμος για καβγά. Αυτό οφείλεται πιθανότατα στο ότι οι ''βλάμηδες'', οι αδερφοποιητοί δηλαδή, ήταν έτοιμοι για καβγά χάριν του φίλου τους. Ήταν, δηλαδή (αμοιβαία) οι ''νταήδες'' (τουρκικά : dayi, νταηλίκι =ειρωνικά παλικαριά).
Είναι έτοιμος για καβγά για χάρη του φίλου του, αυτός είναι βλάμης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται σε Μακεδονία και Θράκη. Η Προέλευση της σλαβική-βουλγάρικη, bratim= στενός φίλος, ο μακαντάσης ή βλάμης.
Α ρε λέων... εσύ είσαι και Έντιμος και Μπράτιμος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο χαζοχαρούμενος άνθρωπος υπέρ του δεόντως. Ο ασουλούπωτος. Μιλάει συνεχώς και ρωτάει για ομάδες ποδοσφαίρου, ως επι το πλείστον, γελώντας σαν ηλίθιος. Φοράει παπούτσια του Γκούφη (πλατυποδας) λεγόμενα γκλαούνια.
Ίντα 'ναι μωρέ αυτα τα γκλαούνια που φορείς; Άιντε γκλαούνα, πρρρρ...
Got a better definition? Add it!
Ο τύπος που είναι παρτάλι, ο ανισόρροπος, ο ό,τι να 'ναι, ο παρασάνταλος (συνηθίζεται να λέγεται στο νομό Ηλείας-Βάρδα).
Τάκης: - Ρε ζώον, τι φοράς εκεί, το ένα παπούτσι κόκκινο, το άλλο πράσινο;;;
Θέμης: - Ντάξει μωρέ και τι έγινε;;;;
Got a better definition? Add it!
Αυτήν την σύνθετη λέξη συνήθως την λέμε σε κάποιον που δεν πίνει πολύ, ότι πίνει σαν γαρδέλι, ότι πίνει λίγο και αργά... Την ξεστομίζουν πότες και τύποι από βουνά...
(κατά την διάρκεια οινοποσίας, ο μονόλογος):
Στέφανος: -Άντε ρε μάγκες... εβίβα, πάντα τέτοια... Ρε Νίκο, γαρδελοπίνεις, ακόμα στο πρώτο είσαι;;;
Got a better definition? Add it!
Ντοπιολαλιά από νομό Ηλείας (ΒΑΡΔΑ) που σημαίνει κροτίδα.
Τάκης:
- Κοίτα πώς κυκλοφορεί το τσόκαρο, θέλει να φορέσει και μίνι...
Ανδρέας:
- Ε, ρε σφόκα που θέλει...
Got a better definition? Add it!
Η διαβολή. Τα λόγια. Οι τσίτες, αλλιώτικα.
Μεταφορικά, από το λατινικό focus και manus, δηλαδή τη φωτιά που ανάβει με τα χέρια, με προσάναμμα, κατά λάθος εξεπίτηδες, από κάποιο καλόπαιδο, στο μυαλό του οποίου το αποτέλεσμα της ενέργειας επιφέρει ρίγη συγκινήσεων, είτε λόγω του αναμενόμενου οφέλους, είτε απλώς για πλάκα.
Προϊόν μεσογειακό, κάτι σαν την ελιά, τη ρίγανη, το σκόρδο, λίαν εύχρηστο ως άρτυμα ανιαρής και μονότονης καθημερινότητας σε μικροπεριβάλλοντα επαρχίας, γραφείου, γειτονιάς, σχολείου, δημ. υπηρεσίας κουτουλού, όπου δηλαδή το πήξιμο είναι προεξάρχον στοιχείο της ψυχικής καταστάσεως του υποκειμένου.
Όχι πως στα Βόρεια δηλαδή δεν απαντούν τα μαναφούκια, ο Μπράιαν όμως ο Άγγλος μεταφραστής, δεν ανάβει τόσο εύκολα λόγω φλέγματος, ο δε Φριτς εκφράζει μια λεκτική απαξίωση για την όλη φάση.
Σε αντίθεση με τη φωτιά που ανάβει τυχαία από κεραυνό, έκρηξη ηφαιστείου, ντηζελομηχανής, η επί τη θέα συγκεκριμένου αντιπροσώπου του ωραίου φύλου και προκαλεί επιθυμίες τ. παναφύ ή βαλσίματος, η διαβολή ως έργον του οξαποδώ καταλήγει σε μπουκέτο, πιάσιμο μαλλί με μαλλί, κλωτσοπατινάδα, μπούφλες και τέτοια τρυφερά.
Η λέξη χρησιμοποιείται στην Καρδίτσα και στις Β. Σποράδες. Το πώς πήδηξε το Ιόνιο και την Πίνδο και κατέληξε στο Αιγαίο, δεν είναι ξεκάθαρο.
Ο Παπαδιαμάντης την χρησιμοποιεί αρκετά, εξ ου και το παράδειγμα.
Έπαιρνε λόγια από τη μίαν και έβαζε μαναφούκια εις την άλλην. Και είτα εν ανέσει ενετρύφα εις τον καυγάν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο Μανιάτης, μάλλον επειδή χρησιμοποιείται στην Μάνη πολύ η έκφραση κορώνα μου/ κορώνι.
Όπου -όπουλος και -ούλος,
είναι μπάσταρδος και μούλος,
όπου -έας και -άκος,
είναι βέρος Μανιατάκος!
Οι μισοί φίλοι και συνάδελφοι του πατέρα μου μανιάτες, κορώνες, γιατί ο ΟΛΠ είχε πολλούς, λόγω κάποιου παλιού διοικητή που κρατούσε απ’ το τραχύ αυτό προπύργιο του ελληνικού εθνισμού. Και ξέρετε, όταν ο μανιάτης είναι φίλος σου, είναι φίλος σου. Σαν να ‘χεις δίπλα σου ένα μικρό στρατό. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!