Συμπληρώνει με τη σειρά του το πάνθεον των απανταχού slang καπεταναίων.

Η αφεντομουτσουνάρα του φιγουράρει μέσα σε κάθε παρεξήγηση, φιλονικία, διαμαρτυρία, δυναμική διεκδίκηση κλπ. Είναι ο αρχικαβγατζής, πρόκειται γιο πολύ bizarre άτομο. Προκαλεί μεγάλο θόρυβο. Είναι διαβόητος και σαματατζής. Όμως κατα βάθος είναι καλόψυχος και όχι, κατά κανόνα, επικίνδυνος.

Αποκτά τον βαρύτιμο τίτλο του από τα πρώτα του μαθητικά χρόνια, που κυρίως του απονέμεται (μεταξύ αστείου και σοβαρού) από δασκάλους του και που συνήθως διατηρεί εφ' όρου ζωής.

Η μητέρα: - Πώς πάει το παιδί μου;
Η δασκάλα: - Είναι ο «καπετάν-φασαρίας» της τάξης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θρυλική προσβλητική χειρονομία, όπου το χέρι υψώνεται με την παλάμη προς τα έξω, ο βραχίονας κάμπτεται προς τα πίσω και ξαναεκτοξεύεται απότομα μπροστά ούτως ώστε το χέρι να είναι τεντωμένο, και η ορθάνοιχτη παλάμη δείχνει προς το πρόσωπο του θύματος. (Για άλλα είδη μούντζας, δες εδώ.) Παράγωγο ρήμα: μουντζώνω.

Δηλώνει απαξίωση ή περιφρόνηση (οπότε αποτελεί βρισίδι και προσβόλα, βλ. παράδειγμα 5) ή κοροϊδία (συνήθως φιλικά, βλ. παρ. 6). Μεταφορικά, η λέξη μπορεί να σημαίνει και κακοτυχία, γκαντεμιά (βλ. παρ. 2) ή απλώς αποτυχία (βλ. παρ. 3). Αυτά όταν την τρως. Όταν τη ρίχνεις, μπορεί να σημαίνει και παραίτηση (βλ. παρ. 4). Η χειρονομία συχνά συνοδεύεται από τις φράσεις:

• Να!
• Στα μούτρα σου!
• Στα μάτια σου!
Όρσε!
• Πάρ' τα (μη στα χρωστάω)!
• Πάρε πέντε!
• Πάρε δέκα! (σημ.: για μούντζα ντούμπλεξ, να κάνει παφ! - βλ. μήδι 2)

Συνώνυμα: φάσκελο/φασκελώνω, παράσημο ή βραβείο της ανοικτής παλάμης.

Ετυμολογία: Κατά Ανδριώτη, Φυτράκη και Μπαμπινιώτη η μούντζα προέρχεται από το μσν. μούτζα > μούζα (= μαυρίλα), ίσως από το *μούντα > *μούντη > μσν. επίθ. μουντός. Κατά Γιαννουλέλλη και Μωυσιάδη, προέρχεται από το περσ. muzh (πάλι μουντός).

Προέλευση: Στο Βυζάντιο, η διαπόμπευση (βλ. μήδι 3) ήταν μια συνήθης συμπληρωματική τιμωρία, που συνόδευε τη φυλάκιση, τον ακρωτηριασμό ή τη θανάτωση. Ήταν «η περιαγωγή του καταδίκου και η παράδοσή του στη χλεύη, στους ονειδισμούς αλλά και στις βάναυσες επιθέσεις του όχλου». Η διαπόμπευση υπήρχε, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, από την αρχαιότητα, και στην Ανατολή και στην Ελλάδα και στη Ρώμη, αλλά οι Βυζαντινοί την ανήγαγαν σε τέχνη: πρώτον, συνέβαινε για ψύλλου πήδημα (όχι μόνο για εσχάτη προδοσία, αλλά και για μικροκλοπές και όλα τα ενδιάμεσα). Και δεύτερον, είχε γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού βίου. Ήταν συχνότατο φαινόμενο, πολλές φορές λάμβανε χώρα στον Ιππόδρομο και ο λαός έβγαζε έτσι τ’ απωθημένα του κι εκτονωνόταν. Μεγάλη υπόθεση, σε μια περίοδο που δεν το 'χαν σε τίποτα να βγάλουν τα δικράνια και τους μπαλτάδες κι όποιον πάρει ο Χάρος. Ταυτόχρονα, αποτελούσε πολιτικό όπλο για τους άρχοντες (κοσμικούς και εκκλησιαστικούς), που πάντα καταδίκαζαν σε διαπόμπευση τον στασιαστή που απέτυχε, τον αυτοκράτορα ή πατριάρχη που μόλις εκθρόνισαν για να πάρουν τη θέση του, τον παπά ή τον ευγενή που τους έκανε κριτική. Εφόσον ο λαός συμμετείχε με χαρά στην τιμωρία και το διασυρμό του πολιτικού αντιπάλου, δε σκότωναν μόνο τον ίδιο, σκότωναν και το κύρος του και ό,τι αυτός πρέσβευε.

Η διαδικασία της διαπόμπευσης ήταν η εξής: Πρώτα έγδυναν τον κατάδικο, τον μαστίγωναν , τον κούρευαν και τον ξύριζαν. Τον έβαζαν καβάλα σε κάποιο όχι ιδιαίτερα ευγενές ζώο (συνήθως γάιδαρο) ανάποδα και συχνά τον υποχρέωναν να κρατάει την ουρά. Τον στεφάνωναν με σκόρδα και κρεμούσαν στο λαιμό του άντερα από το «χασαπειό» και κουδούνια. Και τον μουτζούρωναν, άλειφαν δηλαδή το πρόσωπό του με καπνιά. Αυτό το αναλάμβαναν άλλοτε οι δήμιοι στο στάδιο της προετοιμασίας, και άλλοτε ο όχλος στην πομπή: «μουτζούρωναν παλάμες και δάχτυλα με την καπνιά και τη γάνα των τσουκαλιών και των τζακιών, ζύγωναν τον «γαϊδουροκαθισμένο» και τον πασάλειβαν.» Από αυτή την κίνηση, μας έμεινε η μούντζα ως λέξη και ως χειρονομία. Όπως καθετί στην όλη διαδικασία, παραπέμπει στη χλεύη και στο ξεφτίλισμα.

Βέβαια, η διαπόμπευση δεν τέλειωνε εκεί, ούτε περιοριζόταν στο ψυχολογικό βασανιστήριο. Ο κατάδικος, και πριν και κατά τη διάρκεια, έτρωγε βρομόξυλο. Ο όχλος δεν τον πασάλειβε μόνο με καπνιά, αλλά του πέταγε και λάσπες, σάπια εντόσθια και ζαρζαβατικά, ούρα, κόπρανα, βραστό νερό, πέτρες και δε συμμαζεύεται. Και δεν κρατούσε απόσταση ασφαλείας: έσπαγε παΐδια, έβγαζε μάτια, ακρωτηρίαζε. Συχνά σκότωνε.

Η διαπόμπευση συνεχίστηκε επί Τουρκοκρατίας και ακόμα και στην ελεύθερη Ελλάδα, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα (όπου συνήθη θύματα ήταν οι πόρνες και οι μοιχαλίδες - οι μοιχοί ποτέ!). Χώρια οι «αναβιώσεις», όπως η μέθοδος Μπαϊρακτάρη για τους κουτσαβάκηδες και ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού (βλ. μήδι 4). Και φυσικά εντυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση. Άλλα γλωσσικά κατάλοιπα του ευγενούς αυτού αθλήματος: αποσβολώνομαι (από την ασβόλη, την καπνιά δηλαδή), για το γάιδαρο καβάλα, (μ)πομπές («τις ξέρουμε τις μπομπές της!»), βγαίνω ασπροπρόσωπος (όχι μουτζουρωμένος), άντε να κουρεύεσαι, προπηλακίζω (ρίχνω λάσπες), θα σε συγυρίσω (περιφέρω στους δρόμους για διασυρμό), γίνομαι βούκινο (από τους σαλπιγκτές που προπορεύονταν της πομπής), του κρέμασαν κουδούνια.

Ειδικές χρήσεις της μούντζας στη νεοελληνική πραγματικότητα:

1. Στο τιμόνι.
Επειδή, ως γνωστόν, ο κλασικός ο μαλάκας ο Έλληνας οδηγός είναι ευέξαπτος ανάθεμά τονε, και επειδή, ως γνωστόν, όλοι οι άλλοι οδηγοί στο δρόμο είναι σούργελα και μόνο αυτός ξέρει να οδηγεί, και επειδή όταν κατεβάζει καντήλια μέσα απ’ τ’ αμάξι παίζει να μην τον ακούνε απ’ έξω οπότε τζάμπα γκαρίζει, λογικό είναι να καταφεύγει στη χειρονομία. Τι πιο άμεσος τρόπος έκφρασης και ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για τον μουντζώνοντα: οι μούντζες που φεύγουν προς πάσα κατεύθυνση στους ελληνικούς δρόμους είναι συντριπτικά περισσότερες απ’ όλες τις υπόλοιπες μαζί, σε όλη την επικράτεια και για οποιονδήποτε άλλο λόγο.

Βγήκε ο απέναντι απ’ το κόκκινο και σ’ έκοψε; Πάτησε ο μπροστά φρένο απότομα; Πήγε ο αριστερά να μπει στη λωρίδα σου χωρίς φλας; Σου πετάχτηκε η γιαγιά-νίντζα στο δρόμο, να τη φας και να την πληρώνεις για άνθρωπο; Έχεις μπροστά σου το μπάρμπα-Μπρίλιο καρφωμένο στην αριστερή λωρίδα με 35 χλμ/ώρα; Πήγαν να σου κάνουν προσπέραση από δεξιά; Σου φάγανε μπαμπέσικα τη θέση για παρκάρισμα; Μουντζώνεις!

Αλλά και: Έχουν περάσει ήδη 0,018 μsec από τότε που άναψε πράσινο κι ακόμα να ξεκινήσει ο μπροστινός; Τη βγήκες από στοπ στον ταλαίπωρο κι αυτός (ο ηλίθιος!) κορνάρει; Έχεις σε απόσταση βολής γυναίκα οδηγό; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι γυναίκα οδηγός, δηλαδή κότα). Έχεις σε απόσταση βολής ποδηλάτη; (Δεν είναι ανάγκη να κάνει κάτι μεμπτό, αρκεί που είναι ποδηλάτης, δηλαδή αδερφή). Είσαι στην εθνική με 120 χλμ όριο ταχύτητας και ο βλαξ στην αριστερή λωρίδα πάει μόνο με 160, ενώ η δική σου η μηχανή μουγκρίζει και θέλει γκάζια; Περνάει πεζός από διάβαση; Περνάει πεζός από πεζοφάναρο; Πάτησες πεζό; Τράκαρες και φταις εσύ; Μουντζώνεις! Έτσι εκφράζεται ο άντρας ο σωστός ο πρόστυχος! (Κατηγορία που σαφώς περιλαμβάνει και γυναίκες βέβαια...) Βλ. παρ. 7, μήδι 5.

2. Προς απόντα. Ίσως οι πιο εμβληματικές μούντζες στην τέχνη της νεότερης Ελλάδας να είναι τα 4.836 (κατά προσέγγιση) φάσκελα που πέφτουν στο «Υπάρχει και φιλότιμο» (βλ. μήδι 6), και σχεδόν όλα φεύγουν στον αέρα, προς έναν απόντα, υποτίθεται, βουλευτή Μαυρογιαλούρο. Το καλό με τη μούντζα είναι ότι δε χρειάζεται να έχεις μπροστά σου το θύμα. Τη ρίχνεις στον αέρα (πλάγια, προς τα πίσω, «κάπου προς τα κει» και βασικά τυχαία) και ξεσπάς και ξεμπερδεύεις.

3. Προς αντικείμενο.
Μιας και μουντζώνουμε ό,τι μας εκνευρίζει, πολλά φάσκελα τρώνε και τα αντικείμενα, κυρίως μηχανήματα που χαλάνε, μαραφέτια που δε δουλεύουν, ξυπνητήρια που δουλεύουν (που να μην έσωναν) και υπολογιστές που κρασάρουν. Βλ. παρ. 8.

4. Προς θεσμό.
Πολλές μούντζες φεύγουν στον αέρα για να δηλώσουν περιφρόνηση προς κάποιο θεσμό (αλλά και οργανισμό, κόμμα, νομικό πρόσωπο, εκπαιδευτικό ή άλλο ίδρυμα κλπ). Για παράδειγμα, όταν τα πλήθη μουντζώνουν εν χορώ τη Βουλή των Ελλήνων (βλ. μήδι 7) ή την Αμερικανική Πρεσβεία ή τη ΔΟΥ της γειτονιάς τους, είναι σαφές ότι οι τα φάσκελα πάνε προς το θεσμό που συμβολίζουν τα εν λόγω κτίρια - ή ενδεχομένως τη διαφθορά που πάει πακέτο με δαύτονα - και όχι στα ντουβάρια per se.

5. Αυτοφασκέλωμα.
Η αυτοκριτική και ο αυτοσαρκασμός είναι μεγάλο πράμα. Όταν έχεις κάνει μαλακία και το παραδέχεσαι (βλ. παρ. 9), όταν έχεις τσαντιστεί με την πάρτη σου, όταν νιώθεις αφόρητα μαλάκας, ρίχνεις ένα μεγαλοπρεπές φάσκελο στη μούρη σου. Και είσαι κύριος.

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Στα ρουμάνικα, η μούντζα λέγεται tiflă και βγαίνει βέβαια από την τύφλα.

Υ.Γ. Να μη συγχέεται με τον μουτζαχεντίν, το μουτζό και τα παράγωγά του (αν και, κατά Πετρόπουλο, κι αυτό απ' τη μούντζα βγαίνει) και το facepalm (βλ. μήδι 8.)

Η μούντζα στο λόγο:

  1. - Και τότε, κυρία, ο Γιαννάκης με είπε στόκο και του 'ριξα κι εγώ μια μούντζα και μου 'κανε κωλοδάχτυλο και κάτι του είπα για τη μάνα του, ε, και πλακωθήκαμε.

  2. - Με μουντζώσανε σήμερα, ρε Βαγγέλη. Χάλασε τ' αμάξι, λεωφορεία στο δρόμο μου δεν πέρναγαν γιατί κάναν έργα, το μετρό δεν κουνιόταν γιατί κάποιος φούνταρε στις γραμμές, ταξί δεν είχε λόγω απεργίας, η πιπεριά γαμήθηκε...

  3. - Ρε συ, πώς γράφεται αυτός ο Χοφστάντερ-πώς-τον-είπες; Γιατί πάω να τον γκουγκλάρω και τρώω μούντζες απ' το ψαχτήρι.

  4. - Έφτασα μια ανάσα πριν το πτυχίο, και φρίκαρα. Ξυπνάω μια μέρα και λέω «δε θέλω, γαμώ την πουτάνα μου, να γίνω δικηγόρος, οι γονείς μου θέλουνε». Και τα μούντζωσα όλα, πήρα δάνειο κι άνοιξα μπαράκι. Δε βγάζω πολλά, αλλά δεν μπαίνω και μέσα, περνάω και καλά. Να κεράσω σφηνάκια;

Η μούντζα επί τω έργω:

  1. - Αρχίδι! Σκατόπουστα! Γαμώ το σπίτι σου μέσα, κερατά!
    - ΝΑ ρε μαλάκα! Άντε χάσου από μπροστά μου μη σε γαμήσω με αμμοχάλικο νυχτιάτικα!

  2. - Ωχ! Τα γυαλιά μου! Πού πήγαν τα γυαλιά μου; Έχασα τα γυαλιά μου!
    - Παρ' τα μη στα χρωστάω! Τα φοράς, ηλίθιε.

  3. - Όρσε, μαλάκα! Πώς βγαίνεις έτσι απ' το στοπ, κύριος; Θες να μας σκοτώσεις; Νύχτα το πήρες το δίπλωμα; ΝΑ! γαμώ την πανακόλα σου, πούστη άντρα, το μουνί που σε πέταγε...
    (συνεχίζει να βρίζει για κάνα πεντάλεπτο)

  4. - Λοιπόν, έχω ξαναπεράσει Windows, έχω ξαναεγκαταστήσει όλα τα προγράμματα, έχω βάλει διπλάσια μνήμη και καινούργια κάρτα οθόνης. Δεν μπορεί, θα το τρέξει τώρα το παιχνίδι.
    (δέκα δευτερόλεπτα αργότερα)
    - ΝΑ μωρή μαλακία, που θα μου πεις εμένα «an unexpected error occurred»!

  5. - Ρε συ, τι έχεις κάνει εδώ;
    - Τι;
    - Έχεις πατσάρει λάθος αρχείο, να, κοίτα, αυτό είναι για την προηγούμενη έκδοση. Και μετά απορείς που δεν τρέχει το παιχνίδι.
    - Ε, είμαι μαλάκας.
    (μουντζώνεται)

Ο Λένιν μουτζώνει την Τυφλίδα... (από HODJAS, 22/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική ακραία απειλητική έκφραση του στυλ «θα σε κλάψει η μάνα σου στο μνήμα», η οποία προσβάλει καθαρά την ίδια τη ζωή του παραλήπτη. Αναφέρεται στον αριθμό (τέσσερις) των κορακιών κασοφόρων, των οποίων αποστολή είναι η μεταφορά του φέρετρου στην ύστατη κατοικία του.

Χρησιμοποιείται συνήθως από ακίνδυνους μαχαλόμαγκες - κουραδόμαγκες που πουλάνε μαγκιά από χόμπι, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν κάνουν πράξη τις απειλές τους, γιατί όπως ορίζει η λαϊκή σοφία: «σκυλί που γαβγίζει δε δαγκάνει» (και τούμπαλιν).

- Τι κοιτάς ρε; Την κοπέλα μου κοιτάς; Θα πεθάνεις ρε! Θα σε πάνε τέσσερις! Θα σου πιω το αίμα! Θα...θα...

κλπ, κλπ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχει δύο έννοιες:
1) Θα γίνει χαμός με την καλή έννοια (θα καεί το πελεκούδι, θα το κάψουμε)

2) Θα γίνει χαμός με την κακή έννοια (θα γίνει της πουτάνας)

Η προέλευση του για μένα άγνωστη αλλά μάλλον έχει σχέση με τον χαμό που γινόταν στις ταινίες γουέστερν και ίσως της ζημιές που προκαλούσε o μοχθηριάρης [sic] Τεξανός Υosemite Sam στα Μικυμάου.

  1. -Μαλάκα μου άκου, ο Ηλίας μού 'πε πως θα φέρει την Κυριακή στο πάρτι μια κούτα με ούζα και μερικές Ρωσίδες!!!
    -Κανονική παρτούζα δηλαδή! Θα γίνει Τέξας λέμεεεε!!!

  2. -Κοίτα μπαμπά, δε ξέρω πως να στο πω αλλά... να... έμεινα μετεξεταστέος για τον Σεπτέμβρη...
    -ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΕΞΑΣ! ΘΑ ΣΟΥ ΠΑΡΕΙ Ο ΔΙΑΟΛΟΣ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ! ΑΑΑΑ!!!

Ο Yosemite Sam (από AN21, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποπατώ, βεβαίως, αλλά δεν είναι αυτή η έννοια που θα μας απασχολήσει απόψε.

Η λέξη - που, αντίθετα από το αποπατώ, είναι μεταβατική: χέζω κάποιον - σημαίνει ενίοτε και «κατσαδιάζω, κατακεραυνώνω». Παραδόξως, σ' αυτή τη σημασία είναι ταυτόσημη με το ξεχέζω, ενώ θα ανέμενε κανείς το αντίθετο.

Γενικά, το ξεχέζω λέγεται συχνότερα από το χέζω. Tο χέσιμο, όμως, και το ξέχεσμα - αμφότερα εδώδιμα: έφαγα ένα ξέχεσμα αλλά και έφαγα ένα χέσιμο - χρησιμοποιούνται περίπου εξίσου συχνά με τη σημασία της κατσάδας, της ρομπατσίνας.

Τι ώρα πήγε πάλι ρε πούστη! Πάω σπίτι, θα με χέσει η μάνα μου.

Βλ. και χεσίδι, κωλόχερο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι σφαλιάρες, οι φάπες. Παλιά έκφραση, μάγκικη, που την χρησιμοποιούσε κατά κόρον ο μέγας Τσιφόρος.

Μία από τις κατώτερες μορφές ξύλου, καμμία σχέση με το κλωτσομπουνίδι, το βαράτε, το βρωμόξυλο, το σάτα κιούτα.

Με τις ψιλές δεν κάνεις γκάιντα κανέναν, αλλά του σπας τον τσαμπουκά και τον κάνεις ξεφτίλα στον περίγυρο για να μην παίρνουν θάρρητα κι άλλοι. Έχει δηλαδή μία δόση υποτίμησης προς τον αποδέκτη, εννοώντας ότι δεν είναι και για παραπάνω, είναι για μισό μπουκέτο το πολύ.

Α, οι ψιλές συνήθως πέφτουν.

- Σιλάνς.
- Γιατί ρε, τι θα μου κάνεις; Θα μου κλάσεις μια μάντρα αρχίδια.
- Σιλάνς για θα πέσουν ψιλές λέμε.
- Σιγά τ' αυγ...
- [Φαπ]
- ...ά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κώλος, σημαίνει τελείως «μουνί».

Ζωρζ: Τί παίχτηκε εχθές με τον Χρηστάρα;
Ανρί: Άσε, γίναμε κώλος (τελείως μουνί δηλαδή).

Quel cul! (από Vrastaman, 30/10/09)(από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. νικώ

  2. σκοτώνω

  3. γαμιέμαι

  4. ως συνθετικό πολλών εκφράσεων έχει διαφορετικές σημασίες. Βλ. παραδείγματα 4-9

  1. Τους φάγαμε! 4-1 το σκορ!

  2. Πήγανε να τον φάνε αλλά δεν τα κατάφεραν.

  3. Χθες τον έφαγα και το 'φχαριστήθηκα. Τρεις μήνες είχα να γαμηθώ!

  4. τρώω γκολ π.χ. Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τρία και τα παίξατε ε;

  5. τρώω τον πούλο
    α. χάνω (σε παιχνίδι, κλπ) Χθες η ομαδάρα σας έφαγε τον πούλο και τα παίξατε ε;
    β. φεύγω (με διώχνουν)
    -Είναι ακόμα αυτοί εκεί;
    -Μπα, πήραν τον πούλο και άδειασε ο τόπος...

  6. τρώω τον σκασμό = το βουλώνω

  7. τρώω ξύλο, τις τρώω = με χτυπάνε, με δέρνουν

  8. τρώω από το τρίτο το μακρύτερο = την παθαίνω, την πατάω

  9. τρώγομαι
    α. είμαι ανήσυχος, έχω αγωνία, π.χ. Χθες η Έλλη τρωγόταν όλη μέρα, δεν ξέρω τι την έπιασε.
    β. τσακώνομαι, π.χ. Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα. Οι από κάτω τρωγόντουσαν και δεν με άφησαν να κλείσω μάτι.

Δες και ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παλιός ευφημισμός για το χέζω (απο τα χρόνια που οι τουαλέτες βρίσκονταν ακόμη εκτός σπιτιού) που επιβιώνει ακόμα χάριν πολιτικής ορθότητας αλλά και συντομίας (έναντι του πάω τουαλέτα/στο μέρος).

  2. Στη φράση την βγαίνω (+ σε/από): κάνω απρόσμενο (και αθέμιτο) ελιγμό συμπεριφοράς. (Παράβαλε και την μπαίνω)

  1. - Τι έχεις ρε γιαγιά, σαν το λεμόνι είσαι όλη μέρα.
    - Τι νά 'χω γιε μου, μ' αυτά τα χάπια που μου δίνει ο γιατρός, τρεις φορές βγήκα σήμερα...
    - Καλά, ας μη χλαπάκιαζες τρείς καυτερές το μεσημέρι και θα σού 'λεγα...

  2. - Τί άκουσα ρε άτομο; Πλάκωσες λέει στις φάπες χθές τον Ρούλη;
    - Ε είναι να μήν τον πλακώσεις, τον τάκη; Να μού'ρχεται γραμμή απ'το σκυλάδικο και με το που βλέπει τα φρικιά στην παρέα να μας τη βγαίνει στο ροκάδικο;
    - Δηλαδή τί είπε ρε;
    - Οτι καταβάθος λέει γουστάρει Δάντη και Ρουβά, επειδή εχουν ωραία σόλα...

Στο σινεμά του Bunuel αντιστρόφως μπαίνουν για να χέσουν και βγαίνουν για να φάνε. (από Khan, 14/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified