Selected tags

Further tags

Χιουμοριστική παρομοίωση φαφλατά-ασυναρτησιολόγου, που ενδημεί σε κάθε καφενείο της ημεδαπής, με τον ομώνυμο μέγα διδάσκαλο της αριθμοσοφίας, που δίδαξε κατά τις μεταμεσονύκτιες μικρές ώρες της δεκαετίας του ’90, στο πάνελ των «Παιδιών της Νύχτας».

Ο τύπος λοιπόν αυτός, αναφέρεται σε ανύπαρκτα αρχαία ελληνικά (τί άλλο;) ρητά, κάνει μνεία στην υποτιθέμενη αντιστοιχία μουσικών κλειδιών και αριθμών με την ελληνική γλώσσα, παραφράζοντας ο,τι έχει τσιμπήσει δώθε-κείθε για τους Πυθαγόρειους και ΣΙΑ, διαθέτει χάρτες για το κατά που πέφτει η Ατλαντίδα, γνωρίζει ανθρώπους-κλειδιά στο Πεντάγωνο κι έχει τις πληροφορίες του για τις επόμενες κινήσεις των Τούρκων σε βάθος εικοσαετίας, εξαίρει (χωρίς να ξέρει) το ανυπέρβλητο αρχαιοελληνικό πνεύμα (επειδή έτσι μας έχουν πει οι Εβροπέοι), αναλώνεται σε επεξηγήσεις πολύπλοκων λεπτομερειών παραδόξων φαινομένων (που έστω και μια δόση αλήθειας να περιέχουν, είναι άχρηστες και ασήμαντες), συνωμοσιολογεί (βλ. οι Οβραίοι, τα ούφο κλπ), παρετυμολογεί κάθε λέξη-έκφραση ελληνική ή ξένη, προκρίνοντας αρχαιοελληνική καταγωγή (π.χ. μουσαφίρης < τα μισά φθείρεις, ασιχτίρ < σε οικτίρω κλπ) και πραγματοποιεί αδόκιμες και επιστημονικά αυθαίρετες χρονικές και τοπικές συγκρίσεις-υποθέσεις, γενικολογώντας καφενοβίως, αλλά με προσποιητή ακριβολογία και οξυδέρκεια. Με ντοκουμέντα πάντα...(!) Δηλαδή, μπερδεύει την πούτσα με την βούρτσα και το τρόλεϊ με το βόλεϊ…

Παραδείγματα Λάσκειου λόγου:

  • Τί θα γινόταν στις ανατολικομεσημβρινές κινεζικές επαρχίες το 1375 π.Χ. αν δεν είχε στεφθεί αυτοκράτωρ ο Κλαύδιος το 41 μ.Χ.,
  • Αν ο Χιροχίτο είχε ρίξει πρώτος τη βόμβα τώρα θα μιλούσαμε όλοι γιαπωνέζικα,
  • Οι αρχαίοι είχαν ανακαλύψει πετρέλαιο στις Κουκουβάουνες, αλλά είχαν προβλέψει την αναλογία 7/10 και προτίμησαν να σιωπήσουν,
  • Το σουτζούκ-λουκούμ κι ο σαπούν-χαλβάς είναι βυζαντινά = αρχαιοελληνικά (sic) εδέσματα,
  • Αν προσθέσεις την τετραγωνική ρίζα του αθροίσματος των αντιστοιχούντων σε αριθμούς, γραμμάτων της πελασγικής αλφαβήτου, ενός συγκεκριμένου χαϊδευτικού γυναικείου ονόματος, στο γινόμενο του διαιρέτη του ποσού που προκύπτει από την εκάστοτε μέτρηση κιλοβατώρων της Δ.Ε.Η. σπίτι σου, προς την επιθυμητή ημεροχρονολογία απολύσεώς σου από το στρατό, επί της διαμέτρου της πούτσας του Τζων Χόλμες (παγκόσμιος σταθερά κατά το σύστημα CGS), θα προκύψει με ακρίβεια Ångström, η αμοιβή που θα σκάσεις στον ψυχίατρο,
  • Οι Αλβανοί είναι πιο ντόμπροι απ’ τους Ρουμάνους,
  • Το ευρώ φτιάχτηκε για να καταστρέψει τον ελληνισμό και δεν προέρχεται ετυμολογικά από την Ευρώπη, αλλά απ’ τους Εβραίους,
  • Τον καιρό του μακαρίτη του Παπαδόπουλου, πίνανε νερό στ’ όνομά του στα χωριά, αφού έφτιαχνε αδιάκοπα όλο βρύσες (και δρόμους),
  • Το εβραϊκό λόμπι της Αμερικής κινεί τα νήματα, μόνο και μόνο για να τη σπάσει στους Έλληνες,
  • Ο Λιακόπουλος έχει πέντε διδακτορικά από αναγνωρισμένα (και παραγνωρισμένα), πανεπιστήμια του εξωτερικού, απλώς δεν έχει ασχοληθεί να δώσει ΔΙ.Κ.Α.Τ.Σ.Α.,
  • Ο Άδωνις ξέρει τί λέει...

Και άλλα πολλά.

Να μην συγχέεται με τον τύπο Φον Νταίνικεν ή τον Λιακό, διότι αυτός ο δύστυχος μάλλον πιστεύει αυτά που λέει και καλεί τη γυναίκα του να σηκωθεί από καρέκλα-κρεβάτι-ντιβάνι-καναπέ ωρυόμενος «πώς βρέθηκαν οι μελιτζάνες στο ψυγείο;» σε ύφος «πώς βρέθηκαν οι πυραμίδες στις Μυκήνες;», ενώ ο μέγας Λάσκος ήτο μεγάλη μαλαγάνα!

Μια εγκλέζικη παροιμία λέει, ότι ο νευρωσικός χτίζει σπίτι στα σύννεφα, ο ψυχωσικός ζει μέσα σ’ αυτό κι ο ψυχίατρος χρεώνει το νοίκι. Ο συνονόματος του Λάσκου, συνήθως χαίρει άκρας ψυχικής υγείας, γι’ αυτό λέξη δεν πιστεύει απ’ όσα λέει, παρά μόνο παραμυθιάζει τους άλλους, για να περνά η ώρα...

- Πώς σε λένε εσένα παιδί μου;
- Λουκία!
- Φωτεινούλα δηλαδή! Το ξέρεις ότι το ονοματάκι σου είναι ελληνικότατο και σημαίνει λύξ=φώς < λυκαυγές/λυκαβηττός κλπ + Γιώργος (που λένε εμένα), δηλαδή Γοργίας < Γοργώ=η Μέδουσα με τα μάτια που σε μαγνητίζουν, δηλαδή είσαι το φως των ματιών μου!
Γοργίας: Γάμμα (3ο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου) + όμικρον (=μηδέν) + ρό (17ο) + γάμμα (3ο) + γιώτα (9ο) + άλφα (1ο) + σίγμα (18ο) – 2 (όσκαρ που κέρδισε ο Γούντι Άλεν το 1977) = 49. Τετραγωνική ρίζα του 49 είναι το 7, ο μαγικός αριθμός των προσολωμοντείων = οι μέρες της εβδομάδας που πρέπει να είμαστε μαζί!
- Δε μας απαρατάς λέω γω βρε Λάσκο, που πα’ να ρίξεις και γκόμενα με τέτοια σάπια;

Δες και μπουρδολόγος, παπαρολόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συγκεκριμένη καραβάνα δεν έχει καμία σχέση με τη στρατιωτική καραβάνα.

Ο όρος μας έρχεται από τη βυζαντινή εποχή, όπου τότε καραβάνα σήμαινε καραβάνι ομάδας εμπόρων και προσκυνητών με κοινό προορισμό. Οι ταξιδιώτες συνταξίδευαν για ασφάλεια μαζί με καμήλες, γαϊδούρια, κλπ.

Τα ταξίδια αυτά ήταν πολυήμερα και κουραστικά και έτσι, για να μη σαλτάρουν και πλήξουν οι άνθρωποι, μιλούσαν συνεχώς, περί ανέμων και υδάτων.

Οταν αναφέρουμε τον όρο, αναφερομαστε σε αναξιόπιστα λόγια, σε λόγια χωρίς σοβαρότητα και σπουδαιότητα, σε ανοησίες, αερολογίες, μπαρούφες.

Αυτά είναι λόγια της καραβάνας που λέγονται από τους γνωστούς «ξερόλες» του κλάδου. Δες

(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)(από GATZMAN, 11/03/09)

Δες και ό,τι να 'ναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναικεία ορμόνη η οποία εκκρίνεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες και προκαλεί σύνδρομο ακατάπαυστης ομιλίας μετά γκρίνιας και ποικίλων σχολίων. Επιστήμονες πιστεύουν ότι αν βρεθεί τρόπος περιορισμού της μουρμουρόνης, ο μέσος όρος ζωής των ανδρών θα αυξηθεί άμεσα κατά 15-20 χρόνια.

Αμάν ρε Τασία, πάλι μουρμουρόνη τρέχει στο αίμα σου;;; άσε τη γκρίνια να φάω σαν άνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μιλώ ακατάπαυστα χωρίς να λέω κάτι ουσιώδες.

Όλο το βράδυ χτες μπαμπάλιζε βλακείες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Με αφορμή ένα άρθρο από τον ιστότοπο του σλάνγκου συναδέλφου sarant, πρότεινα να γίνει μια καταγραφή των συνωνύμων της «μπαρούφας», ώστε να την ρίξω δωδαπανά στο σλανγκρ, με σκοπό να προστεθούν και άλλα, να γίνουν τα δέοντα λυνξ, κουτουλού κουτουλού.

  2. Ο Σάραντ μου μάζεψε όσα πέρασαν από το σάιτ του (βλ. εδώ), προσέθεσα και μερικά δικά μας και ιδού.

  3. Η καταγραφή εννοείται ότι, όπως γίνεται με όλα τα συγκεντρωτικά αυτά λήμματα, είναι ανοιχτή σε προσθήκες.

  4. Στον αλφαβητικό αυτόν κατάλογο χωράει οποιοδήποτε συνώνυμο, σλανγκ ή μη, σημερινό ή όχι, μονολεκτικό ή περίφραση / έκφραση, σε ενικό ή πληθυντικό, ό,τι.

  5. αεροκοπανίσματα

  6. αερολογίες
  7. αηδίες
  8. ακριτολογίες
  9. ακριτομυθίες
  10. αλαμπουρνέζικα
  11. αμερικλανιές
  12. ανοησίες
  13. αντίδια (Χ. Κλυνν)
  14. άρες, μάρες, κουκουνάρες
  15. αρλούμπες
  16. αρτίδια
  17. αρκίδια
  18. αρχιδέες
  19. αρχίδια
  20. αρχίδια καλαβρέζικα
  21. αρχίδια Μιραλέικα
  22. αρχιδιές
  23. αρχιδιές καμαρωτές
  24. ασυναρτησίες
  25. ατοπίες
  26. αφέλειες
  27. βαλακείες
  28. βατταρισμοί
  29. βερμπαλισμοί
  30. βλακείες
  31. βλακεύματα
  32. βουρλισιές (κερκυραϊκό)
  33. γελοιότητες
  34. γκαβά
  35. γκαβομάρες
  36. εγκεφαλοκλάνι
  37. εύκαιρα, τα (ποντιακό)
  38. ηλιθιότητες
  39. ζαντά, τα (ποντιακό)
  40. ζεβζεκιές
  41. ιστορίες για αγρίους
  42. ιστορίες με φίδια
  43. και τα ρέστα παγωτά
  44. καμενιές
  45. κασμέρια (κοζανίτικο)
  46. κασμιρλίκια
  47. κενολογίες
  48. κλαπαρχιδιές
  49. κλαπαρχιδέλες
  50. κογιοναρίες (επτανησιακό)
  51. κολοκύθια τούμπανα
  52. κολοκύθια με τη ρίγανη
  53. κοτσάνες
  54. κουζουλάδες
  55. κούκου
  56. κοντραπαξιμάδια
  57. κουκουρουκιά
  58. κουκουρούκου μανταλάκια
  59. κουλά
  60. κουραφέξαλα
  61. κουρλά (Κεφαλλονιά, κουρλός= τρελός)
  62. κουταμάρες
  63. κουτουράδες
  64. κουφά
  65. κουφαμάρες
  66. κρετινισμοί
  67. Λασκολογίες
  68. λαφαζανιές (κυπριακό)
  69. λήροι
  70. ληρωδίες
  71. λωλάδες (Θάσος)
  72. μαβλακείες
  73. μακακίες
  74. μαλακίες
  75. μαλακίες στο πάτερο
  76. μα-μου ιστορίες
  77. μαρσίρες
  78. μασάλια
  79. ματαιολογίες
  80. μερελιές (Πατρινό)
  81. μερεμέτια
  82. μιναριές(Πατρινό)
  83. μουρλάδες
  84. μούφες
  85. μπαγκατέλες
  86. μπαλαφάρες
  87. μπανταλά, τα
  88. μπαπατάτες
  89. μπαρμπούτσαλα ή μπουρμπούτσαλα
  90. μπαρούφες
  91. μπίρι-μπίρι
  92. μπλα μπλα
  93. μπαρτζολέτες
  94. μπούρδες
  95. μπουρδολογίες
  96. μπουρμπουλήθρες
  97. μπούρου-μπούρου μαλακίες
  98. μπόφκες
  99. μωρία
  100. μωρολογίες
  101. ξεροκεφαλιές
  102. ξουρίες του μπαρμπέρη
  103. ό,τι νά 'ναι
  104. παλαβάδες
  105. παλαλά, τα
  106. παπάντζες (αγρινιώτικο)
  107. παπατζιλίκια
  108. παπαραλήρημα
  109. παπαρδέλες
  110. παπαριά καμαρωτή
  111. παπάρες
  112. παπάρια μέντολες / μάντολες
  113. παπαριές
  114. παπαριές μανίτσα μου
  115. παπαρολογίες
  116. παπαρούπες
  117. παραλογισμοί
  118. παραμυθιάσματα
  119. παρλαπίπες
  120. πατάτες
  121. πέη πουά
  122. πελάρες (κυπριακό, λαλώ πελάρες)
  123. περικοκλάδες
  124. πίπες
  125. πίτσες μπλε
  126. πομφόλυγες
  127. πούτσες μάλλινες
  128. πούτσες μπλε
  129. πουτσίδια
  130. ρουβάδες
  131. σαχλαμάρες
  132. σαχλαμπούχλες
  133. σάχλες
  134. σαψαλίκια
  135. σεντίνες
  136. σερσεμιές
  137. σιουφίνες (γιαννιώτικο)
  138. σκουπίδια
  139. σούξου μούξου
  140. σούξου μούξου μανταλάκιακαι τα ρέστα καραμέλες
  141. σοφιστείες
  142. τούβλα
  143. τον πούτσο κλαίγανε
  144. τρίχες
  145. τρίχες κατσαρές
  146. τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες
  147. τσαμπουνίσματα
  148. τσουμτσούκια
  149. τσούτσες
  150. ύθλοι
  151. φαντασιοκοπήματα
  152. φληναφήματα
  153. φλήναφοι
  154. φούμαρα
  155. φούσκες
  156. χαζά
  157. χαζολογήματα
  158. χαζομάρες
  159. χειρηλασίες
  160. χοντράδες
  161. χοντροκοπιές
  162. ψευτιές

Σχετικά: 1. άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε
2. από την πόρτα σου περνώ...
3. άρτσι μπούρτσι και λουλάς
4. γκάου
5. ζαβαρακατρανέμια
6. καλά κρασιά
7. καλά, πιάσε μια Amstel
8. ό,τι θυμάται χαίρεται
9. ο,τινανισμός
10. ό,τι του φανεί, του Λωλοστεφανή
11. τον πούτσο κλαίγανε
12. του Κίτσου η μάνα κάθονταν
13. τρία πουλάκια κάθονται
14. ωραία φέτα
15. και το αυτοαναφορικό λημματολάσπη

«Σ' αγαπάω, αλλά
μη μου λες μπανταλά»

(από τραγούδι που ανέφερε χρήστης του μπλογκ του Σάραντ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλυαρώ, πολυλογώ, φαφλατίζω. Ηχομιμητικό της καθομιλουμένης.

Κοντινά: παπαρολογώ, μπούρου-μπούρου, αβέλω νάψες

Παλιά έβλεπα σαν μανιακή σειρές στο pc, τώρα με το παιδί δεν προλαβαίνω αλλά κάθε βράδυ βλέπουμε στην τιβι και του λέω τί γίνεται και τρελαίνεται! Για το δε τηλέφωνο, άμα τύχει να μπλαμπλαδίζω με φίλη (λίγο σπάνιο) αποκοιμιέται ενώ με βλέπει!

εδώ


Τόση ώρα μπλαμπλαδίζω χωρίς να έχω καταλήξει σε έναν απόλυτο ορισμό για την έννοια αυτής "της απόλυτης αγάπης".

εδώ


η ιστορια εχει ως εξις''ασ παιανιας με γιογκα διαφορων ειδων διαλογισμο και ολα τα απαραιτητα για να δημιουργηθει το απαραιτητο αισθημα του ανθρωπου που τελικα βρισκει τον θεο μεσα του εξω του και οπου αλλου.Αφου μας τελειωνει η γιογκα του διαλογισμου του σκετου χωρις ασκηση δηλαδη μπαινει στην αιθουσα μια θεοπνευστη κυρατσα να μιλησει οπως ειπε για τα προ βληματα χωρου του ασραμ,γιναμε πολλοι και δεν μας χωραει ο τοπος!!!!!αφου μπλαμπλαδιζε τις απειρες μπουρδες δια το οτι ο χωρος ειναι δια ολους τους πιστους κτλ(στο ονομα βεβαια καποιας κυριας η και περισοτερων απο δαυτους)αρχισε να πιεζει αφορητα για τον πληστηριασμο ενως κοσμηματος απο δωρεα μια αλλης λειψης στο μυαλο το οποιο πωληθηκε σε κυριο προβληματικο στην τιμη των 3000 ευρω μονο αυτο το διπλανο οικοπεδο που ηθελαν να αγορασουν για να απλωθουν στοιχιζε βεβαια κατιτις παραπανω αλλα οπως λεει και η παριμοια 'φασουλι φασουλι γεμιζει το σακουλι'και απο οτι φανταζομαι θα γεμισε συντομα...μια και ειναι και χορτοφαγοι οι ανθρωποι...εως εξω σε φτανουν προσπαθοντας να σου πουλησουν μεχρι και λαχανικα οχι για τα χρηματα βρε παιδια αλλα για την οικολογια ρε γαμωτο....

εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ χωρίς να λέει τίποτα το ουσιαστικό, εκ του μπλαμπλά που αποτελεί ηχομιμητική λέξη, η οποία δηλώνει την συνομιλία. Ενίοτε δηλώνει και τον κομπορρήμονα, τον καυχησιάρη. Επίσης, όσους εξ επαγγέλματος καταφεύγουν σε ατέρμονη αναπαραγωγή ξύλινης γλώσσας, καθώς οι πολιτικοί και οι δημοσιομπλαμπλάδες.

Trivium: Ο μπλαμπλάς ήταν επίσης «παιχνιδάκι που είχε κυκλοφορήσει από την AS γύρω στο 1995. Ήταν μια μικρή συσκευούλα σε μέγεθος παλάμης που ήταν στην ουσία ένα μίνι μαγνητοφωνάκι. Μπορούσε να ηχογραφήσει λίγα δευτερόλεπτα και μετά να τα επαναλαμβάνει. Είχε ένα μεγάλο μεγάφωνο, δύο κουμπιά (ένα για να ξεκινήσει η ηχογράφηση και ένα για να παίξει η ηχογράφηση) και στο πλάι μια ροδέλα ρύθμισης της έντασης του ήχου». (Δες).

  1. Για να δούμε, θα ακούσουμε κάτι συγκεκριμένο ή θα είναι και πάλι μια σούπα από μπόλικους μπλαμπλάδες και ακατανόητα ιδεολογήματα... (Εδώ).

  2. Ο άσχετος δημοκράτης μπλαμπλάς. (Εδώ).

  3. αφιερωμενο σε όλους τους γαμιάδες μπλαμπλάδες (Εδώ).

Και μπλαμπλάκιας. Στο 1.53. Μυδασίστ: Σφυρίζων. (από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ακατάσχετα φλύαρος και, κατ' επέκταση, αερολόγος. Διακόπτει τους άλλους συνεχώς - π.χ. άσε, πού να σου λέω ή, καλά, άμα σου πω τι έπαθα ... - μονοπωλεί μονίμως την κουβέντα, λέει μόνο για να λέει και λατρεύει τον ήχο της φωνής του.

Η λέξη σχηματίζεται από το μπουρ-μπουρ (ή, μπούρου-μπούρου βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες) με δεύτερο συνθετικό το -αγάς, όπου αγάς είναι ο τοπικός διοικητής ή αφέντης την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο μπουρμπούραγας, λοιπόν, δεν είναι απλώς πολυλογάς - είναι και ο αρχηγός των πολυλογάδων και, ωσεκτουτού, απίστευτος σπασοκλαμπάνιας.

Στον επαγγελματικό στίβο, ο μπουρμπούραγας απαντάται συχνά στους χώρους των πωλήσεων και του πι-αρ όπου διακρίνεται ως biri biri maker. Αν ακολουθήσει καριέρα πανεπιστημιακή/νομική/τηλεοπτική συχνά εξελίσσεται σε ειδικό μπουρδολόγο / παπαρολόγο. Στο οικογενειακό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ενοχλητικός αν έχει και άποψη για τα θέματα του νοικοκυριού - αν είναι, δηλαδή, και γυναικοθόδωρος.

Σημειωτεόν ότι ο όρος μπουρμπούραγας δέον να χρησιμοποιείται μόνον για άντρες. Μια γυναίκα μπορεί να χαρακτηρισθεί μπουρμπούρα αλλά συνηθέστερα την λέμε γλωσσού, γλωσσοκοπάνα, γαλιάντρα ή κατίνα - αν και όλα αυτά έχουν κάποιες λεπτές νοηματικές διαφορές.

- Καλέ, τι πράμα είναι αυτός ο ξάδερφος σου ... πρώτος μπουρμπούραγας ... ήρθε επίσκεψη προχτές, αρμένικη βίζιτα την έκανε ... τρεις ώρες έκατσε, γλώσσα μέσα δεν έβαλε ... μπούρου-μπούρου και μπούρου-μπούρου, μας έπρηξε ... και πανάθεμα με αν θυμάμαι ένα πράμα που μας είπε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χαρακτηρίζει ανούσιες και πολλές κουβέντες.

Ένας άλλος τρόπος για να πεις στον συνομιλητή σου να σταματήσει να σου μιλάει γιατί σε έπρηξε.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί με όσα μπούρου κρίνεται απαραίτητο από τον ομιλητή.

  1. Με άρχισε στα μπουρουμπούρου.

  2. - Μαλάκα πήγα εχτές στον δικό μας, πέτυχα το Μήτσο τον φλώρο και είχε δίπλα του έεεεενα μουνιιιιί! Αφού έπαθα πλάκα ρε σου λέω, είναι δυνατόν τέτοιο άτομο...
    - Μπουρουμπούρου...

  3. Με έβαλε κάτω και μπουρουμπουρουμπουρουμπουρουμπουρου δε σταμάταγεεεεεε!

βλ. και μπούρου-μπούρου μαλακίες, μπίρι-μπίρι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το διαδικτυακό σεντόνι, που καλύπτει τουλάστιχον μία οθόνη υπολογιστή.

Αντώνυμο: το σλανγκίζειν εστί φιλοσοφείν.

Στο σάιτ μας οθονιές (με την καλή έννοια) εκ συστήματος γράφουν οι χρήστες GATZMAN, Mes, Hank, Pirate Jenny και συχνά οι Vrastaman, Poniroskylo κ.ά.

Αντώνυμο: Dirty Talking.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified