Further tags

Ρεζιλεύω, κράζω, προγκάρω. Επιστημονικά: αποδοκιμάζω έντονα και φωναχτά.

Προέρχεται από τον αστείο και έντονο ήχο της καραμούζας.

Επίσης αναφέρω το επακόλουθό του ουσιαστικό «καραμούζιασμα».

- Ρε παιδιά τι έγινε ο Λάκης; Καιρό έχει να φανεί από 'δω.
- Πού να έρθει, ρε. Τον καραμουζιάσανε με τις μαλακίες που έκανε και δεν τολμάει να εμφανισθεί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αμοιβή ή δωράκι προς κάθε καρυδιάς μεταφορέα: από το πουρμπουάρ τση γκαρσόνας μέχρι και τον άξιο μισθό του φερτάκια.

Εκ του φέρνω και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοτέτοιου -ίκι.

1.
Φερτίκι. Τα χρήματα ή τα δώρα που παίρνεις ή δίνεις για τη μεταφορά πραγμάτων (δώσε το φερτίκι στο παιδί, που έφερε τη βαλίτσα)

2. Για τον σχηματισμό με βάση το φερτ- συγκρίνετε και τη λέξη φερτίκια (τα), παναπεί τα κόμιστρα, όπου το παραγωγικό επίθημα είναι μεν το -ίκια αλλά —όπως και στην περίπτωση του -(τ)άκιας— το ταυ στο -(τ)ίκια ευνοείται από παρόμοιες λέξεις που το έχουν: βρετίκια, μπατίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.

Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.

Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι περιγράφεται μια κατάσταση άσχημη, μαύρη κι άραχνη, μη αναστρέψιμη, χωρίς ελπίδα, που δεν επιδέχεται βελτίωση.

Η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διευρυμένα και να χαρακτηρίσει και πρόσωπα ή αντικείμενα.

  1. Εκείνος: - Πώς παν οι δουλειές;
    Ο άλλος: - Χάλια μαύρα, είμαστε για τ' ανάθεμα.

  2. - Τι έλεγε το καινούργιο γκομενάκι που γνώρισες;
    - Άστο, ήταν για τ' ανάθεμα.

  3. Πήγα να δω για ν' αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ήταν για τ' ανάθεμα, τζάμπα το χρόνο που χαλάλισα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο σλανγκιάρικη εκδοχή του κλισέ (> γαλλ. cliché, στερεότυπο), με τη προσθήκη του γαμοσλανγκοτέτοιου -άρικο (βλ. π.χ. λιμπιντιάρικο, χασιάρικο, κασιδιάρικο).

Περιγράφει προβλέψιμες, τετριμμένες και ντεζαβού μανιέρες, τέχνες, λόγους και άλλοθι. Φοριούνται και αναπαράγονται ad nauseam λόγω βαρεμάρας, έλλειψης φαντασίας ή / και παιδείας, ή απλώς επειδή πουλάνε.

1. «Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ΣΥΡΙΖΑ» Συγγνώμη για τον κλισεδιάρικο τίτλο του κειμένου. Το κείμενο εναλλακτικά θα μπορούσε να έχει τίτλο: Δεν είμαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντι-εγώ, αλλά δεν μου φάνηκε καλαίσθητο.

2.
Πράγματι δεν είναι υπάρχει πιό κλισεδιάρικο και ντεκαβλέ πράγμα απο τις τσόντες.

3. Οι περιοχές που επισκεπτόμαστε είναι κλισεδιάρικες όσο δεν πάει (μεσαιωνικά κάστρα, ορυχεία, χιονισμένες περιοχές, δάση, κτλ)...

4.
Στην περιπτωσή μου κατάλαβα ότι αυτό το κλισεδιαρικο βιολογικό ρολόι δεν είναι καθόλου κλισεδιάρικο. Είναι αληθινό και κάθε φορά που βγαίνει ο κούκος (το δικο μου ρολοι είχε και κούκο) σου αστράφτει μια και σε ρωτάει; ” Εσυ, κούκου, πότε θα γίνεις μανα;

Got a better definition? Add it!

Published

Πλουμπιά, η (ουσ.). Η αίτηση ή/και λήψη μονοημέρου κανονικής αδείας της οποίας δεν προηγείται ή έπεται σαββατοκύριακο ή αργία.

- Τι έγινε, πάλι λείπει ο Γιάννης;
- Ναι, πήρε άδεια.
- Ώπα, καλή φάση. Το έκανε πενταήμερο, ε;
- Όχι, μόνο σήμερα, Τρίτη, πήρε.
- Α, μάλιστα. Πάλι πλουμπιά ξηγήθηκε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη έγινε γνωστή και διαδόθηκε από τον Γιάννη Τζόκλα. Προέρχεται από τη μονάδα μέτρησης ραδιενέργειας στο διεθνές σύστημα μονάδων Μπέκερελ (βλέπε και Ανρί Μπέκερελ) και σαν σκοπό έχει να δηλώσει κάθε είδους αρνητική κατάσταση την οποία μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος.

Δηλώνει:

1) Αρνητική ενέργεια
2) Ξενέρωμα
3) Ατυχία – αναποδιά
4) Κινητό τηλέφωνο που χτυπάει σε παραλία σε νησί άγονης γραμμής

Τη χρησιμοποιούμε επίσης για να δηλώσουμε κάθε είδους άσχημη κατάσταση.

  1. Ήρθε μέσα στα νεύρα και με μπεκερέλιασε.

  2. Άκυρο το ταξίδι φάγαμε μπεκερέλα μάγκες.

  3. Έπεσε στο μονοπάτι και έσπασε το χέρι του.Μπεκερελιάστηκε άσχημα.

  4. Ιδιαίτερη μορφή μπεκερέλας είναι η χρήση smart phone σε νησί άγονης γραμμής (σύμφωνα με τον bill-o).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική εφίδρωση της περιοχής ανάμεσα στους όρχεις και στο μπούτι καθώς επίσης και πάνω από τον βλενογόννο της κωλοτρυπίδας.

  1. Κολλητή, έπιασε πολύ ζέστη αυτές τις μέρες και θα αρχίσουν τα ιδροκώλια.

  2. Γιώργο σήκω από τον καναπέ γιατί το ιδροκώλι σου θα αφήσει σημάδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified