Further tags

Γουστάρω, και γαμώ, ούμπερ, τέλειο, καταπληκτικό, και λοιπά καλολογικά. Επιρρηματική έκφραση των ογδόνταζ.

Προφ επειδή όταν είναι κάτι τόσο καλό το αγοράζουμε (ψωνίζουμε).

Πάσα: μπουρέκι στο μου 'χεις ξύσει τ' άντερα

- Καλό το μαγαζί; - Ψώνιο φάση μιλάμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την «πέφτω» (κυνηγώ) γυναίκες μιλφ.

Γιαννάκη μιλφάρεις καμιά στάλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με έχει εκνευρίσει, κουράσει κάτι ή κάποιος σε σημείο βρασμού.

Η έκφραση προκύπτει από την αίσθηση ότι την ώρα της φούντωσης νιώθεις όχι μόνο τα νεύρα σου να τεντώνονται, αλλά και ένα ξύσιμο / κάψιμο στα άντερα λες και τα τρίβει η μάνα σου με τον ξύστη της ντομάτας. Η φράση εντοπίζεται στα 80 's , είναι του τύπου «Άντε σπάσε», «ψώνιο η κατάσταση» «έφαγα φλας» και άλλες τέτοιες ρετρό ... Πρώτη φορά την εντοπίζουμε και διαδίδεται με ταχύτητες φωτός στους «Απαράδεκτους», από ποιαν άλλη ... μα φυσικά τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, η οποία δίνει ρεσιτάλ γλωσσοπλασίας... Ακολουθεί ταγκάρισμα τσε λινκ ...

  1. (δασκάλα) Τι θα γίνει ρε παιδιά με τη φασαρία ; Μου 'χετε ξύσει τ' άντερα...

  2. (μάνα) - Ακόμα να φτιάξεις το δωμάτιό σου εεεε; Πόσες φορές πρέπει να στο πωωω;
    (παιδί) - Αμάν ρε μάνα, μου 'χεις ξύσει τ' άντερα με το κωλοδωμάτιο... Μη μου αρχίζεις το ζάλισμααα!

(από μπουρεκι, 29/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δειλιάζω, κάνω σαν την κότα (ή σαν την κοτούλα για μάξιμουμ προσβόλα). Το οικόσιτο πτηνό ονόματι Gallus Gallus domesticus είναι οντολογικά συνυφασμένο με την δειλία, όπως κι άλλα όντα του ζωικού βασιλείου, είναι σλανγκικά ταυτισμένα με άλλες ιδιότητες του ανθρώπινου χαρακτήρα, π.χ. η αλεπού με την πονηριά, ο σκύλος με την επιμονή, η γάτα με την ευστροφία κ.α.

  2. Διστάζω να προβώ εις μία ενέργεια, όχι τόσο από φόβο, όσο από τ' ότι το αποτέλεσμα της ενέργειας είναι σε μεγάλο βαθμό στανταρισμένο εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, το να δηλώσω ότι κοτεύω σημαίνει ότι βαστάω και μια πισινή για να μη φάω νίλα, τουλάχιστον έως ότου ξεπεράσω τους όποιους δισταγμούς μου και αποφασίσω να προκαλέσω την μοίρα.

Από την κότα, αρχ.< κόττος (πιθ. πετεινός, κόκκορας).

  1. Τον Φώτη τον θεωρώ φίλο και έχω Ηθική Υποχρέωση απέναντί του γιατί το Καλοκαίρι του 2008 όταν κάπως είχα συνέρθει από την εγχείρηση ήταν ο μόνος που επί τουλάχιστον 10 λεπτά με παρότρυνε να μπω να κάνω σερφ και να μην «Κοτεύω».
    (Από εδώ)

  2. Λυπάμαι κύριοι υποψήφιοι πτυχιούχοι, αλλά εγώ όταν θέλω να κοτέψω από μια μάχη απλά κοτεύω και λέω ότι δεν μπορώ να συνεχίσω... δεν ψάχνω να ζωγραφίσω ευθύνες σε άλλους για την δική μου αδυναμία. (Από εδώ)

  3. Τώρα σχετικά με το γκάζι θα τολμήσω να πω πως κοτεύω και δεν το έχω ανοίξει ακόμα. Νταξ καινούριο εργαλείο είναι, και είναι και θερίο για το μπόι μου, να μη το μάθω λίγο :) (Από εδώ)

Δεν κοτεύει μία. (από Mr. Cadmus, 29/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιέμαι (όχι εγώ, η έκφραση το λέει) τόσο πολύ και με τέτοια ένταση, ώστε εξουθενώνω το πέος του εραστή μου, και οριακά του το αφαιρώ, λειτουργώντας έτσι ως μια ιδιότυπη vagina dentata. Λαδή τον «ευνουχίζω» με το να κορεστεί απολύτως από την ποσότητα του γαμησιού που μου έχει ρίξει, ώστε μετά να φύγει και να μην του σηκώνεται πια, να έχει εκλείψει η ερωτική του επιθυμία. Φωτορεαλιστικώς, φανταζόμαστε μια τέτοια δύναμη της κίνησης φίκι-φίκι, ώστε να επισυμβαίνει αποκόλληση της πούτσης. Το α' συστατικό ξε- παραπέμπει στο ξεσκίζω, αλλά με την έννοια ότι η/ο ερωμένη/-ος ξεσκίζει τον εραστή με τον κώλο. Βεβαίως, ακόμη και αν δεχτούμε ότι ο εραστής «ευνουχίζεται» ψυχολογικώς (το τσαμένο), ή κατσιάζεται, σε καμία περίπτωση δεν τον χάλασε, οπότε από την μεριά του ερώντος η έκφραση έχει θετικό πρόσημο.

Η έκφραση μπορεί να σημαίνει και μια αντιστροφή του διπόλου ενεργητικός-παθητικός, ώστε να εμφανίζεται ως ενεργών ο δεχόμενος το γαμήσι. Πλην μάλλον δεν πρόκειται για κάποια προοδευτική έκφραση νέας κοπής τ. ρίχνω δυο μουνιά, που δείχνει την θαυμαστή πρωτοβουλία της ερωμένης, παρόλο που και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μια ενεργητικότητα του θήλεος που λειτουργεί ευνουχιστικά για το άρρεν. Ούτε και πρόκειται για κάποια εναλλακτική υπέρβαση της μονοτροπίας του φις - πρίζα. Στην έκφραση ξεπουτσιάζω έχουμε περισσότερο τον κλασικό σεξιστικό στιγματισμό της/του ερωμένης/-ου που δρα ως αδηφάγα μητρομάνα. Χαρακτηριστικό ότι η έκφραση χρησιμοποιείται συχνά για μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες χήρες, ζωντοχήρες, παπαδοξηλώτρες, που υποθέτουμε φαντασιωτικώς ότι θα μας ξεπουτσιάσουν λόγω στέρησης.

Χρησιμοποιείται, επίσης, για να πούμε ότι κάποιος είναι κωλόφαρδος, τυχερός, λ.χ. σε αθλήματα.

  1. - Ρε συ, πού είσαι χαμένος τόσους μήνες;
    - Έχω βρει μια ζωντοχήρα και μ' έχει ξεπουτσιάσει φιλαράκι.
    - Τι άλλο να πω, παρά ΚΑΛΑ ΓΑΜΗΣΙΑ! (Βλ. ζωντοχήρα).

  2. Κατάλαβα πως τον είχε ξεπουτσιάσει. Η γυναίκα αυτή έκρυβε ένα ηφαίστειο μέσα της. (Εδώ για ενήλικες).

  3. ξερει κανεις καμια εμπειρη στην ποδομαλακια!!! που να μπορει να με ξεσκισει η αλλιως να με ξεπουτσιασει;;;; (Εδώ).

  4. Μπορεί παράδειγμα να του τα έκανε και επίτηδες ο αντίπαλος ενώ αυτός με τα 16/16 σουτ τους έχει ξεπουτσιάσει. :-D (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που παγίως χρησιμοποιείται αρνητικά, ή ερωτηματικά και εις τον μέλλοντα, για να χαρακτηρίσει την ιδιόμορφη πολιτειακή κατάσταση της χώρας μας, ως χώρας που δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κράτος.

Πρωτίστως εκφέρεται ως διαπίστωση μετά από παρατήρηση ή σχολιασμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, του φορολογικού συστήματος, της χωροταξικής πολιτικής και κάθε παταγώδους έκφρασης της ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, ο οποίος, μέσα την πάγια δυσλειτουργία του, επιβεβαιώνει προς τους πολίτες του ότι δεν πληροί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ενός σύγχρονου κράτους, όπως το επαγγέλλονται οι πολιτικοί του ή όπως το διεκδικούν οι πολίτες του. Περιγράφει τελικά μια νεοελληνική ου-τοπία, αυτό που δεν είμαστε και που δεν πρόκειται ποτέ να γίνουμε. Διατυπώνεται επίσης ως ρητορική ερώτηση: «πότε θα γίνουμε κράτος;», που εξυπονοεί - προκαλεί την απάντηση «ποτέ».

Ενίοτε κρίνεται κατάλληλη και για Βαλκάνιους γείτονες.

Μπορεί παραπέρα να χρησιμοποιηθεί, καταχρηστικά, ως σχόλιο για κάθε ανεπάρκεια, μειονεξία, αστοχία, σφάλμα, που πυροδοτεί τα νεοελληνικά συμπλέγματα κατωτερότητας, ή, σε σπάνιες περιπτώσεις (όταν εκφέρεται με το εσείς αντί για το εμείς), ανωτερότητας απέναντι στους γείτονες.

Ενδιαφέρον είναι ότι για την απόδοση του «etat, state, Staat» (=[καθ]εστώς) στα ελληνικά επιλέχθηκε η ρίζα «κρατ-» (δύναμη, ισχύς, Pouvoir, Power, Macht). Αλλά και το συνώνυμο (;) «πολιτεία», κατά πολύ εγγύτερο στην αρχαιοελληνική και δημοκρατική αντίληψη.

Δεν θα γίνουμε κράτος ποτέ-Δεν πάνε οι υπάλληλοι στο Σουφλί και μεταφέρουν την υπηρεσία!!! εδώ

Αστε,εμεις δεν θα γινουμε κρατος ουτε στην δευτερα παρουσια.
εδώ)

Αν πραγματι ισχυσει αυτη η διαταξη τοτε πραγματι ειμαστε για κλαμματα. Στο 2011 να ταλαιπωρουν συνταξιουχους η συγγενεις για να αποδειχθει οτι ο συνταξιουχος πραγματι ζει το θεωρω λιαν επιεικως απαραδεκτο. Μια ακομα αποδειξη οτι αυτοι που τοποθετουνται σε θεσεις για να λυνουν προβληματα του κοσμου ειναι ανεπαρκεις. Δυστυχως δε θα γινουμε κρατος ποτε.
εδώ

Και αν ποτε γινουμε κρατος να με χ@@@εις....
εδώ

Ως προς τους Βαλκάνιους γείτονες ο λημματογράφος το έχει ακούσει από κάτοχο yugo, κάθε φορά που το σαραβαλάκι του έσβηνε κι αρνιόταν να πάρει μπρος: «Α ρε πούστηδες Σέρβοι, δε θα γίνετε κράτος εσείς!» (!!!).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοροϊδεύω, εμπαίζω, ειρωνεύομαι, χλευάζω, εξαπατώ, παίρνω στο ψιλό, δουλεύω ψιλό γαζί, βγάζω - μεταφορικώς - γλώσσα. Ακούγεται πολύ στα Επτάνησα, λέγεται στην Κρήτη, πέρασε και στο ρεμπέτικο. Βλέπε και τη λεξη κογιόνι.

Ετυμ. < βενετ. cogionar (ιταλ. coglionare) < cogion «(κυριολ.) όρχις - (μτφ.) ανόητος, ηλίθιος» < μτγν. λατ. coleo < λατ. culeus.

ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Έχω παπούτσια, ασκιά, λουριά, σαρδίνια, πισιλίνες,
μία καμιζιόλα ντάντινη, μα είναι από κείνες!
Τασκέτα, όμορφα φλασκιά, ό,τι αγαπάς να πάρεις.
ΚΑΤΕΒΑΤΗΣ : Είμαι κουρέντες άθρωπος, α δε με κογιονάρεις.
ΠΑΠΟΥΤΣΗΣ : Εδώ να κογιονάρουμε! Σ’ το λέω; δεν είν’ ούζο,
και α σου λέω ψέματα, να λάβω αρκουμπούζο.
(Δημήτριος Γουζέλης, από την κωμωδία «Ο Χάσης», Ζάκυνθος, 1790)

Τα ματάκια σου και τα κορδελάκια σου
με τουμπάρανε και με κογιονάρανε
Πώς μου τα 'φερες και μου την κατάφερες
και μου το 'σκασες, με το μάγκα το 'στριψες
(Ζαχαρίας Κασιμάτης, «Ωφ αμάν (Πίνω και μεθώ)»)

Με τη Μαριώ φουμάρουμε
το σύμπαν κογιονάρουμε
(Δημήτρης Αραπάκης, «Μεμέτης χασικλής»)

- Ρε σεις, πού βάλαμε το μινιντίσκ με τη συνέντευξη του Κολοκυθόπουλου;
(το μινιντίσκ είναι φάτσα φόρα στο τραπέζι)
- Το πήγε ο Στράτος στο αρχείο.
- Όχι ρε πούστη μου, εκεί μέσα γίνεται ο κακός χαμός, μόνο εγώ λείπω.
- Ε ψάξε μωρέ, πάνω πάνω θα είναι.
(είκοσι λεπτά αργότερα)
- Βρε παιδιά, δεν το βρίσκω, σίγουρα είναι στο αρχείο;
- Ναι ρε, στάνταρ λέμε, ψάξε λίγο ακόμα. Χαχαχα.
- Ρε, με κογιονάρετε;
- ΧΑΧΑΧΑΧΑ, ψάρι!
- Τι μαλάκες είστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη γλώσσα των υπολογιστών, το φορμάτ (απ' το αγγλικό «format» που σημαίνει διαμόρφωση) σημαίνει την οριστική διαγραφή δεδομένων από έναν σκληρό δίσκο. Στην περίπτωσή μας, η ίδια έκφραση ισχύει και για την διαγραφή ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων, απ' τον εγκέφαλο κάποιου/κάποιας, που διενεργείται υποσυνείδητα όταν η γνωριμία έχει γίνει κάτω από γρήγορες συνθήκες.

Στα πλαίσια μιας γνωριμίας, το φορμάτ μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και μετά από φάσωμα ή σεξ, ανάλογα με την ψυχοσύνθεση του ατόμου που θέλει να κάνει το φορμάτ και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

- Είδα ότι πήρες τηλέφωνο απ' τη μικρή το Σάββατο. Έκανες τίποτα;
- Ούτε καν. Δύο φορές την πήρα και δεν το σήκωσε. Στάνταρ έχει κάνει ήδη φορμάτ.

(από HardcoreGR, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περίοδος που ακολουθεί μετά τα πρώτα σιρόπια και κυρίως μετά τα πρώτα γκολ, όταν και θεωρούμε ότι το νέτο είναι πλέον μαζί μας, δηλαδή στα πρώτα στάδια της σχέσης. Το στρώσιμο στον άντρα είναι όταν μπαίνει σε σοβαρή σχέση.

Από αρσενικό προς θηλυκό χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις:
- Όταν είναι παρθένα.
- Όταν βρίσκεται σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση.
- Όταν είναι κολλημένη με άλλον.
- Σε μεγάλες διαφορές ηλικίας, άλλα ενδιαφέροντα ή οτιδήποτε άλλο ανησυχεί το μυαλό του ασθενούς φίλου.

Από θηλυκό προς αρσενικό χρησιμοποιείται στις περιπτώσεις:
- Αν ο άντρας έχει άστατη ζωή (ποτά, γυναίκες κτλ.) και η σύντροφός του θέλει να τον βάλει στον ίσιο δρόμο.
- Αν συμπεριφέρεται άσχημα και θέλει λίγο φτύσιμο για να ζηλέψει.
- Αν είναι τεμπέλης και πρέπει να στρωθεί στη δουλειά.

  1. - Τι έγινε ρε Σάββα, το 'στρωσες το γκομενάκι;
    - Ναι. Καιρός ήταν. Μετά από τόσα ραντεβού, της έδωσα μερικές γερές δόσεις σεξ, της έσβησα τα τηλέφωνα του πρώην και τώρα μου άρχισε τους έρωτες και λέει ότι είναι ευτυχισμένη. Ε, ήθελε πρωτοβουλία το πράμα.

  2. - Μωρή λες ο άντρας σου να τραβιέται με τη Ρωσίδα που φέρνετε να σας καθαρίζει;
    - Μπα, από τότε που άρχιζα να βγαίνω με τις φίλες μου, έχει σκάσει απ' τη ζήλια του και δεν κάνει τίποτα. Τον έχω στρώσει σου λέω.

(από HardcoreGR, 26/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχοντοσλάνγκ ή αριστο(κρατο)σλάνγκ ή μπουρζοσλάνγκ (από τους μπουρζουάδες).

Παλιακή έκφραση που παραπέμπει σε καταστάσεις ψευτοκυριλέ, από ανθρώπους ανώτερης συνήθως τάξης ή μορφωτικού επιπέδου που η κλάση τους δεν επιτρέπει σλάνγκικες εκφράσεις.

Όταν δεν θέλουν να προσβάλλουν ευθέως (π.χ. φάτηνα στον κώλο τώρα μαλάκα, εγώ στα ‘λεγα), αλλά με πλάγιο τρόπο (ίσως γιατί είναι μπροστά και μικρά παιδιά και ακούνε), θέλουν να υποδηλώσουν ότι κάποιος ελαφρόμυαλος ή αλαζόνας που νόμιζε ότι τα ήξερε όλα τον ήπιε, του ήρθε από κει που δεν το περίμενε.

Κυριολεκτικά, το αυτό.

Με άλλα λόγια:
Ρούφα την τώρα και μη μιλάς.
Σκάσε και κολύμπα.

  1. Τα λέγαμε με το Γιωργάκη να μη μπλέξει μ’ αυτή τη σουρλουλού, θα του τα φάει όλα. Τώρα με το διαζύγιο, αφού της έκανε και το παιδί, κάτσε στη μπανάνα Γιωργάκη, δεν θα του αφήσει ούτε τη γκαρσονιέρα στην Κυψέλη.

2, Θέλατε και μνημόνιο να σωθείτε από τη χρεωκοπία φραπέλληνες της μίζας και του βολέματος, κάτσε στη μπανάνα μαλάκα Έλληνα που θα πιάσεις κότσο το ντόιτς.

(από VAG, 23/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified