Further tags

Πρόκειται για όρο που προέκυψε από το internet. Χρησιμοποιείται όταν κάποιος μπαίνει σε μια διαδικτυακή συζήτηση και μπερδεύει τους υπολοίπους. Το μυστικό στο σωστό τρολάρισμα δεν είναι απλά να λες άσχετα ή φανταστικά πράγματα, γιατί τότε ο διαχειριστής της συζήτησης (admin) θα σε διώξει, αλλά να λες άσχετα με σοβαρό τρόπο.

Το καλύτερο είναι να παριστάνεις κάποιον που δεν είσαι. Το τρολ απλά βγάζει γέλιο σε βάρος των υπολοίπων που προσπαθούν να καταλάβουν μάταια τι εννοεί. Η πρακτική αυτή μεταφέρεται συχνά και σε συζητήσεις στην πραγματική ζωή.

ΠΡΟΣΟΧΗ: το τρολάρω είναι διαφορετικό από το τρολιάζω. Τρολιάζω σημαίνει ότι απλά λέω ό,τι να 'ναι με καθόλου έξυπνο τρόπο.

Μπήκα σε ένα φόρουμ για αμάξια τις προάλλες και για πόση ώρα προσπαθούσα να τους πείσω ότι κατασκευάστηκε το πρώτο αμάξι που πετάει! Άσε! Τους τρόλαρα κανονικά!

(από Khan, 29/01/12)Να τρολάρουμε την Ιστορία (από Khan, 28/04/12)

βλ. και τρολ, τρολιά, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάθηση σχετική με την συμπεριφορά ή / και το ήθος τσόγλανου.
Ιατρικώς κατηγοριοποιείται ως οξεία ή καλπάζουσα.
Συνήθως διαγιγνώσκεται με συνοδά φαινόμενα κωλοπαιδισμού.

Η παρούσα επισήμανση ας θεωρηθεί πάσα προς κάθε ενδιαφερόμενο να ανεβάσει το σχετικό λήμμα.

Ο λημματογράφος δεν είναι σε ψυχολογική κατάσταση να ασχοληθεί και με κωλόπαιδα. Οι τσόγλανοι του είναι υπεραρκετοί.

«Σταμάτα ρε τσογλάνι !», του ξανάπα κι ο Μήτσος σταμάτησε, αλλά όχι εντελώς, έβλεπα στο ύφος του την ανυπομονησία του, ή θ ε λ ε να κατέβω ο Μήτσος, ο Μήτσος ο π α τ ρ ι ώ τ η ς, χάρηκε που επιτέλους δεν άντεξα την τ σ ο γ λ α ν ί α σ ή του και πήδηξα κάτω, κλείνοντάς του την πόρτα στα μούτρα [...]

(Γιώργου Σκούρτη «Ο Μήτσος απ' τ' Αγρίνιο», από το βιβλίο «Αυτά κι άλλα πολλά»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χώρα ή ο χώρος (ιδεολογικός, πολιτικός, θρησκευτικός, αθλητικός και ταλιμπάν) όπου αυτοί που τον απαρτίζουν συμπεριφέρονται ως κοπάδι, δηλαδή ως άκριτοι κοπαδοί του ποιμένος-ταγού και της χιλιομασημένης κυρίαρχης ιδεολογίας, χωρίς να αναλαμβάνουν προσωπική ευθύνη και το ρίσκο της κριτικής αποστασιοποίησης. Και που φροντίζουν να εξοστρακίσουν όποιον τολμήσει να διαφοροποιηθεί.

Το β' συστατικό είναι το εξαιρετικά σλανγκενεργό -στάν που παραπέμπει σε χώρα της Ανατολής, και το χρησιμοποιούμε συχνά για να αναδείξουμε τον ανατολίτικο (με την κακή έννοια) χαρακτήρα της Ελλάδας ως Ελλαδιστάν. Και στην προκείμενη έκφραση αναπαράγεται το οριενταλιστικό στερεότυπο ότι προσιδιάζει στις χώρες -σταν της Ανατολής να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι ως άμορφα κοπάδια- μπουλούκια. Παίζει βέβαια εδώ και με την λέξη στάνη.

Έχει ενδιαφέρον, επίσης, ὀτι ενίοτε έχει επιρρηματική χρήση, βλ. παράδ. 4.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Πάσης φύσεως «κοπάδι» καταστρέφει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα.Αυτοεξορίσου από την χώρα του Κοπαδιστάν (Εδώ).

  2. υπάρχουν 3 κατηγορίες ομάδων αναρχοδιεθνιστούλιδων:
    γ) Το κοπαδιστάν. Καμμένα φοιτητάκια, μεταξύ των οποίων και γόνοι αρκετών ευκατάστατων και ευυπόληπτων οικογενειών, παρασυρμένοι αριστεριστές, κομπλεξικοί πάσης φύσεως, παρατρεχάμενοι, ρομαντικοί, ψυχικά διαταραγμένες προσωπικότητες, γραφικοί, εκ γενετής πυροβολημένοι, καθ' έξιν κάφροι και επιρρεπείς στην υποβολή, μανιοκαταθλιπτικοί μηδενιστές ... όλα τα άνθη του αγρού ριγμένα στο αντιεξουσιαστικό μπλέντερ και ελεχόμενα από «φύλαρχους» αναρχοπατέρες που κατά συντριπτικό κανόνα τα παίρνουν χοντρά από πρώην, νυν και αεί κυπατζήδες (η υποτυπώδης ιεραρχία μάλιστα που στήνουν οι εμπνευσμένοι αυτοί επαναστάτες για το «ποίμνιο» τους αποτελεί μνημειώδες οξύμωρο προς τα «ιερά θέσφατα» του αναρχισμού). Η χρηματοδότηση είναι φυσικά σταθερή (και αν το απαιτεί η περίσταση ακόμα και γενναιόδωρη)...μεταφραζόμενη σε έντυπα, αφίσσες, προπαγανδιστικό υλικό, εκ των έσω ενημέρωση για τις κινήσεις των 'αντιπάλων' και ότι άλλο λαδάκι χρειάζεται ο μηχανισμός για να πάρει μπρος. (Εδώ).

  3. Ένας που μου ρχεται στο μυαλό ΤΟΛΜΗΣΕ να τα βάλει με το κοπαδιστάν. Ακόμα τρέχει ο φουκαράς... (Εδώ)

  4. Μιλάμε για επιλεγμένα μεν αλλά νορμάλ εστιατόρια στο κέντρο των πόλεων (όχι τίποτα τουριστοπαγίδες που σε πάνε τα ταξιδιωτικά πρακτορεία κοπαδιστάν). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπαγαποντιά, υπεκφυγή, τακτικός ελιγμός, τσαπατσουλιά, πασάλειμμα.

-Να σου πω ρε φίλε : μήπως να, μμμ, αυτό και τα λοιπά κι έτσι ρε παιδί μου ξέρω 'γω εντάξει...
-Άσε μας ρε φίλε με τις τσιριτσάτζουλες...

4.20: Πολλές τσιριτσάντζουλες κάνεις... (από Khan, 27/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταπονούμαι από κάποια επίπονη σωματική δραστηριότητα, και κυρίως από το σήκωμα μεγάλου βάρους.

Στο βιβλίο Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 33) ο Ν. Σαραντάκος εξηγεί την προέλευση της έκφρασης από την λέξη απάκι που σημαίνει το «ψαχνό γύρω από τα νεφρά». Από τον Κοραή έχει προταθεί ως ετυμολογία ότι προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀλωπέκιον που σημαίνει την μικρή αλεπού (αλωπέκια > αλεπέκια > αλπέκια). Ο Ν.Σ. παρατηρεί επίσης ότι η έκφραση χρησιμοποιείται και ειρωνικά για κάποιον που τεμπελιάζει.

Πάσα από Δ.Π.: GATZMAN.

  1. Και ηταν και 32 κιλα το ατιμο.Μου πεσαν τα πακια. (Εδώ).

  2. Οταν κανείς σηκώσει ή προσπαθήσει να σηκώσει ένα μεγάλο βάρος και καταλάβει πόνους στη μέση του, λένε πως του έπεσαν τα πάκια. Ο άρρωστος ξαπλώνει μπρούμυτα κι ο πρακτικός γιατρός πιάνει τις δυό άκρες της μέσης του αρρώστου και τις τραβάει μαλάζοντάς τες ταυτόχρονα. Οταν τρίξουν τα κόκαλα σημαίνει πως τα πάκια ξανάρθαν στη θέση τους. Οταν όμως τα πάκια «κρεατώσουν» δε συνέρχονται, κι ο πόνος συνεχίζεται με κίνδυνο ο άνθρωπος να μείνει ανάπηρος. (Εδώ).

Απάκι (από GATZMAN, 25/01/12)Στο 18\'\' (από Galadriel, 25/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Ιδιαιτέρως επιθετικό λήμμα, χρησιμοποιούμενο σε στενό κύκλο ατόμων και σε απόλυτο σύζευξη με το λήμμα, γαμιάρης.

Ψωλιάρης, ο του πέους, ο γου-του-πού γενικώς ή αλλιώς ο ψωλονοιάρης, αυτός που νοιάζεται για ευτελή πράγματα ή αλλιώς και ο σεξουαλικώς εκφυλισμένος ανήρ. Χρησιμοποιείται κατά κόρον για να προσβάλλει και να ευτελίσει τον αποδέκτη του εκάστοτε υβριστή.

Ιδιαιτέρως επίσης προσβλητικό για γυναίκα, η ψωλιάρα, το κατά συρροήν πορνίδιον επ' ευτελών αμοιβών, η εκφυλισμένη γυναίκα που δεν έχει χρόνο να σκεφτεί τίποτε άλλο παρά τα της ψωλικής επιστήμης.

Προτροπή προς τον αναγνώστη-χρήστη: Ίνα τονίσουμε την ύβρη, τονίζουμε πάντα στο γράμμα ψ σαν να ακούγονται 5ψ μαζί προτού της κορύφωσης της λέξεως. Επί παραδείγματι: ΨΨΨΨΨωλιάρα (στην ουσία σαν να ακούγεται πσσσσσωλιάρα), κάνε και συνδυασμούς.

  1. Νααα γαμιααάρη, νααα ψψψψψωλιάρη. (εις αντίπαλό μας που έχουμε νικήσει κατά κράτος, ή που εκείνη τη στιγμή νικάμε, το πόσο θα τονίσουμε το ψ, θα δείξει και το βαθμό της νίκης για εμάς ή του δράματος του αντιπάλου μας).

  2. Αυτή η Κούλα...το πάει το γράμμα. Και λίγα λες για την ψψψωλιάρα.

  3. Τον είδες; Της την έπεφτε έντεχνα. Ναι μωρέ ο παλιοψψωλίαρης, αέρα δεν την άφησε να πάρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρε καυλωτίκ υποκείμενο ή αντικείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και ως ουσιαστικό.

Αντώνυμο: ντεκαυλέ.

- Τι πατούρι είναι αυτό, τι καυλιδερό ψαρωμένο ύφος, πιπίνι σούπερ... από επιδόσεις φυσικά δεν έχω ιδέα γιατί δεν μπήκα. Αλλά κ γαμώ ...
(crash test μπουρδέλων, εδώ)

- το γκαζι ειναι το πιο καυλιδερο πραγμα σε ενα αυτοκινητο και οσο πιο πολυ μπορεις να παρεις τοσο το καλυτερο :rtfm:
(crash test αυτοκινήτων, εκεί)

- Πάρε το New dark age να ακούσεις πρόστυχο, επικό, καυλιδερό και ανυπόταχτο doom!
(crash test συγκροτημάτων, παραπέρα)

- Πως το λένε το καυλιδερό του Πέρι;
- Εεε, πιέρ;
- Όχι ρε, για το άλλο λέω...
(ως ουσιαστικό, περισσότερα εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συκοφαντία. Μη σλανγκική λέξη (κανένα πρόβλημα), σε ευρύτατη χρήση στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Μαρτυρείται και χρήση της τον 20ο αιώνα.

Στο κατά Μπάμπην Ευαγγέλιο ετυμολογείται από το τουρκικό avan < αραβικό awan (ύπουλος, προδότης).

Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης [...] έχουν δημιουργήσει κοινό ταμείο για να αντιμετωπίζουν τις διάφορες «αβανιές» των Τούρκων και για να καλύπτουν τις άλλες δαπάνες της φυλής τους.

Ως την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους κάθε εκκλησία είχε δικαίωμα να χρησιμοποιεί δυό καμπάνες. Ο νέος κατακτητής πρόσταξε να μεταφερθούν όλες οι καμπάνες των χωριών στην πόλη. Πολλοί όμως έκρυβαν τις καμπάνες τους και τις παράδιναν από πατέρα σε γιό. Τώρα ο πασάς, όταν θέλει να εκβιάσει μιά πλούσια οικογένεια για να αποσπάσει χρήματα, την κατηγορεί πως τάχα έχει κάπου θαμμένη καμπάνα. Ύστερα από αυτή την «αβανιά» φυλακίζει τα θύματά του και δεν εννοεί να τα ελευθερώσει πριν καταβλήθούν λύτρα.

(Κυριάκου Σιμόπουλου, «Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800»).

[...] Είχαν πεζούλες και καθότανε ο κόσμος. Μάλιστα είχε γράψει ένας τότε κι έλεγε

Δεν πάω πιά στο Πισκοπιό να κάτσω στην πεζούλα γιατί μου βγάλαν αβανιά πως αγαπώ μια δούλα.

(Αγγελικής Βέλλου - Κάιλ «Μάρκος Βαμβακάρης, αυτοβιογραφία»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτική κατασκευής αριθμητικών ή άλλων δεδομένων, που κανονικά έπρεπε να έχουν καταγραφεί ως αποτέλεσμα μέτρησης, χωρίς τη μέτρηση. Τα δεδομένα που παράγονται έτσι είναι πυροβολημένα και αυτό τα ξεχωρίζει από τα ακριβή και αξιόπιστα στοιχεία που αναμενόταν να ληφθούν για να βγάλει συμπέρασμα ο μαύρος ο ενδιαφερόμενος.

Το μυστικό είναι στο μαγικό «στο περίπου». Αντί κάποιος να χαλάσει κόπο, χρόνο κλπ που χρειάζονται για να κάνει μετρήσεις, υπολογισμούς, να φτιάξει πίνακες και ό,τι τέλος πάντων απαιτείται, παίρνει ένα τουφέκι, το στρέφει προς τον αβέβαιο στόχο, πυρ κατά βούληση κι όποιον πάρει ο χάρος. Πόσο βγήκε; Πέντε. Να τ' αφήσω; Μια χαρά μου φαίνεται.

Εφαρμογή κυρίως σε ασκήσεις εργαστηριακών μαθημάτων στη σχολή, μεταπτυχιακά θίσις, σε επιχειρηματικούς / οικονομικούς δείκτες, σε μικροβιολογικά / οινολογικά / πυρηνικά εργαστήρια κλπ (κυρίως όταν οι μετρήσεις βγαίνουν σκατά και πέρα από κάθε φυσικό νόμο, επειδή το μηχάνημά του είναι μπουρδέλο ή αυτός μπερδεύει τα μπουκάλια, όταν αντιγράφεται παλιά εργασία αλλά δε θέλει ο αϊνστάιν να έχει και τα ίδια νούμερα μπας και μυριστεί ο μεταπτυχιακός, ή όταν προτιμάει τη ζωγραφική).

Αν πιαστεί με ενδεχόμενο κρόστσεκ φταίει το κομπιουτεράκι, το μηχάνημα, το κιτ κλπ. Αν πρόκειται για άσκηση πασταδγιάλα, αν πρόκειται για Elisa testκάνε έναν κόπο και δοκίμασε και σ' ένα άλλο μαγαζί πριν το πεις στη μάνα σου.

Συνώνυμα: τουφέκισμα, τουφέκι, χχχχ μπαμ (γενικώς ό,τι έχει να κάνει με στόχους και επίτευξή τους), στου Μανώλη την ταβέρνα (υπονοούμενο) κ.λπ. Το μαγείρεμα δεν είναι ακριβώς συνώνυμο γιατί αναφέρεται σε παραποίηση κυρίως παρά σε κληρονομικό χάρισμα.

Γιατρέ μου...: - Μα τελικά γιατρέ μου είμαι ή δεν είμαι έγκυος; - Ήσουν αλλά... δεν μπορώ να καταλάβω αν συνεχίζεται η κύηση... μήπως να κάναμε κι έναν κολπικό υπέρηχο...
- Μα να βάλω τώρα δεύτερη βδομάδα εκείνο το μακρύ το πράμα; Τα αποτελέσματα της β-χοριακής στο αίμα τι σας λένε; Δυο φορές τρυπήθηκα!
- Τι να σου πω βρε κοπέλα μου, αυτά που έκανες στο εργαστήριο στο κέντρο λένε ότι είσαι, αυτά που έκανες στο εργαστήριο της γειτονιάς σου λένε ότι δεν είσαι, τι να πω, να τα έχει πυροβολήσει κανένα απ' αυτά τα κοριτσάκια που βάζουνε εκεί... ξανακάνε και σήμερα.
- Αααα.

Κύριε καθηγητά μου...:
- Μαλάκα αυτή την άσκηση με τη μέτρηση ραδιενέργειας, μιλάμε άμα δεις τα νούμερα... ό,τι να 'ναι εντελώς. Τι μαλακία έκανα με το γκάιγκερ δεν μπορώ να καταλάβω... Άντε πάλι ανέβα κατέβα ταράτσες και υπόγεια, σκατά!
- Άντε ρε Στόκεμον, πάρε τη δική μου, βάλτα στο εξέλ και πολλαπλασίασέ τα όλα επί 0,8 μια χαρά θα σου βγούνε.
- ...λες ρε να πέσει τέτοιο πυροβόλημα; Τουφέκι τελείως;
- Άντε γαμήσου με τις τύψεις ρε, ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Κι εγώ από την Τιτίκα του τρίτου έτους τα πήρα, έτοιμα στα δίνω, μας περιμένει η Άντζελα με εκείνη τη μουνίτσα τη νηπιαγωγό στην Καζάρμα, τελείωνε.

Χικ!:
-Πήγα το κρασί στον οινολόγο που μου πες, δε με θυμήθηκε.
-Μέτρησε τα γράδα;
-Αρχίδια μέτρησε, μου 'δειξε κάτι νούμερα και μου είπε να βάλω μισό κιλό ζάχαρη.
-Ε, μπορεί να χρειαζόταν ρε...
-Του είχα βάλει ήδη ένα κιλό όπως μου είπε την περασμένη φορά που το πήγα.
-Τι λες τώρα! Και τα νούμερα; Πυροβόλημα;
-Μπλε.

Δε βαριέσαι... Πέντε. (από Galadriel, 19/01/12)(από Mr. Cadmus, 19/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified