Further tags

Αρχικά, όπως είναι κατανοητό, είναι το μικρό τσουτσέκι.

Είναι, επίσης, όρος που χρησιμοποιείται αποκλειστικά από αγόρια για συγκεκριμενο τύπο κοπέλας... ΟΧΙ για την άτιμη ή ανέντιμη κοπέλα, όπως πολλοί μπορεί να υποθέσουν, αλλά για την μικρή σε μέγεθος και ηλικία κορασίδα η οποία έχει εναλλακτικό ντύσιμο, είναι χαρωπή και, παραδόξως, έχει μεγάλο στήθος (αν και μικροκαμωμένη) και γενικά καλό σώμα...

Ο όρος πλέον τείνει να χρησιμοποιείται όλο και πιο πολύ για τις φοιτήτριες των ΕΑΑΚ και γενικα αριστερών παρατάξεων καθώς η πλειοψηφία των κορασίδων στις παρατάξεις αυτές ειναι σύμφώνη με τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Ο όρος ειναι εξαρχο-γκαζιότικος (καθώς το τσουτσεκάκι συχναζει και στα 2 μέρη).

Προσοχή: O όρος δεν σημαίνει ότι η κοπέλα θα είναι άτιμη ή χαζή και τα λοιπά... (κυριολεκτικά, δεν ξέρω πώς κόλλησε).

- Τι λέει, τι έκανες χτες; Βγήκες;
- Ναι ρε, και γαμώ! Πήγα Πανόρμου και πέτυχα τη Δήμητρα μαζί με τις φίλες της... εκεί όλες κοντούλες και χαριτωμένες.... καλά πέρασα...
- Αααα... τσουτσεκοκατάσταση, δηλαδή;
- Ναι, ρε μαλάκα... Ήταν όλες τσουτσεκάκια... χορεύανε, πίνανε... χαμός... πολύ γέλιο... περάσαμε καλά... θα τους πω να βγούμε και μαζί...
- Μπα, εσύ βγαίνεις με τσουτσέκια... εγώ θέλω κοπέλα στα χρόνια μου... ανεξαρτητη... όχι φοιτητριούλα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, η μεγάλη φουρτούνα χτυπάει περισσότερο τα μικρά καράβια - οπότε μην πει κάποιος ότι δεν είναι σλανγκ. Στην παρούσα έκφραση η φουρτούνα χρησιμοποιείται έντεχνα (από το λαό μας) με το νόημα της έγνοιας, των προβλημάτων.

Κλασικός μπαρμπαδισμός, που αφορά το μέγεθος των πραγμάτων με τα οποία κάποιος καταπιάνεται, και το ρίσκο που ενέχεται. Και πιο συγκεκριμένα, τις συνέπειες όταν κάτι πάει στραβά.

  1. - Ρε πόσο πλήρωσα τον καθρέφτη της μερκεντέ;
    - Ξέρω κι εγώ; Του δικού μου κάνει 45 ευρώ.
    - Εγώ πλήρωσα 230 συν είκοσι τα εργατικά, γιατί λέει, ο μηχανικός παιδεύτηκε επειδή χάλασαν και οι αισθητήρες. Μόλις χθες πλήρωκα 675 για το σηματάκι. Μου φαίνεται θα τη σκοτώσω να πάει στ' ανάθεμα.
    - Δεν ξέρεις τι λένε; Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες!

  2. (Περιστατικό σε γλίστρα κάπου στο Αιγαίο)

Έχουμε πάει για καφέ με το τεσσάρων μέτρων φουσκωτό κολλητού. Την ίδια ώρα, γυρίζει και ένα δεκαπεντάμετρο καμπινάτο φουσκωτό, τοπικού φραγκάτου μεγαλοεργολάβου. Εμείς πλαγιάζουμε τη γλίστρα, βάζουμε γάτζους, και πάει ο κολλητός να φέρει το σαμουράϊ με το τρέϊλερ.

Την ίδια ώρα, τσάτσος του μεγαλοεργολάβου, ο οποίος έχει ειδοποιηθεί, έχει φέρει το Πατζέρο κι έχει πάρει θέση. Αλλά έλα που λόγω του βάρους και της γλίτζας το πατζέρο σπινάρει.... Και ο μεγαλοεργολάβος καλεί στο κινητό τσάτσο νάμπερ του, να έλθει με το καινούριο τζιπ, ένα βόλβο.

Φεύγοντας εμείς, γυρνάει ο καπετάνιος (κολλητός) και λέει με στόμφο:

«Αυτά είναι... για αυτό το λόγο δεν παίρνω μεγαλύτερο φουσκωτό, να κάθομαι να παιδεύομαι; Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες»

  1. (από το διαδίκτυο)

Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες. Μπορεί ένα πρωτάθλημα σαν αυτό της Πριμέρα Ντιβισιόν να κινδυνεύει από την παγκόσμια οικονομική κρίση; Σύμφωνα με τους δικούς του ανθρώπους, ναι. Και άμεσα, μάλιστα......

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

For the festivals κοινώς σε ελληνική μετάφραση ισούται για τα πανηγύρια.

Τις προάλλες ήμουν στο πάρτυ μασκέ και είδα τον Στρούμφ.
Ο τύπος είναι πανηγύρι for the festivas το άτομο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για πράγματα χωρίς νόημα, ανυπόστατες δηλώσεις και σχέδια χωρίς λογική, αλλά και σε περιπτώσεις που αναφερόμαστε σε ένα εξόφθαλμο ψέμα.

Πρόκειται για έκφραση συγγενή της φράσης πούτσες μπλε, με της οποίας την έννοια και ταυτίζεται. Ωστόσο, αποτελεί μια πιο εξευγενισμένη έκδοση, καθώς δεν περιέχει ύβρεις. Σημειώνεται σε αυτό το σημείο ότι, αν και μπλέ πούτσες έχουν εντοπιστεί στο ουτοπικό στρουμφοχωριό, ακόμα δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη πουά πεών.

Το λήμμα αυτό, είναι εμφανώς επηρεασμένο από τη γαλλική γλώσσα, όχι μόνο όσον αφορά τη λέξη πουά (στα γαλλικά point=βούλα, τελεία, σημείο), αλλά και όσον αφορά το ηχητικό μέρος όλου του λήμματος, το οπόιο μοιάζει σαν να έχει γαλλική προφορά. Ιδιαίτερα, αν ειπωθεί εσκεμμένα με γαλλική προφορά, μπορεί να περάσει απαρατήρητο και σε δημόσια δεξίωση.

Το ότι αυτό το λήμμα γαλλοφέρνει έως ένα σημείο, του προσδίδει τη μοναδική ιδιότητα, να μπορεί μεν να εκφράζει με ακρίβεια το περιεχόμενο της έκφρασης πούτσες μπλε, να μπορεί, δε, να ειπωθεί ελεύθερα, χωρίς ο ομιλών να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί ως κάφρος.

Και όχι μόνο ο ομιλών δεν θα κακοχαρακτηριστεί, αλλά απεναντίας, θα δείξει ότι διαθέτει ιδιοσυγκρασία και δημιουργικό μυαλό. Αρκεί να μην το παρακάνει βέβαια...

Ασσίστ: kondr.

- Άκουσες τι είπε ο Τάκης ρε; Πήγε λέει το σαββατοκύριακο στο Παρίσι και είδε τα αξιοθέατα λέει, και έκανε και σαματά στα κλαμπ λέει, και του έκατσαν και δύο χορεύτριες του Moulin Rouge, και...
- Καλά, εντάξει... πέη πουά! Πόσες φορές θα σου πώ να μην ακούς τις μαλακίες που λέει; Το σαββατοκύριακο έπαιζε πασιέντζες στο καφενείο ο γκιόζης. Ρε πούστη, μια ζωή σε δουλεύει, και εσύ μια ζωή τσιμπάς σαν μαλάκας! Έλεος πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κτηνοβασία και γενικότερα όσες σεξουαλικές συμπεριφορές θεωρούνται αποκλίνουσες από την πλειοψηφία (η οποία διακρίνεται, άλλωστε, για την έλλειψη φαντασίας).

Προφανής λεξιπλασία.

- Δεν ξέρω, εμένα η Φραντζέσκα με φτιάχνει!
- Άντε μωρέ την κατσίκα!
- Δεν φταίω εγώ, είναι το προβατορικό αμάρτημα που με ωθεί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τσιριτσάντζουλες η τσιριτσάντζολες: δεν είμαι ευθύς, δεν λέω όλη την αλήθεια ή κρύβω την αλήθεια ή μέρος αυτής.

Συνώνυμα: κάνω κόλπα, κάνω λοβιτούρες, κάνω κορδελάκια.

Ρε, άσε τις τσιριτσάντζουλες και λέγε πού το έκρυψες το ρευστό.

Ως τσιριτσάντζουλες, δεν εννοούμε αυτό το είδος καλλιγραφίας; (από allivegp, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βρέθηκα στην χειρότερη κατάσταση που θα μπορούσε να βρεθεί άνθρωπος - οικονομική, κοινωνική, εργασιακή κ.λ.π.

Έχω μπλέξει άσχημα με κάτι και δεν μπορώ να ξεφύγω, ή έχω κάποιο πρόβλημα και δεν μπορώ να το λύσω.

  1. Άστα να πάνε παιδιά, έχουμε πέσει στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα, η επιχείρηση μας πρέπει να αποφύγει την πτώχευση.

  2. Ο καθηγητής μας έριξε στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα με τις ασκήσεις που μας έβαλε.

(από Khan, 01/05/12)(από Khan, 17/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λήμμα που κατατίθεται με απεριόριστο ρισπέκ στον τρισμέγιστο ορίτζιναλ σλανγκογνώστη Γιώργο Γεωργίου.

Ερμηνεύεται ως το έσχατο σημείο απελπισίας λόγω χρεών, ένα βήμα πριν το πουλί δηλαδής. Το σημείο αυτό χαρακτηρίζεται απαξιωτικό ακόμα και μεταξύ των αλανιών που μεταχειρίζονται τέτοιου είδους εκφράσεις, και που βεβαίως δεν θεωρούν ανήθικο το να είσαι ωραίος και να έχεις και τα χρέη σου.

Μπαινοντας βαθιά στην ουσία του λήμματος, διαπιστώνουμε τα εξής:

  • Ότι η αλυσίδα του χρέους καταλήγει σε άτομα εκτός του monkeysphere του ομιλούντος
  • Μιλάμε σαφώς για ένα πληθος πολυάριθμο, αλλά ποτέ «όλον τον κόσμο», να μη λεμε και υπερβολές, σοβαροί άνθρωποι!
  • Η υποδιαίρεση της ανθρωπότητας στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί κομματι του δυτικού ανεπτυγμένου κόσμου, οπότε και θα στραφούν σε ένδικα (και όχι μονο) μέσα για να πάρουν τα λεφτά τους.

(φορουμοαποριών συνέχεια....)

Γεια σας παιδιά.
Δουλεύω 6 χρόνια σε Α.Ε. ως τεχνικός η/υ με σύμβαση αορίστου χρόνου. Η συγκεκριμένη εταιρία χρωστάει σε όποιον φοράει παπούτσια. Ειδικά σε μένα χρωστάει «μόνο» μισθούς 10 μηνών συν δώρα. Το Φλεβάρη εγώ μπαίνω φαντάρος και από ότι διάβασα σε μερικές απαντήσεις σας δεν είμαι υποχρεωμένος να παραιτηθώ. Δυστυχώς θα κινηθώ δικαστικά [...] (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλειδί ίσως στην ερμηνεία της κραυγής «χύνω» είναι ότι, εν αντιθέσει με το πέρας της συνουσίας, σπανίως ακούγεται με το πέρας του αυνανισμού: ο αυνάνας δεν νιώθει την ανάγκη να θριαμβολογήσει. Η αυτοϊκανοποίηση και ο αυτοθαυμασμός τυγχάνουν έννοιες αλληλοαναιρούμενες.

Ήτοι το «χύνω» είναι ρήμα δηλωτικό επιτεύγματος και δη επιτεύγματος σπουδαίου και τελείου, επιτεύγματος που δεν αρκεί να φανερωθεί ως ύλη, αλλά πρέπει ταυτόχρονα να σημανθεί και με λόγο. Υπό αυτήν την έννοια το «χύνω» δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί, όπως ακριβώς δεν περιττολογεί ούτε ταυτολογεί η μόνη άλλη αντιστοίχου φωτός και εκστάσεως κραυγή που μπορεί να βγει από ανθρώπινο στόμα, η κραυγή «γκολ».

Αυτό γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρο αν προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε το ρήμα «χύνω» με ρήματα άλλων σωματικών λειτουργιών σημαντικά. Πόσο γελοίο θα φαινόταν δηλαδή να αναφωνούσαμε (και μάλιστα στεντόρεια τη φωνή) «χέζω» ή «κατουράω»; Γελοίο κι αντιαισθητικό μαζί. Το πολύ πολύ να αφήσουμε αναστεναγμό βαθύ αν έχουμε κρατηθεί παρά τη θέλησή μας για πολλή ώρα.

Ωστόσο, αφοδεύοντας ή ουρώντας, απλά αδειάζουμε φαΐ και υγρά, απλά βοηθάμε τη δική μας μηχανή να συνεχίσει να δουλεύει.

Εκσπερματώνοντας, δεν εκκρίνουμε ούτε φαγητό ούτε νερό, αλλά επιθυμία, καύλα, αγάπη, έρωτα (κάτι απ' όλα ή και όλα μαζί). Φτάνοντας στο ποθητό σημείο κορύφωσης όλο μας το είναι έχει μετατραπεί σε γενετικό υλικό, σε υλικό που πρέπει πάσει θυσία να βγει από μέσα μας και η έξοδός του δεν είναι απλά λειτουργική, δεν είναι γραφειοκρατική, αλλά έχει σχεδιαστεί ως εξόχως απολαυστική, ως ο κυριολεκτικός ορισμός της ηδονής, αφού με αυτόν τον τρόπο σχεδιαστήκαμε, καθώς αποφασίσθηκε πως το ανθρώπινο παραμύθι μπορεί να διαιωνισθεί μόνο αν συνδεθεί αναπόδραστα με την ηδονική λάμψη, ώστε να απεξαρτηθεί σε έναν ικανό βαθμό από την ελεύθερη ανθρώπινη βούληση και τον συνακόλουθο σκεπτικισμό της.

Φωνάζοντας «χύνω», διαλαλώ πως έφτασα εκεί που πρέπει, πως ρίχνω τον καρπό μου, χωρίς να έχει την παραμικρή σημασία το πού ακριβώς τον ρίχνω, καθώς η διαδικασία, η εντολή που με έχει οδηγήσει στο να φτάσω ως εδώ είναι η ίδια.

Χύνω, δηλαδή εκείνες τις στιγμές δεν είμαι πια εγώ, είμαι εγώ ως σκυταλοδρόμος, είμαι εγώ που βγαίνω από μένα και προσφέρω κάτι από μένα για να γεννηθεί κάτι έξω από μένα.

Σωματοποίησα την επιθυμία μου,
ο οργανισμός μου πήρε ένα όραμα και το μετέτρεψε σε σπέρμα,
δεν χύνω πορτοκαλάδα, δεν χύνω καφέ,
χύνω ζωή,
ζωή μεταφέρω και ζωή σκορπώ,
χύνω, για την ακρίβεια, μια πιθανότητα ζωής,
όπως ακριβώς είμαι κι εγώ μια πιθανότητα ζωής που πραγματοποιήθηκε,
τίποτα παραπάνω από μια τυχαία πιθανότητα ανάμεσα σε μυριάδες άλλες,
ήρθα κατά τύχη, ζω κατά τύχη, χύνω κατ' ανάγκη,
μια ανάγκη που με καίει και με φωτίζει,
μια ανάγκη που με σβήνει καθώς σβήνει
και ίσως γι' αυτό οι ποιητικότερες φύσεις να διεκδικούν την ώρα που σβήνεις κάτι περισσότερο από σένα, ίσως γι’ αυτό να διεκδικούν να ακούσουν, όχι ρήματα ανάγκης, αλλά ονόματα επιλογής, έτσι ώστε να πιστέψουν ότι εκείνη την ώρα δεν χύνεις αλλά γράφεις, γράφεις το όνομά τους πάνω στο γυμνό κορμί τους.

Καλά μην τα παίρνετε όσα έγραψα τόσο σοβαρά, αλλιώς θα σας χύσω και θα πνιγείτε.

Αυτογκοοοοοοοοοοοοολ!!!! (από Vrastaman, 11/02/10)

Προγενέστερη δημοσίευση εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified