Further tags

Τα άτομα που είναι πολύ ποζάρες, με γουστέλλειψη και κάνουν τα πάντα για να τραβήξουν την προσοχή των άλλων, κυρίως με έξαλλη εξωτερική εμφάνιση, χρησιμοποιείται συχνότερα για τις Barbie.

-Είδες τι φοράει πάλι σήμερα; Το μίνι δε φτάνει ούτε στον αφαλό!
-Αφού είναι σουργελέισον ρε!

Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με την οποία αν έρθεις σε επαφή θα πάθεις κάτι κακό. Στο ιστορικό μιας φαρμακομούνας υπάρχουν πολλά διαζύγια, θάνατοι, καταστροφές.

-Μεγάλη φαρμακομούνα η Ελένη. Όλοι της οι φίλοι, γονείς, στενοί συγγενείς, γκόμενοι κλπ έχουν σκοτωθεί σε τροχαία. Και τώρα που βρήκε πάλι έναν άντρα, έτοιμη είναι να τον χωρίσει.
-Μακάρι να προλάβει ο καψερός να γλιτώσει!
-Μακριά, μαλάκα, μακριά σου λέω!

(από xalikoutis, 03/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που είναι αναίσθητος.

-

Got a better definition? Add it!

Published

ο φουσκωτός τύπος που έχει κάνει το αμάξι του club λαϊκών τραγουδιών και ενοχλεί περαστικούς με την μουσική στην διαπασών.

-

(από Khan, 05/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Πολύ μικρή ηλικιακά κοπέλα η οποία φαίνεται ότι σε μερικά χρόνια θα γίνει γκομενάρα / γκανιάν / Τσάμπιονς Λιγκ.

  1. - Ρε συ η αδελφή του Μάκη είναι μεγάλο ταλέντο. Σε λίγα χρόνια θα παίζει Τσάμπιονς Λιγκ.

  2. - Ρε τη θυμάσαι τη Λίτσα απ' το σχολείο; 100 κιλά έχει γίνει. Κρίμα και ήταν μεγάλο ταλέντο κάποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που τον τραβάνε από τη μύτη οι γυναίκες, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση.

- Ρε συ πού εξαφανίστηκε ο Γιώργος τελευταία;
- Άσε, έμπλεξε με μια γκόμενα και έχει χαθεί απ' όλους και απ΄όλα! Μιλάμε για μεγάλο μουνοτρέχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άριστες επιδόσεις στο σεξ και τραβάει όλες τις γκόμενες πάνω του.

- Φαίνεται πως ο Τάκης είναι πολύ γλυκοτσούτσουνος. Δεν υπάρχει γκόμενα η οποία να μην του κολλάει. Τι διάολο κάνει στο κρεβάτι και έχει τέτοια πέραση, δεν καταλαβαίνω...
- Ζηλιάρη!

Βλ. και φαρμακοπούτσης - γλυκοψώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο υπερθετικός του κατακαημένος.

  2. Ο ντυμένος με κουρέλια, ρούχα που έχουν ξεφτίσει και πιθανώς και ο Νώε να τα είχε φορέσει επίσης...

  1. -Τον παράτησε και έφυγε με τον καλύτερό του φίλο...
    -Ε, τον καρακαμένο τι έπαθε!

  2. -Πώς γυρνάει ρε μ' αυτά τα κουρέλια, σαν καρακαμένος!

Βλ. και καμένος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τυπάς / η τύπισσα που είναι πάρα πολύ άσχημος / άσχημη και ντύνεται με ρούχα τα οποία δεν του ταιριάζουν.

-Πώς είναι έτσι αυτός ρε; Κοίτα φάτσα και πώς ντύνεται έτσι; Δεν κοιτάχτηκε στον καθρέφτη πριν βγει απ' το σπίτι;
-Μην την ψάχνεις, είναι μπαζόμπαζο ο τυπάς.

Βλ. και μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που προέρχεται από το τζάμι (επιφώνημα σε περιπτώσεις τελειότητας), και το γαμάτος (που χρησιμοποιείται σε ίδιες περιστάσεις).

-Τζαμάτος ο γκόμενός της! Θεός!

Βλ. και τζαμάουα, τζαμιροκουάι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified