Μεγάλος παραμυθάς σαν τον βαρώνο Μυνχάουζεν στην ομώνυμη ταινία. Ψεύτης ολκής.
- Τι 'ν' αυτά που λέει ο τυπάκος, καλά είναι εντελώς Μυνχάουζεν, έτσι;
Μεγάλος παραμυθάς σαν τον βαρώνο Μυνχάουζεν στην ομώνυμη ταινία. Ψεύτης ολκής.
- Τι 'ν' αυτά που λέει ο τυπάκος, καλά είναι εντελώς Μυνχάουζεν, έτσι;
Got a better definition? Add it!
Αρχιχαφιές, το πιο μεγάλο καρφί που υπάρχει.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.
Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.
Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.
Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.
Συνώνυμα του μαλθακός: άβγαλτος, αΐδρωτος, βουτυρομπεμπές, βουτυρόπαιδο, κολεγιόπαιδο, λάκης, λαπάς, μαμάκιας, μαμόθρεφτο, μπουκμαμάς, παπαδάκι, πούδρας, σουβλίτσα, σοφτ, τρυφερό πόδι, φλούφλης, φλώρος, χαλβάς.
Got a better definition? Add it!
Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.
Υποτιμητικός όρος για γυναίκα με κακό χαρακτήρα. Συνώνυμο: γαϊδούρα.
Κοίτα αυτήν τη φοράδα, σαν τον μασίστα είναι!
Την παρακάλεσα αλλά δεν με εξυπηρέτησε, η φοράδα! (για λεπτοκαμωμένη γυναίκα δεν ταιριάζει)
Got a better definition? Add it!
Ο βλάχος (από τον χαρακτήρα του Χάρρυ Κλυν την δεκαετία του '80).
- Κοίτα πώς είναι! Λες και κατέβηκε από τα γκράβαρα, ο Τραμπάκουλας!
Got a better definition? Add it!
'Ατομο χωρίς κοινωνική ή οικονομική επιφάνεια (απο το 'Αρρωστος, 'Αστεγος, 'Αφραγκος και λοιπά Άλφα).
- Πώς πήγε η εφημερία χθες;
- Γέμισε το νοσοκομείο με 3Α...
Got a better definition? Add it!
Αρχικά του Εκ Λόγων Παρατεταμένης Αγαμίας. Αναφέρεται σε ιδιότροπη ή νευρωσική συμπεριφορά ατόμων με σεξουαλική αποστέρηση (γεροντοκόρες, άγαμοι κληρικοί κλπ).
- Τα νεύρα σου έχεις σήμερα πάτερ μου.
- Τι να κάνω κι εγώ. Ε.Λ.Π.Α. βλέπεις! (αυτοσαρκασμός!)
Got a better definition? Add it!
Χαζός, συνώνυμο του βλήμα. Είναι σχετικά ήπιος χαρακτηρισμός (μπορεί να λεχθεί και με τρυφερότητα!).
Καλά, είσαι βλίτο;
Γράφεται και βλήτο, παρετυμολογούμενο από το βλήμα.
Got a better definition? Add it!
Ο καθυστερημένος, αυτός που δεν παίρνει πολλές στροφές. Από το αγγλοσαξωνικό retarded.
– Ρε, μήπως είσαι ριτάρντεντ; Εκατό φορές σου έχω πει το ίδιο πράγμα.
– Τι εννοείς;
Δες και e-tard. / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, Κατέλης, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
Χαδιάρα γυναίκα, σε εκνευριστικό βαθμό.
-Μου την σπάει αυτή η χαϊδομούνα!
Got a better definition? Add it!