Further tags

Μεγάλος παραμυθάς σαν τον βαρώνο Μυνχάουζεν στην ομώνυμη ταινία. Ψεύτης ολκής.

- Τι 'ν' αυτά που λέει ο τυπάκος, καλά είναι εντελώς Μυνχάουζεν, έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχιχαφιές, το πιο μεγάλο καρφί που υπάρχει.

- Μην το πεις στην Ρουφιανίδου, είναι ταβανόπροκα και θα σε δώσει στον διευθυντή κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προέρχεται απο το λακές που σημαίνει γλείφτης, αυλοκόλακας.

  2. Αδερφή και μαμόθρεφτο. Πιθανώς επειδή το συγκεκριμένο υποκοριστικό χρησιμοποιείται απο γνωστούς ομοφυλόφιλους, π.χ. Λάκης Γαβαλάς.

  1. Καλά πολύ λάκης ο τύπος ε; Όλη μέρα μέσα στο γραφείο του διευθυντή τη βγάζει.

  2. Πωπω κολλητή, κι εγώ που τον νόμιζα άντρακλα μου βγήκε λάκης εντελώς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γεροδεμένη, μεγαλόσωμη γυναίκα, νταρντάνα. Συνώνυμο: αλόγα.

  2. Υποτιμητικός όρος για γυναίκα με κακό χαρακτήρα. Συνώνυμο: γαϊδούρα.

  1. Κοίτα αυτήν τη φοράδα, σαν τον μασίστα είναι!

  2. Την παρακάλεσα αλλά δεν με εξυπηρέτησε, η φοράδα! (για λεπτοκαμωμένη γυναίκα δεν ταιριάζει)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος (από τον χαρακτήρα του Χάρρυ Κλυν την δεκαετία του '80).

- Κοίτα πώς είναι! Λες και κατέβηκε από τα γκράβαρα, ο Τραμπάκουλας!

Για του λόγου το αληθές!  (από Hank, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ατομο χωρίς κοινωνική ή οικονομική επιφάνεια (απο το 'Αρρωστος, 'Αστεγος, 'Αφραγκος και λοιπά Άλφα).

- Πώς πήγε η εφημερία χθες;
- Γέμισε το νοσοκομείο με 3Α...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά του Εκ Λόγων Παρατεταμένης Αγαμίας. Αναφέρεται σε ιδιότροπη ή νευρωσική συμπεριφορά ατόμων με σεξουαλική αποστέρηση (γεροντοκόρες, άγαμοι κληρικοί κλπ).

- Τα νεύρα σου έχεις σήμερα πάτερ μου.
- Τι να κάνω κι εγώ. Ε.Λ.Π.Α. βλέπεις! (αυτοσαρκασμός!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαζός, συνώνυμο του βλήμα. Είναι σχετικά ήπιος χαρακτηρισμός (μπορεί να λεχθεί και με τρυφερότητα!).

Καλά, είσαι βλίτο;

Γράφεται και βλήτο, παρετυμολογούμενο από το βλήμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθυστερημένος, αυτός που δεν παίρνει πολλές στροφές. Από το αγγλοσαξωνικό retarded.

– Ρε, μήπως είσαι ριτάρντεντ; Εκατό φορές σου έχω πει το ίδιο πράγμα.
– Τι εννοείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαδιάρα γυναίκα, σε εκνευριστικό βαθμό.

-Μου την σπάει αυτή η χαϊδομούνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified