Further tags

  1. Ο σουπερήρωας που η κάθε αγάμητη περιμένει να την πηδήξει.

  2. Ο υπερήρωας επιβήτορας που δεν συνάπτει σταθερές σχέσεις, αλλά εμφανίζεται μόνο μετά από επίκληση. Πηδάει μόνο σποράδην και όχι σε τακτά διαστήματα.

  3. Ο υπερήρωας που σε πηδάει άπαξ και μετά εξαφανίζει κάθε ίχνος του.

>από το αγγλικό fuck + man κατά παράφραση των ονομασιών ηρώων κομιξ (superman, batman, spiderman).

  1. - Πού είναι ένας φάκμαν όταν τον χρειάζεσαι;

  2. - Την έχει φάει η αγαμία. Γιατί δεν τηλεφωνεί στον φάκμαν της να της ρίξει ενα ψιλό;

  3. - Μα ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Εντελώς φάκμαν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατσούμπαλος, ο ογκώδης και απρόσεκτος στις κινήσεις του,

- Τι αμπλαούμπλας ο δικός σου! Σηκώθηκε απ' το τραπέζι και πήρε και το τραπεζομάντιλο σβάρνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκληροτράχηλος, ανθεκτικός στις κακουχίες. Κυριολεκτικά, φαντάρος του Λόχου Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ).

- Είδες τη γιαγιά; Βρέχει, χιονίζει στη Λαϊκή και κουβαλάει δέκα κιλά πράμα. Δεν καταλαβαίνει Χριστό. Λοκατζής σκέτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο πολύ φτωχός.

Ο Γιώργος επένδυσε όλα του τα χρήματα για να κάνει μια επιχείρηση που τελικά δεν πήγε καλά και έμεινε απένταρος.

Βλ. και αδέκαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και ο απένταρος, είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά. Ενίοτε το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε οτι δεν έχουμε καθόλου λεφτά πάνω μας όταν τα χρειαζόμαστε.

- Ρε φίλε, μόλις ανακάλυψα ότι δεν πήρα μαζί το πορτοφόλι μου, θα πληρώσεις και το δικό μου ποτό να στα δώσω μετά γιατί τώρα είμαι αδέκαρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τραγουδίστρια με πολύ καλή φωνή.

Είδες την καινούργια τραγουδίστρια ήρθε στο μαγαζί;
Εντυπωσιακή εμφάνιση και απο φωνή αηδόνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Εννούμε το έτερον ήμισυ, τη σχέση που έχουμε.

- Πώς τα πας με τη δουλειά, Νίκο; - Μια χαρά, είμαι πολύ ικανοποιημένος. - Και με το αίσθημα όλα καλά; - Ναι, τα πάμε πολύ καλά, είμαστε 2 χρόνια μαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον άντρα βουτυρόπαιδο, μανιαμούνια, χλεχλέ, που κατά μαγικό τρόπο έχει καταφέρει μια γυναίκα να κάνει όλες τις αντρικές δουλειές για χάρη της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μάτια αυτής της ερωτοχτυπημένης, ο φερόμενος ως νεραιδοστόλιστος εκσπερματώνει glitter.

- Ποιος θα κουρέψει τα ληγούστρα;
- Σίγουρα όχι ο νεραιδοστόλιστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάποιος που μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο με τον οποίο δεν έχει καμία συγγένεια.
  2. Το παιδί που έχει πάρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός από τους 2 γονείς του και είναι σαν μικρογραφία του.
  1. - Την είδες την κοπέλα απέναντι; Φτυστή η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι...

  2. - Ο γιος του Κώστα και της Χαράς είναι φτυστός ο πατέρας του. Ίδιο ύψος, ίδιο μαλλί, ίδιο χαρακτήρα, ίδιο πρόσωπο! Λες και τον κλωνοποίησαν τον Κώστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified