Βλέπε λέουρας.
Έλα παλαίουρας, πάρε σκούπα, φαράσι και μόκο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μόνος, μοναχούλης.
Γιατί μ' έχετε ρε στην ξωπαρεού; Μάνα δε με γέννησε κι εμένα;
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που καυχιέται ότι μπορεί να έχει ερωτικές συνευρέσεις αν και είναι μεγάλος στην ηλικία.
- Βρε μια χαρά είμαι! Φτύσε με! Σημασία έχει που στα 80 είμαι ακόμα μάχιμος.
Got a better definition? Add it!
Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Αυτός ή αυτή που μας τη δίνει, μας νευριάζει.
Ω ρε αδερφούλα. Τι δοστικιά που είσαι...
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα η ωραία, η ναζιάρα, η παιχνιδιάρα...
Ξέρεις τη Μαρία; Τη φίλη της Γιώτας; Είναι μεγάλη μουνίτσα!
Got a better definition? Add it!
Είναι η αδέλφω, δηλαδή η κωλοπουστάρα του κερατά που τον παίρνει και χαίρεται...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση η οποία αναφέρεται σε άτομο ή κατάσταση που είναι αβάσιμο/-η και δεν στέκει σύμφωνα με την λογική.
- Εκεί που καθόμασταν όμορφα και ωραία άρχισε να λέει τα δικά του το παλικάρι... Αλεμάο, σου λέω.
Got a better definition? Add it!