Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Χαμένος από χέρι, χωρίς περίπτωση θετικού αποτελέσματος ή έκβασης.
Καλά ρε, σε αυτό το ψωράλογο έβαλες όλα σου τα λεφτά; Αυτό είναι καμένο χαρτί.
Got a better definition? Add it!
Ο έντιμος, ο φερέγγυος.
- Νομίζω πως τελικά ο Νίκος μου έκανε μαλακία με τα λεφτά. - Όχι ρε, αποκλείεται. Τον ξέρω τόσα χρόνια και στο εγγυώμαι, είναι σπαθί το παιδί.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που κλέβει, επί το πλείστον, γυναικείες τσάντες. Συνήθης τακτική, βγαλμένη από την δεκαετία του 80, όπου ο συνεπιβάτης της μοτοσικλέτας άρπαζε την τσάντα την ανυποψίαστης γυναίκας και διέφευγαν αναπτύσσοντας μεγάλη ταχύτατα. Η τακτική αυτή υπάρχει ακόμα αλλά είναι σαφώς περιορισμένη.
- Και πού είναι το κακό ρε μάνα που θέλω μηχανή; Δηλαδή όποιος έχει μηχανή είναι αλήτης, χούλιγκαν και τσαντάκιας; Τα μυαλά σου έχουν μείνει στο 80 μου φαίνεται!
Got a better definition? Add it!
Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.
Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;
Δες και κάρβουνο.
Got a better definition? Add it!
Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.
-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.
Got a better definition? Add it!
Απο την λέξη «βροντή». Αυτός που πέφτει ή τρακάρει με μοτοσυκλέτα. Κατά το πέσιμο ή το τρακάρισμα παράγεται ένας δυνατός ήχος. Μια βροντή. Εξ ου και το βρόντακας.
-Ο βρόντακας πήγε και βρόντηξε πάνω στο πεζοδρόμιο.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που οι πράξεις του ή τα λόγια του δεν βγάζουν κανένα νόημα και δεν έχουν κανένα σκοπό. Αλλιώς: ο Ό,τι να 'ναι.
- Τι ασυναρτησίες λέει αυτός τόση ώρα; - Άφησε τον στο κόσμο του, είναι τελείως κουκουρούκου.
Got a better definition? Add it!
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο συμμαθητής με τις γυαλούμπες που πάντα όλοι ήθελαν να τον χτυπήσουν και να του πάρουν το σάντουιτς, αλλά το έκαναν πολύ λιγότερο συχνά απ' όσο θα ήθελαν γιατί «θα είχαν να κάνουν με τη δασκάλα».
-Θα του βάλω τα γυαλιά στον κώλο να κλάνει μυωπία, του βρωμοαπουσιολόγου!
Got a better definition? Add it!