Further tags

Η γυναίκα η οποία πηδάει, δεν πηδιέται. Το κάνει τακτικά, με διάφορους και με ενθουσιασμό.

- Καλά, η Πόπη προχτές έφυγε με το Βασίλη, χτες είπε ότι θα την πήγαινε σπίτι ο Τζο και σήμερα χαμουρεύεται με το τεκνό... Πώς τό 'χει δει;
- Το 'χει δει πρώτη πηδούκλω, φιλάρα... Και κάνεις τέτοιες ανόητες ερωτήσεις διότι προφανώς δεν σ' έχει σύρει στη σπηλιά της ακόμη... Αλλά, θά 'ρθει και σένα η ώρα σου και άμα σε πιάσει θα σε τσαταλιάσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκάρτος, σκαρτάρω:

  1. Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.

  2. Λειψός.

  3. Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.

  1. Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.

  2. Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.

  3. Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι εξαιρετικά επιδέξιος άνθρωπος.

Αυτόν να τον φοβάστε. Σκίζει χασέδες και ράβει σώβρακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.

Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.

- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.

Αστεράτη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.

- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατηφής, ο κακορίζικος.

- Καλά θα πάει η μέρα μας σήμερα με τον μουρτζούφλη πού χουμε στα πόδια μας.

Βλέπε και μαμούχαλος, μουντρούχος και μούχλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεοσύλλεκτος φαντάρος ή συνηθέστερα ο νεοφερμένος στη μονάδα.

Πιθανότατα προέρχεται ετυμολογικά από τις αγγλικές λέξεις: new + fish

Συνώνυμα: ψάρι, ψάρακας, αρουραίος.

Εφτά νιούφηδες ήρθαν σήμερα, τέρμα οι αγγαρείες για μας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τους 2 πρώτους μήνες της εκπαίδευσης τους οι Δόκιμοι Αξιωματικοί, ονομάζονται «Αλφάδες». Πρόκειται για την σκληρότερη φάση γιατί αφενός έχουν πολύ σκληρή εκπαίδευση και κάνουν όλες τις υπηρεσίες, αφετέρου έχουν του δόκιμους της προηγούμενης σειράς (τους «Βητάδες») να τους κάνουν καψόνια και σπάσιμο νεύρων.

Όνειρο του κάθε Αλφά είναι να περάσουν οι 2 μήνες και να γίνουν Βητάδες, οπότε θα χαλαρώσουν και θα πάρουν υπό την κηδεμονία τους τον «γιόκα» τους για να τον τρέχουν. Συνήθως ο «πατέρας» Βητάς και ο «γιος» Αλφάς κοιμούνται στο ίδιο διώροφο κρεβάτι.

- Άντε να γίνουμε Βητάδες να ηρεμήσουμε λιγάκι, έπηξα σαν Αλφάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified