Further tags

Όψη μαραμένη και ελεεινή. Φάτσα για κλάμματα, απορρύθμιση των άκρων, σχεδόν πλήρης αδυναμία κίνησης και άρθρωσης - όλα αυτά συνέπεια κούρασης και αϋπνίας, είδικά όταν το ξενύχτι συνοδεύεται από πολλά τσιγάρα και ξύδια.

Συγγενείς έννοιες: σαν τον πούτσο μου ξενύχτη, σαν τον κώλο μου ξενύχτη.

- Καλά ρε μαλάκα, τι φάτσα είν' αυτή; Σαν κλασμένο μαρούλι είσαι πάλι.
- Μμμμμμ ... δε κοιμήθηκα .... πφπφπφπφ ..... πόκα ... τριαντάεξι ώρες .... έμπλεξα ...
- Άντε ρε για ύπνο, δε βλέπεις μπροστά σου, ρε μαλάκα, δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου ... θες ταξί;
- Νννναί ... πατσά, όμως, πρώτα ... θα στανιάρω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνωστός κοινός χάχας! Χαζογελάει με όλους και με όλα, χαίρεται τη ζωή του στον μάταιο τούτο κόσμο!... Δεν ξεχωρίζει στιγμές, καταστάσεις αστείες ή σοβαρές, πρόσωπα χαρούμενα ή λυπημένα...
Σε κάθε περίπτωση, άκακος και ήσυχος...

Νομίζω ότι κάθε παράδειγμα περιττεύει.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του όρου κόζα νόστρα (= δικό μας πράμα, cosa nostra στα ιταλικά, όρος που δηλώνει την ιταλιάνικη μαφία). Η παράφραση στόχο έχει την στηλίτευση των απανταχού καραγκιόζηδων της νύχτας που μεγάλο τους όνειρο είναι να μοιάσουν με κλασικό μαφιόζο. Η εμφάνισή τους στηρίζεται στην αρχή "τα ράσα κάνουν τον παπά". Είναι τύποι της απόλυτης επίδειξης (μόστρα), συνδυάζουν με μοναδικότητα το λούσο με τη μαγκιά, την ντομπροσύνη με το ξεπούλημα, την ευγένεια με το αιματοκύλισμα. Είναι παληκάρια με περήφανες μανάδες, τσούλες γκόμενες, και υψηλούς οικονομικοκοινωνικούς στόχους στη ζωή. Αν δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη ή δεν μιλούν στο κινητό την ώρα που πηδάνε, πηδάνε καλά, βάσει κανόνων πάντα.

Η κυρα Ντίνα είναι πολύ περήφανη για τον γιο της. Νιώθει ότι έχει έναν πραγματικό άντρα στο σπίτι της. Πού να ήξερε ότι ο μαλάκας της είναι σκέτη κόζα μόστρα, είναι μπλεγμένος στα σκατά και χρωστάει τον κώλο του σε πρέζες, όπλα, δικηγόρους και δεν ξέρω τι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι η πολύ χαζή γυναίκα!

- Κοίτα τι λέει η κουτάβω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα με πεσμένα κωλομέρια, λόγω ηλικίας, χρήσης ή κακής κατασκευής.

- Πήρες πρέφα το μωρό;
- Σιγά τη χαμηλοκώλα...

(από electron, 28/11/09)(από electron, 28/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μεγάλο βλήμα! Ο πανηλίθιος, ο πανύβλακας. Προσοχή! Όχι ο μαλάκας. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!....

Κλίνεται κατά το σήμαντρο, το σκάφανδρο κλπ.

- Τρυφωνάκο μου, είπα στον Φώντα ότι βγαίνεις με την αδερφή του και ότι μάλλον χώνεις κιόλας!... Ξέρεις μωρέ, πάνω στην κουβέντα, στην παρέα... Ετσι αγόρι μου; Να το ξέρεις!...
- Τί να ξέρω ρε βλήμαντρο! Πώς θα τον κοιτάξω τώρα τον άνθρωπο στη δουλειά;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.

προφανές!

Mona Lisa πριν και μετά από Tom Pousti (από Khan, 03/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αθηναίοι, -ες.

Πολίτες του ψευδοκράτους των Αθηνών, μετοικούν συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια εορτών, τριημέρων και τα καλοκαίρια στην Ελεύθερη Ελλάδα.

Για τους αυτούς, θεωρείται τίτλος τιμής, ώστε να μην αναφέρουν καταγωγή από την Αγουλινίτσα.

Από τους υπόλοιπους, θεωρείται συνώνυμο του κάφρος.

- Βρε συ, τί έγινε και δεν βρίσκω να παρκάρω πια;
- Πλάκωσαν οι Αθηναίοι...

άλλο...

- Βρε συ, πού είναι τα κορίτσια, δεν διασκεδάζουν πια κορίτσια εδώ;
- Ποια κορίτσια, είδαν τους Αθηναίους, λιμασμένους και κρύφτηκαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει την προσδοκία και την έντονη επιθυμία να συνουσιαστεί με ομόφυλό του.

- Τον ξέρεις τον Αριστείδη;
- Ναι τον ξέρω, την πέφτει πολύ επίμονα στο Χρήστο. Μιλάμε για μεγάλο καψοκώλη.

(από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.

  2. Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.

-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified