Further tags

Ανέκαθεν υπήρχαν ηλίθιοι. Προϊόντος του χρόνου μας προέκυψαν (σχετικά γρήγορα είναι αλήθεια στην εξελικτική πορεία του είδους) οι παν-ηλίθιοι, οι οποίοι υπερείχαν των πρώτων στο εύρος της ηλιθιότητας το οποίο κάλυπτε τα πάντα.

Με την ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ το 1981 και κυρίως με την εισαγωγή της στην Ευρωζώνη, δηλαδή στον "σκληρό πυρήνα" της Ευρώπης, η ευρωπαϊκή διάσταση των πραγμάτων άρχισε να κάνει την εμφάνισή της στη χώρα μας σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του τόπου. Εξ ου και το νέο, βελτιωμένο είδος του ευρωπανηλίθιου, ο οποίος πέραν του απόλυτου εύρους της ηλιθιότητας, πλέον φέρει πιστοποιητικό CE και είναι πιστοποιημένος κατά ISO, δύναται δε να επιδείξει το μέγεθος της πανηλιθιότητάς του σε όλη την διευρυμένη πλέον ΕΕ, γεγονός που τον καθιστά πολύ πιο επικίνδυνο από τα προγενέστερα είδη.

Οι ευρωπανηλίθιοι βγαίνουν σε 27 εκδόσεις μέχρι στιγμής και είναι ακροβολισμένοι σε όλα τα μήκη και πλάτη της ηπείρου. Εκτιμάται ότι η τάση διεύρυνσης της ΕΕ θα αυξήσει τον απόλυτο αριθμό αλλά και τις εκδόσεις των ευρωπανηλιθίων (περαστικά μας).

Περιέργως, άλλες συνεργασίες κρατών τύπου COMECON ή NAFTA, δεν φαίνεται να έχουν επιτύχει την ανάπτυξη αυτόχθονων πανηλιθίων με κοινά χαρακτηριστικά, γεγόνος που αποδεικνύει την ιστορική αναγκαιότητα αλλά και την προοπτική της ΕΕ, καθώς και την ανωτερότητά της στο παγκόσμιο πολιτιστικό γίγνεσθαι.

- Τελικά ο Τέρης είναι και πολύ μαλάκας.
- Δεν είναι ένας απλός μαλάκας αγόρι μου. Είναι ευρωπανηλίθιος με βούλα. Μιλάμε ότι αν γινόταν πανελλήνιοι αγώνες ηλιθιότητας θα έβγαινε πρώτος. Τι λέω... Πανευρωπαϊκοί μαλακίας να γινόταν το χρυσό το είχε στο τσεπάκι χαλαρά. Εδώ Ολυμπιακοί να γίνονταν στην ηλιθιότητα, είχε αργυρό μετάλιο σαν βουάρ.
- Καλά γιατί μόνο αργυρό στην Ολυμπιάδα ρε δικέ μου;
- Γιατί αγόρι μου είναι ΤΟΣΟ ευρωπανηλίθιος που θα τό 'χανε το χρυσό. Γκέγκε;
- Γκέγκε.
- Α να γειά σου.

(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, ώστε να διακρίνεται το αρχικό φωνήεν e- (= electronic), αντί του Ε- της γνωστής λέξης Ελληνάρας.

Πρόκειται για τον εθνικά υπερήφανο Έλληνα χρήστη του ίντερνετ που ξημεροβραδιάζεται λογομαχώντας/βρίζοντας ηλεκτρονικούς «πατριώτες» άλλων εθνικοτήτων, επιχειρηματολογώντας με αδιάσειστα παραϊστορικά στοιχεία σχετικά με την ανδροπρέπεια του Λεωνίδα, το βάρος του μορίου των ηρωικών τσολιάδων, το παχύ μουστάκι του Γρίβα Διγενή, τον μελωδικό βόμβο «τεριρέμ» που βγάζουνε τα Χαννεμπού του Λιακόπουλου κτλ...

(Από το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας)
Πριν από τις ιντερνετομαχίες για το «Μακεδονικό» , είχαμε εκείνες με τους Τούρκους. Τα δελτία φρικιούσαν. «Οι Τούρκοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν gay!» και κάποιοι e-λληναράδες απαντούσαν: «Γιατί; Ο Κεμάλ δεν ήταν;»

Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC 2: Best seller του Λιακόπουλου, η χαρά του Ελληνάρα και e-λληναρά! (από Cunning Linguist, 17/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η τελειωμένη, που μπερδεύει το στοπ με το σήμα της προτεραιότητας, η για τα μπάζα προοριζομένη, η άνευ λόγου ύπαρξη.

- Μωρή μπατόζα, πως βγαίνεις έτσι απ' το στενό, ποιος εγκληματίας σου έδωσε το δίπλωμα;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.

Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.

Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.

  1. Σ' αυτο το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και απο αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).

  2. - Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.

  3. PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).

  4. - Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.

  5. Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άπιστος σύζυγος, που "μπερμπαντεύει".

...ο τρόπος που διαχειρίζεται τα σκάνδαλά του [ο Bill Clinton] δεν θυμίζει σε τίποτε τον ασυγκράτητο μπερμπάντη Δία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για φοιτητή. Παραπέμπει στο φυτό.

  1. Όλοι οι φοίτουλες πλακώνουν τους φραπέδες μήπως και τους έρθει η Θεία έμπνευση και περάσουν κανένα μάθημα, γιατί όλο το εξάμηνο το βγάζανε σε καφετέριες. (από το διαδίκτυο)

  2. Καθίστε ρε παιδιά, κάθε μέρα από εκεί περνάω και δεν έχω δει και τίποτα το αξιόλογο στο Πολυτεχνείο της Πατησίων. Ή εγώ είμαι στραβός και μου λένε ψέματα ότι βλέπω άψογα ή απλά υπάρχουν πολύ λίγες που είναι όμορφες. Αντιθέτως Ζωγράφου θα βρείς αρκετές κοπέλες που να σου αποσπάσουν τη προσοχή από τα μαθήματα (γιατί ως γνωστόν είμαστε και φοίτουλες). (από το forum στο polytexneio.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Σαρδανάπαλος ήταν σύμφωνα με τον Κτησία ο τελευταίος βασιλιάς της Ασσυρίας. Ήταν παροιμιώδης για την έκφυλη και άσωτη ζωή του. Εν ολίγοις όχι κολακευτικός προσδιορισμός, το τεμπελόσκυλο, ο τρυφηλός, το παράσιτο, ο μαμ, κακά και νάνι.

- Ρε σαρδανάπαλε, βρες καμιά δουλειά, που έχεις την μάνα σου με κοίλη να καθαρίζει σκάλες στο δημαρχείο.
- Άστηνα εκεί που είναι τη μάνα μου, αλλιώς θα πεινάσουμε.

Ο θάνατος του Σαρδανάπαλου (από Hank, 15/01/09)(από Khan, 08/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πιο μικρός, ο πιο ασήμαντος, η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο οποίος, παρόλαυτα, επιμένει να έχει άποψη και επιμένει να τη λέει, συνήθως σε ακατάλληλες στιγμές. Αν το μιλάνε όλοι, μιλάνε και οι κώλοι είναι μια φορά απαξιωτικό, το να σε πούνε πορδή του κάβουρα είναι δέκα και βάλε. Διότι, τι κώλο έχει ο κάβουρας; Ή αλλιώς, τι είν' ο κάβουρας, τι ειν' η πορδή του;

Λέγεται και χαϊδευτικά σε πιτσιρίκια - ας πούμε, αν έχουμε να κάνουμε με καμμιά Σουρπουήτσα που είναι μικρομέγαλη.

- Εγώ, θείε, είμαι της γνώμης ότι αυτά τα χαρτιά πρέπει να τα δώσετε. Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ ...
- Άιντε, βρε κι εσύ, πορδή του κάβουρα ... πετάγεσαι ... ακόμα δε βγήκες απ' το αυγό κι έμαθες κι από χρηματιστήρια ... Ο θείος ξέρει τι πρέπει να κάνει ...
- Ναι, βέβαια, ξέρει ... (την τύφλα του ξέρει ... ο εγκλωβισμένος ... ο καταστρεμμενίδης ...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δευτεράντζα, όχι και πολύ καλής ποιότητας.

Παρά την ευρέως κρατούσα άποψη ότι προέρχεται από το bus class και αναφέρεται σ' αυτούς που λόγω χαμηλού εισοδήματος πηγαίνουν με το λεωφορείο, είναι μάλλον πιθανότερο να προέρχεται από το basse classe, όπου basse σημαίνει κάτω και classe σημαίνει τάξη. ΟΚ, πάλι έχει μία ταξικότητα ως έκφραση αλλά τουλάχιστον απενεχοποιούνται έτσι οι αστικές συγκοινωνίες και είναι πλέον politically correct και για τα υψηλά εισοδήματα να τις χρησιμοποιούν. Ουφ...

Παίζει και ως μπασκλασαρία.

  1. - Για την Λίτσα τι λες;
    - Πολύ μπασκλασαρία ρε αδερφάκι μου.

  2. Είπα να χτυπήσω ένα μεταχειρισμένο παπάκι να κάνω τη δουλίτσα μου και μου την πέσανε όλοι ότι είναι λέει πολύ μπας κλας και θα ρίξω το επίπεδο μου.

  3. - Πώς ήταν χθες το πάρτι;
    - Δεύτερο μεγάλε. Πολύ μπας κλας. Το κέτερινγκ μάπα, τα ποτά μπόμπες, ο κόσμος άσ' τα να παν'. Σε μισή ώρα την έκανα και πήγα για ύπνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιπαικτικό άδολο σχόλιο στην παρέα, για κοπέλα που ετοιμάστηκε για έξοδο και εμφανίστηκε μπροστά μας.

Θα μου πείτε γιατί πρέπει να τη σχολιάσουμε; Ντύθηκε και... νά 'την! Ντύθηκε αλλά τι έβαλε! Η κοπέλα-λατέρνα χαίρεται τις Απόκριες όοοολο το χρόνο. Μαύρα, κόκκινα, χρυσά, ασήμια, λαμέ, σκουλαρίκια, βλεφαρίδες, νύχια ψεύτικα, ψηλοτάκουνα, φουλάρια, καπέλα, την Άρτα, το Σούλι και τα Γιάννενα!... Όλα αυτά βέβαια, ανάκατα και μπερδεμένα το ίδιο, για πρωί, μεσημέρι, ή βράδυ...

Και το μαλλί; Ααααχ το δράμα το μαλλί! Του Δράμαλη ο χαμός!
Τη μια ξασμένο, την άλλη πλατινέ, τη μια κατσόμαλλο, την άλλη φουντωμένο μέχρι εκεί πάνω, σαν το λιοντάρι της Νεμέας... Αυτά για βάση, ύστερα κορδέλες, κοκαλάκια, τσιμπιδάκια με καρδούλες και το αρχικό της, φουντίτσες χρωματιστές και ό,τι άλλο είχε μέσα ο συρτάρης!...

Πάντως ετοιμάστηκε! Να σκεφτούμε τώρα που θα... «πάει», γιατί το να «πάμε» μάλλον χλωμό το βλέπω...

— Νά 'μαι και 'γώ παιδιάαα! Έτοιμη!...
(Δυό τρία δεύτερα delay, μέχρι να καταλάβουμε τι βλέπουμε και...)
— Κούκλα η Μαρίτσα!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified