Επιθετικός προσδιορισμός, συνώνυμος του καθυστερημένος, -η, -ο.
Τι γίνεται, ληγμένο άτομο; Πέθανες ή πρέπει να περιμένουμε κι άλλο;
Επιθετικός προσδιορισμός, συνώνυμος του καθυστερημένος, -η, -ο.
Τι γίνεται, ληγμένο άτομο; Πέθανες ή πρέπει να περιμένουμε κι άλλο;
Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, Κατέλης, μογγόλι, το
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η γυναίκα που ενσωματώνει μερικά ή όλα από μια σειρά χαρακτηριστικών που αποτελούσαν κάποτε βασικά για τους θιασώτες της ΚΝΕ θηλυκού γένους:
α) Αξύριστα πόδια
β) Αξύριστες μασχάλες
γ) Αξύριστο μπικίνι
δ) Άβαφτο πρόσωπο χωρίς make-up
ε) Φούστα στον αστράγαλο (για να μην φαίνονται τα αξύριστα πόδια) πλισέ με tribal σχέδια
στ) Εναλλακτικά, τζιν-σωλήνας
ζ) Σανδάλι δερμάτινο με τη φούστα, ή
η) Παπούτσι ελβιέλα με το τζιν, και
θ) Τσάντα ταγάρι τύπου.
- Ρε μαλάκα, για κοίτα τι πηδάει ο Γιώργος! Πες μου τώρα, σ' αρέσει αυτή η γκόμενα;
- Κνιέρχ!
- Πως;
- Μα δε την βλέπεις ρε μαλάκα την κνίτισσα; Πως μπορείς να πηδήξεις μια γκόμενα που η τρίχα της είναι πιο μακριά απ' τη δικιά σου;
Βλέπε και το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα και ταγάρι.
Got a better definition? Add it!
Από το retard, ο παντελώς άσχετος με τα computer και το Internet, ανίκανος να μάθει έστω και δέκα βασικά πράγματα για να τα χρησιμοποιεί αποτελεσματικά όταν surfάρει.
user1: κόλλησε το laptop μου και δεν κλείνει. Πατάω το power και μου βγάζει συνέχεια κάτι για hibernation.
user2: κράτα το power πατημένο για να κλείσει ρε e-tard!
ή
user1: για να συγκρίνω δύο sites πρέπει να κάνω μπρος-πίσω συνέχεια με τα βελάκια και δεν τα θυμάμαι και όλα.
user2: άνοιξε δεύτερο παράθυρο ρε e-tard.
Got a better definition? Add it!
Ουσιαστικό, συνώνυμο του προδότης. Χρησιμοποιείται μόνο στο αρσενικό. Ποιος ξέρει γιατί...
Μην τον εμπιστεύεσαι τον μαλάκα, δεν είναι φίλος, είναι φίδης...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ως εξειδικευμένη εφαρμογή του ορισμού που δίνει ο foobaras εδώ, η λέξη λεβεντομαλάκας έχει ενίοτε και πολιτική φόρτιση.
Χαρακτηρίζει, το άτομο που άκριτα εμμένει σε κάποιες πολιτικές ή ιδεολογικές απόψεις και τις διακηρύσσει θορυβωδώς - δεν έχει σημασία ποιες ακριβώς είναι οι απόψεις αυτές αν και, συνήθως, είναι ακραίες.
Επειδή επιμένει και φωνάζει, ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του λεβέντη - και, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, όλοι οι άλλοι, πλην κάποιων ομοϊδεατών του, τον θεωρούνε μαλάκα.
Παλαιότερα, ο χαρακτηρισμός αποδίδονταν κυρίως σε οπαδούς της παραδοσιακής, δογματικής αριστεράς - π.χ. σε Κνίτες με χαυλιόδοντες. Στη δεκαετία του '80 περιέλαβε και τους λεγόμενους «αγνούς Πασοκτσήδες» - τύπους που γνησίως θεωρούσαν το «Ζαβαρακατρανέμια» μουσική, και που όταν ερχόταν στο κέφι τραγουδούσαν (δυνατά, εννοείται) «θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες τρεις του Σεπτέμβρη να περνάς». Στη δεκαετία του '90, η χρήση βαθμιαία μετατοπίσθηκε προς τα δεξιά - μέχρι και ως τα hardcore εθνίκια. Πιο πρόσφατα, η λέξη λεβεντομαλάκας έχει προσλάβει ένα νέο εύρος, έχει ξεφύγει από τις κομματικές ταμπέλες και πάει πολύ συχνά πακέτο με τη λέξη Ελληνάρας ή και Ελληναράς - είναι, ας πούμε, ο τύπος ο οποίος παίρνει προσωπικά αυτά τα συκοφαντικά που λέγονται ότι ο Μεγαλέξαντρος ήταν πούστης και πραγματικά προβληματίζεται αν αυτές οι φήμες βγήκαν στην Αγγλία (διότι εκεί, ως γνωστόν, είναι όλοι πούστηδες) ή στην Αμερική (διότι εκεί, ως γνωστόν επίσης, κάνουν κουμάντο οι Εβραίοι).
Πέραν των κομμάτων, το είδος ευδοκιμεί στον στρατό, στην Κύπρο και, εσχάτως, στο Ίντερνετ - βλ. και e-λληνάρας.
Πρώτο πόστο, το 1971, φύλακας στα κρατητήρια της Μπουμπουλίνας, να παραστέκεται στα βασανιστήρια. Τότε αποκαλούσε «λεβεντομαλάκες» τα «κομμούνια» που δεν έσπαγαν. Στα πενήντα του, σε αρμονία με το προοδευτικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, προσάπτει το «λεβεντομαλάκας» στους έλληνες εθελοντές της σερβικής Βοσνίας. (Από βιβλιοκριτική - αναφέρεται στον αστυνόμο Χαρίτο, ήρωα των μυθιστορημάτων του Πέτρου Μάρκαρη)
Μιας και ειχε τσαμπα φαι λεμε δεν παμε , να εχουμε να λεμε οτι μπηκαμε και σε μασονικη στοα. Η μαλακια ειναι οτι οι ωρες λειτουργιας για το κοινο ηταν κατα τις 5.30 (οι κλασσικοι μαλακες Αγγλοι που δεν εχουν καταλαβει οτι ολος ο πολιτισμενος κοσμος εκεινη την ωρα παιρνει την σιεστα του.
Να και ο κλασσικός ο λεβεντομαλάκας ξερόλας Ελληνάρας. (Από Forum)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άντρας ο οποίος είναι κολλημένος με το μουνί (αλλά συνήθως καληνυχτάκιας).
- Ρε μαλάκα, ο Γιώργος έχει γίνει πολύ μουνόδουλος!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός ατόμου που από το πολύ κάπνισμα παράνομων ουσιών (φούντα) έχει χάσει πάσα επαφή με την πραγματικότητα.
Δύο φίλοι πίνουν καφέ στο snowbar 2069m στο χιονοδρομικό κέντρο Καϊμάκτσαλαν, χαζεύοντας τύπους να κάνουν άλματα με snowboard, οι οποίοι πέφτουν με απίστευτους και οδυνηρούς τρόπους και αμέσως σηκώνονται και συνεχίζουν γελώντας.
- Καλά ρε φίλε ματά από τέτοιους «μπίστους» πως συνεχίζουν;
- Τι περιμένεις... πιτσιρικάδες ποκαφούντας είναι...
Σχετικά: φούντα, φουνταμενταλισμός, χασίστες και φουντικοί, πρεζόφουντα, χάχα
Got a better definition? Add it!
Φρέσκο στο κουρμπέτι, ξεπεταρούδι. Λέξη που περιγράφει όμορφες νεαρές παρθένες που πρωτοκυκλοφορούν και ωσάν φρέσκα ραπανάκια που μας ανοίγουν την όρεξη, μας ξυπνούν άλλες ανομολόγητες ορέξεις.
- Πω πω μαλάκα, έλα να δεις!
- Έλα, τι είναι, πάλι εκδρομή βγήκε το Λύκειο;
- Καλά, γέμισε ο τόπος καβλοράπανα!
- Σκούπισε τα σάλια σου κωλόγερα, αυτά δεν είναι πλέον για μας....
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από το γνωστό διαφημιστικό σποτ, όπου οι εργάτες της ουισκοβιομηχανίας παίζουν με τις τάπες περιμένοντας να ωριμάσει το ουίσκι.
O τύπος τζάκ ντάνιελ διακρίνεται για την απεριόριστη υπομονή του. Δεν αγχώνεται, ωστόσο αγχώνει αυτούς που δεν είναι σαν κι αυτόν. Τα γράφει όλα ... κανονικά. Ο χαρακτηριστικός τύπος του δημοσίου υπαλλήλου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι. Υπάρχουν διαβαθμίσεις τζάκ ντάνιελ αντίστοιχα με τους βαθμούς του γνωστού ουίσκι.
Καλά πώς την έχουν δει στις δημοσιες υπηρεσίες; Μέχρι να κουνήσουν το ένα πόδι βρωμάει το άλλο. Μιλάμε για πολύ τζακ ντάνιελ κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται σε αντιδιαστολή ως προς το Αρία φυλή. Κοροϊδευτική προσφώνηση για τα άτομα κάποιας εθνικότητας που θεωρούμε πως το παίζουν high class.
Μην ακούς τι λένε αυτοί. Το παίζουν Αρία αλλά στην ουσία πρόκειται για.... παπαρία φυλή.
Got a better definition? Add it!