Further tags

Πασπαρτού και πανταχού παρόν επίθημα (;) της νεοελληνικής, που σημαίνει «στο περίπου, και καλά, δήθεν», σχετικοποιεί δηλαδή τη φράση ή λέξη που μόλις ακούστηκε. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά, γιατί ως γνωστόν στην Ελλάδα τα πάντα είναι σκιές του εαυτού τους (ήδη από το Σπήλαιο του Πλάτωνα), δεν είναι ποτέ σκέτα X, αλλά «Χ κι έτσι».

Χρησιμοποιείται σαν το αγγλικό «sort of» και το καλιαρντό «τύπου»...

  1. Κουλτούρα κι έτσι.
    (τίτλος blog)

  2. Και γιατί δε σου μίλησε ο Στέλιος;
    - Άστονα μωρέ, να πούμε ξέρω 'γω και δηλαδίς, είναι τώρα του στενού κύκλου, στέλεχος κι έτσι...

  3. - Γιατί δεν πετάς τα αποφάγια ρε βρωμύλε; - Η Τασία τα μαζεύει, τα βάζει στις γλάστρες... την έχει δει οικολόγα κι έτσι...

  4. - Ωραίο το μαγαζί ε; - Νταξ, αυτοί οι κατακόκκινοι τοίχοι και οι πλαστικές κούκλες μου τη σπάνε.... - Αλμοδοβάρ κι έτσι...

ένα μαgλί που να πηγαίgνει με αυτή την κίgνηση (από jesus, 09/10/08)

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, έτσι, έτσι!, ετς, καθώς και τ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που προέρχεται από τα Φαρσί και υιοθετήθηκε στα Ελληνικά μέσω της τουρκικής [darvēsh, Φαρσί ζητιάνος]. Κυριολεκτικά αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, που στοχεύουν να έρθουν πιο κοντά στο Θεό, στο στάδιο της θέωσης, όπως οι ελληνορθόδοξοι μοναχοί. Είναι γνωστοί οι Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες (Μεβλανά), οι οποίοι σημειωτέον την έπιναν κιόλας. Στην αργκό εκδοχή της η λέξη περιγράφει τον περήφανο μάγκα, το μπεσαλή, που μπορεί να σταθεί σε όποιον έχει ανάγκη. Συχνότατα συναντάται ως σύνθετη λέξη, όπως:
ντερβισόπαιδο, ντερβισόμαγκας, ντερβισογκόμενα, ντερβισάνθρωπος. Στα ρεμπέτικα τραγούδια, το ρούφηγμα μαύρης από τον ντερβίση είναι sine qua non!

  1. Το γνωστό άσμα του Χριστάκη, «Είπανε πως είσαι μάγκας»:

«Έμαθα πως παίζεις ζάρια, είσαι και χασικλού, εξηγείσαι στα παιχνίδια, έχεις και γιαβουκλού.
Χασίκλα είσαι και ντερβίσης, τραβάς την κουμπουριά
και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα …….. τη μαγκιά».

  1. Απόσπασμα από πραγματεία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι:

«Κουτσαβάκης, μάγκας και ντερβίσης,· όλ' αυτά είναι ένα. Αλλά ο ντερβίσης είναι ανώτερος απ’ όλους», λέει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, ενώ ο Κερομύτης μιλάει για τον «πρωτόμαγκα», δίνοντας έτσι και κάποια απόχρωση ιεραρχίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος άνθρωπος, που τρώει βιαστικά και αχόρταγα. Αυτός που κάνει το φαγητό του μία χαψιά και μετά θέλει κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο.

3 φορές μου ζήτησε να του ξαναγεμίσω το πιάτο ο γλούπος. Έφαγε το μισό παστίτσιο, και εμείς ακόμα στην πρώτη μπουκιά ήμασταν. Ασταδγιάλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει, ή θεωρεί ότι έχει, ειδικές γνώσεις επί κάποιου θέματος και με αφορμή αυτές είναι όλο ιδιοτροπία και δυσκολία στην συμπεριφορά. Συνήθως, δε,το θέμα που κατέχει ένας κονεσέρης είναι είναι εντελώς ασήμαντο (ποια είναι τα καλά μανιτάρια για να στολίσεις τούρτα π.χ.).

Η επιμονή του να κυνηγάει αυτά που η «γνώση» του υπαγορεύει έχει σαν αποτέλεσμα να σπάει τα νεύρα όλων.

5 ταβέρνες βρήκαμε ανοιχτές, καμία δεν άρεσε στον μαλάκα τον κονεσέρη. «Αυτή δεν έχει καλό γύρο, αυτή έχει άθλιες σαλάτες, εδώ το σέρβις είναι κακό». Τελικά, φάγαμε τσιπς γιατί πήγε αργά και τα εστιατόρια κλείσανε.

Η Έλλη θέλει σκότωμα με δίκοπο μαχαίρι,  που άφησε τον άντρα της και πήρε κονοσέρη... (από HODJAS, 05/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαν του σχεδόν ο,τιδήποτε είναι ισπανικό (να μη συγχέεται εδώ με το ισπανικό) ή ισπανόφωνο. Πρόκειται για τη μόδα της δεκαετίας, εφόσον η Βαρκελώνη είναι η νεανική πρωτεύουσα του κόσμου.

Ο Σπανιώλης (άρρην) μοντέλο 2008, είναι μια ειδική κατηγορία λέτσου, που ενδυματολογικά ξεχωρίζει από το κρανίο με γένια δυο εβδομάδων , στο οποίο έχει μείνει μια τζίβα, που προσδίδει κύρος στον βετεράνο των ράστα. Φορά σανδάλια και κουρελιασμένο ψαράδικο πατελόνι (ιδιότυπος βερμουδιάρης). Δεν είναι φαν της Barca και του αρέσει το τρίο B/B/G. Προτιμά την καταλανικήν έναντι της Καστιγιάνικης, και μετακομίζει στην Ισπανία. Υπάρχει και σε θηλυκή εκδοχή, με σχεδόν αμελητέες διαφορές από το άρρεν. Τους αρέσει και το Μαρόκο.

TIP: O Σπανιώλης δεν θα πει ποτέ ω ρε Ισπανία.

Η Σπανιώλα (θήλυ) είναι πρώην Αλμοδοβαρσιβαρίστρια, που θεωρεί τη Λουκία και το Σεχ χαζή ταινία που όμως βλέπεται. Θα σου πει ότι ξέρει ισπανικά επειδή είναι ανερχόμενη γλώσσα που μιλιέται από 700 εκατομμύρια παγκοσμίως - και όχι επειδή της αρέσει η γλώσσα. Πάει Ισπανία συχνά και έχει φίλους από το Εράσμους. Μιλάει πολύ για την Ισπανία και κάνει ότι ισπανικό παίζει στο Ελλάντα, αλλά δε μετακομίζει εκεί. Της αρέσει και η Πορτογαλία. Έχει στο παλμαρέ της τρίο G/G/B ή λεσβιακή παρτούζα και παλιότερα ήθελε να πάει με τραβέλι.

Το σημαντικό ψυχολογικό κουσούρι του Σπανιώλη είναι ότι τα έχει πολύ καλά με τον εαυτό του (smug που λένε και οι αγγλοσαξονες), αλλά η Ελλάδα είναι merda....

Θανάσιμοι εχθροί των Σπανιώληδων είναι οι Βεροι Βερολινέζοι ή Καστανιαλέας.

Η λέξη σχηματίζεται κατά το χανιώλης/α, καριόλης κλπ

Μολονότι ο ορισμός είναι εμπαθής και περιγράφει καρικατούρες, ως ιδεότυπος ισχύει.

α. - Τα πάρκα στην Ελλάδα είναι νεκρά...στη Βαρκελώνη βγαίνεις έξω και καταλήγεις να παίζεις μουσική μεθυσμένος με αφρικάνους μετανάστες, τραβεστί. άστεγους, και οι κοπέλες έρχονται και σου μιλάνε στο έτσι....
- Σπανιώλη.....

β. - Έχετε, πώς το λένε, τάπας, τίποτε να φάμε...; - Τι τάπας μωρή ζητάς; - Στην Ισπανία μιλούσα μόνο Ισπανικά και έχω ξεχάσει τα ελληνικά μου, το πιστεύεις;... - Όχι. Τι θες, μεζέ; - Αχ ναι, μεζέ, θες να πάρουμε; - Σπανιώλα....

γ. - Πάμε να δούμε το καινούργιο του Γούντυ Άλεν - Σπανιώλη....

(από Khan, 01/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζάζος είναι το άτομο που τον χαρακτηρίζουν τα εξής επίθετα : βρομύλος , σιχαμένος , ψεύτης , περήφανος για τον τόπο του , εθνικιστής , χέστης όσο δεν πάει , υπερκωλόφαρδος , τέρμα κουλομαρία , περήφανος για τις αθλητικές του ικανότητες και τρώει με μανία και μίσος ότι βρει μπροστά του. Το θηλυκό του ζαζου είναι το «ζαζίνα» που χαρακτηρίζει κυρίως τις φλόμπες.

Ρε κολόζαζε κόψε τις ζαζιές γαμώτο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόθημα [τέσπα...] που δηλώνει τίτλο ευγενείας, εφάμιλλο του Μέγας Μαγίστρου, και που προσάπτεται ειρωνικά σε μεγαλόστομους και γκραν γαμάω τύπους. Επιτείνει την έννοια του χαρακτηρισμού που ακολουθεί.
Από το Δον (Don), τον ισπανικό τίτλο ευγενείας (από το λατινικό dominus) + Φον από το γερμανικό Von (από), αντίστοιχο του γαλλικού de και του ιταλικού de la που εισάγουν την καταγωγή/επικράτεια του ευγενούς. Προσφέρεται για αυτοσχεδιασμούς, ειδικά αν η επόμενη λέξη μεταλλαχθεί ώστε να ακούγεται ξενική.
Υπήρχε έργο του Ψαθά «Φον Δημητράκης», κάποιοι θυμούνται και τον Λούντβιχ φον Ντρέηκ ενώ ο El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha και ο Δον Ζουάν είναι πασίνγωστοι.

  1. - Όχι να το παινευτώ, αλλά μένω αξέχαστος στις γκόμενες... η μία με συστήνει στην άλλη...
    - Ώπα ρε Δον Φον Πουτσαρά...

  2. - Το σωματίδια Χίγκς; παλιά ιστορία...
    - Έλα ρε Δον Φον Προφεσόρ, πόσο παλιά δηλαδή;

  3. - Ο σπιτονοικοκύρης μου λέει πως είναι από τζάκι και κυκλοφορεί σα γύφτος....
    - Μιλάμε για τον Δον Φον Μαλακοπίτουρ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλασσική έννοια της φράσης «χτίζει κοιλιακούς», παραπέμπει στη σύσφιξη, στην ενδυνάμωση, στην επαύξηση του όγκου των έξη πλάγιων και πρόσθιων κοιλιακών μυών, φράση που παραπέμπει στη δημιουργία γραμμώσεων και ευρύτερα σε body building (χτίσιμο σώματος), μέσω ανόργανης ή ενόργανης γυμναστικής. Πριν τη γυμναστική συνίσταται ζέσταμα.

Λέγεται ειρωνικά για άτομο που τρωγοπίνει λαίμαργα, ακατάπαυτα, για άτομο που σαβουρώνει πολλά διαφορετικά ή ίδια part numbers φαγώσιμων πρώτων υλών. Μπορεί να μιλάμε είτε για μεμονωμένη περίπτωση, είτε για κάτι που γίνεται συχνά πυκνά.
Ο συγκεκριμένος όρος παραπέμπει στην αύξηση του όγκου του λίπους της κοιλιακής χώρας και κατ’ ευρύτερη έννοια στην αύξηση του συνολικού λίπους.

Αν η κατάσταση δεν είναι εξαίρεση αλλά κανόνας, τότε μιλάμε για άνθρωπο που ψηλώνει οριζοντίως (στον άξονα των Χ). Η συχνή προπόνηση βέβαια αντί να θυμίζει body building, θυμίζει body gremisting, βόδι λάϊνς, κλπ, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση των διαστάσεων του αερόσακου του. Στην τελική ο τύπος μπορεί να μοιάζει σα να είναι έγκυος που περιμένει εφταμηνίτικο. Και χωρίς να το καταλάβει λειτουργεί ως σκουπιδοφάγοςκαι αυξάνοντας τα σετάκια και τις επαναλήψεις και έτσι το νεκροταφείο από κεφτέδεςμεγαλώνει.. μεγαλώνει.. μεγαλώνει κι αυτός περνά από τη φάση του αθλητισμού, στη φάση του πρωταθλητισμού και καταλήγει όρκαη τόφαλος.

Στην περίπτωση μας, όταν ο Οβελίξ (φαγοποτίξ) μιλάει για ζέσταμα, εννοεί το σάρωμα των διάφορων ορεκτικών που καταφθάνουν στο τραπέζι πριν το κύριο ντερλίκωμα. Κι είναι να αναρωτιέται κανείς, όταν ακούει κάποιον Μπίλιανα λέει, τι ορεκτικά θα πάρουμε. Λες και το άτομο δεν έχει όρεξη και προσπαθεί έτσι να την ανοίξει. Φυσικά το ζέσταμα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού μέσω άφθονου υγρού πυρός που πέφτει στον κινητήρα.

Το ανακάτεμα του στομαχιού, από το food downloading, μοιάζει με χορό της κοιλιάς (belly dance). Εδώ όμως αντί να συσπάται η κοιλιά όπως συμβαίνει στο χορό της κοιλιάς, χορεύουν άγριο πεντοζάλη οι διάφορες τροφές και ξίδια που βρίσκονται μέσα της. Οι συνθήκες αυτές οδηγούν πολλές φορές, τους λιγότερο μυημένους σε αλάμπαρση. Αν τελικά κάποιοι μύες γυμνάζονται, δεν είναι φυσικά οι κοιλιακοί αλλά οι μύες του σαγονιού που δουλεύουν σε turbo mode.Ωστόσο ούτε αυτοί γυμνάζονται καθότι η γυμναστική προϋποθέτει πρόγραμμα και φυσικά δεν μπορείς να γυμνάζεσαι τρώγοντας παράλληλα.

Ο όρος θα μπορούσε ακόμη να χρησιμοποιηθεί χιουμοριστικά για κάποιον που κατά τη διάρκεια της μέρας σπάει τη ρουτίνα πηγαίνοντας να τσιμπήσει κάτι πρόχειρο ή ακόμα και όταν πάει να φάει κανονικό γεύμα. Φυσικά δε μιλάμε ούτε για λαίμαργες καταστάσεις, αλλά ούτε και για κατάποση του αγλέορα.

  1. (ειρωνική χρήση)
    -Καλά ο Γιώργης, έχει ξεφύγει τελείως. Τρώει απ’ το πρωί ως το βράδυ τον άμπακο.
    -Εμ, για να φτιάξεις ζηλευτό σώμα, έτσι πρέπει να γυμνάζεσαι. Συχνά πυκνά.
    -Τι γυμνάζει ρε ο χυμένος λουκουμάς;
    -Χτίζει κοιλιακούς.
    Ακολουθούν γέλια.

  2. (ειρωνική χρήση) -Καλά αν η ποσοστιαία αύξηση του ήταν ανάλογη με το ρυθμό που χτίζει κοιλιακούς και μεγαλώνει τη μπάνκα(κοιλιά) του, σε πέντε χρόνια θα ‘ταν ζάμπλουτος. - Καλά….. Με τέτοια προβλήματα υγείας που έχει ο ηλίθιος, λόγω παχυσαρκίας, σε πέντε χρόνια, θα βρίσκεται στην οδό της Σωτηρίας.

3.(χιουμοριστική χρήση)
Στη δουλειά
-Είδε κανείς το Γιώργο;
-Πάντα τέτοια ώρα ο Γιώργης, χτίζει κοιλιακούς. Προφανώς το ίδιο κάνει και τώρα.
-Δηλαδή;
-Τρώει ρε αστοιχείωτε.

Βενιζέλος:Λοιπόν λεβέντομαλάκες, λεβεντομούνες και λοιπά λεβεντόπαιδα, αρκετή φαιά ουσία κατανάλωσα σήμερα.Πάω να χτίσω κανα κοιλιακό.Αντε γειά...  (από GATZMAN, 12/10/08)Οβελίξ:Λες Αστερίξ, πως είμαι χοντρός.Εσύ όμως ξεφυσάς σα βόδι (από GATZMAN, 12/10/08)(από GATZMAN, 12/10/08)Σε κάθε τεύχος του Αστερίξ,μαθήματα εκγύμνασης κοιλιακών από τον Οβελίξ (από GATZMAN, 12/10/08)Μετά από ενα βραδινό λουκούλειο γεύμα, ξυπνάς το πρωι με πονοκέφαλό και μετά.......η συνέχεια επί της εικόνας (από GATZMAN, 12/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αλβανικό βε είναι είδος ανομοιόμορφου μαυρίσματος που συνήθως δεν αποκτάται σε ινστιτούτα αισθητικής.

Υπάρχουν τρεις γενικές κατηγορίες αλβανικού βε :

  1. Το ηλιοκαμένο look (κυρίως στο λαιμό και τον σβέρκο) που αποκτάται με κόπο και ιδρώτα σε οικοδομές και χωράφια. Πρόκειται για σήμα κατατεθέν υπαιθρίων επαγγελματιών κάθε είδους -- και όχι απαραιτήτως οικονομικών μεταναστών. Αγγλιστί, redneck.

  2. Το μαύρισμα που αποκτούν ορισμένοι κοτσονάτοι συνταξιούχοι και οι γιαγιούμπες τους καθώς απολαμβάνουν το λυκόφως της νιότης τους βολτάροντας ή αράζοντας σε ανοιχτούς χώρους.

  3. Η χαρακτηριστική τριγωνική ασπρίλα που εμφανίζεται καλοκαιριάτικα στην βουβωνική περιοχή πολλών λουόμενων μόλις ξεβρακωθούν.

Μπαίνουν δύο φίλοι σε ένα μπουρδέλο στην Αλάσκα και ρωτάνε τον μπάρμαν: - Ρε φίλε, άσπρες γυναίκες έχετε εδώ; - Φυσικά και έχουμε. - Μαύρες γυναίκες έχετε; - Και με Αλβανικό βε έχετε; - Αλβανικό βε; Όχι, με Αλβανικό βε δεν έχουμε! Γυρνάει αυτός που ρώτησε και λέει στον φίλο του: - Στο είπα, ρε μαλάκα, πιγκουίνο γαμήσαμε χτες το βράδυ…

Αλβανικό βε (από Vrastaman, 14/10/08)Albania Uber Alles! (από Vrastaman, 14/10/08)UCK ! (από Vrastaman, 14/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified