Further tags

Πολύ ισχυρή ηχητικά λέξη. Είναι το άτομο ή ζώο τεραστίων διαστάσεων είτε από λίπος είτε από μύες. Πιθανόν να προέρχεται από το μουλάρι.

  1. (βλέποντας μια χοντρή φλόμπα να έρχεται προς το μέρος σας)
    - Τι μουλάδι είναι ετούτο;

  2. (βλέποντας τον σκύλο του φίλου σας)
    - Παναγία μου ένα μουλάδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας ακόμη χαρακτηρισμός που ξεκίνησε από ανέκδοτο και αυτονομήθηκε. Το άτομο που το εκφέρει εννοεί ότι είναι σε θέση να φέρει την αποστολή του εις πέρας παρ' όλες τις αντιξοότητες, χωρίς να πτοείται, επιδεικνύοντας ευελιξία, εφευρετικότητα, αντοχή κτλ.

Το ανέκδοτο, που πρέπει να εξιστορηθεί με καταιγιστικό ρυθμό, έχει ως εξής:

Νοικοκυρά με χαλασμένη τέντα ψάχνει στον χρυσό οδηγό έναν τεντά και βλέπει την καταχώριση του Μπάμπη.
-Ντρι-! (το κουδούνισμα κόβεται στο πρώτο χτύπημα)
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςλέγετε!
Κυρά Μαρία: Ξέρετε, για μία τέντα...
Μπάμπης: Διεύθυνσηόνομα;
Κυρά Μαρία: Πόντου 46, Παλουκίδη-
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςόροφο;
Κυρά Μαρία: Στον τρί-
Ντλιγκ Ντλογκ! (Πόρτα), η Κυρα Μαρία ανοίγει..
Μπάμπης: Μπάμπηςτεντάςφραπέγλυκόγάλα!Πουναιητέντα;
Κυρά Μαρία: Εδώ στο σαλόνι, πάω να σας κάνω τον καφέ σας
Ντζζζζζζζζζζζζζζζ! (Θυροτηλέφωνο)
Κυρά Μαρία: Λέγετεεεε;
Μπάμπης: Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Συναφή: Μαγκάιβερ, γουίνστον γουλφ, ισμπιτιριτζής

- Καλά ρε Χρήστο, χθες ακόμη πλακωνόσουν με τη γριά σου και το Μαράκι, έχασες το ΚΤΕΛ και το φλασάκι σου στο καπάκι, και ξαφνικά έχεις και την εργασία έτοιμη με τα σέα και τα μέα;
- Ο Μπάμπης είμαι, έπεσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φαντάρος που είναι επιρρεπής στο φίδιασμα. Έχει αναπτύξει σε τέτοιο βαθμό τις ικανότητές του στην απόκρυψη-κάλυψη-προσαρμογή στο περιβάλλον του, ώστε να τον ταυτίζουν επάξια με τα εν λόγω ερπετά. Όπως και για τα φίδια, έτσι και γι' αυτόν η ιδιότητα αυτή είναι κριτήριο επιβίωσης, δεδομένου ότι όσο καταφέρνει να μένει στην αφάνεια, είναι σχετικά απίθανο να τον ανακαλύψει κάποιος (ανώτερος) και να τον χώσει.

  1. Αξιωματικός, μπαίνοντας στην αποθήκη με τα σκαπτικά:
    - Ρε φίδι! Γιατί δεν είσαι στο τσάπινγκ μαζί με τους άλλους;!
    Κουλουριασμένος φαντάρος:
    - Σςςςςςς...

  2. Το δεύτερο και χειρότερο, ο στρατός είναι ένα τεράστιο σχολείο της Λούφας. Πολύ γρήγορα σου μαθαίνει να επιζητάς να τη γλιτώσεις από το καθετί. Λίγο αργότερα μαθαίνεις και να τα καταφέρνεις αποτελεσματικά στο λεγόμενο «φίδιασμα» (παραμένεις κρυμμένος αποφεύγοντας την παροχή οποιασδήποτε υπηρεσίας). Έτσι καλλιεργήθηκαν γενιές δημοσίων υπαλλήλων. (Από βλόγιο.)

Χρησιμος και για τον στρατο (από xikis, 30/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καρπαζοεισπράκτορας, που τις τρώει από όλους.

- Ο Κώστας ήταν το παιδί της σφαλιάρας στο σχολείο. Καλά του κάνανε όμως, γιατί κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του όλο μαλακίες πέταγε!

(από Desperado, 31/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published

Με την ευρύτερη έννοια, η γυναίκα γλάστρα. Χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για μπουζουκομούνες.

(Το κλασικό παράδειγμα. Ο Χάρρυ Κλυνν ως Ελληνάρας «Βασίλης» είναι με τον επίσης Ελληνάρα φίλο του Γιώργο Παρτσαλάκη, και τρώνε τον αγλέουρα μαζί με δύο γκομενίτσες- γλάστρες. Τότε έρχεται στον «Βασίλη» η φαεινή ιδέα να πάνε για μπουζούκια):

-Πάμε ν' ακούσουμε Διγενή Αντύπα;
-Και δεν πάμε;
-Να πάρουμε και τα έπιπλα μαζί;
(Τις δείχνει μ' ένα νεύμα κι αυτές απελπισμένα):
-Αχ, ναι, πάρτε μας, πάρτε μας!

Η ατάκα στο 5:35. (από vikar, 02/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που κατά τις εξόδους τις ντύνεται εξεζητημένα, π.χ. ταγεράκι, σακάκι κ.α., κάθεται αμίλητη και πάντα σοβαρή στη θέση της και περιμένει τον πρίγκηπα του παραμυθιού.

- Θα έρθει και η Τάδε μαζί;
- Όχι ρε. Εκεί που θα πάμε θα έχει τρελό χορό. Τι να την κάνουμε τη συμπεθέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο συστηματικός χρήστης ηρωίνης (πρέζας). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταφορικά, για να δηλώσει πολύ δυνατή εξάρτηση σε κάτι.

  1. (με κάφρικο ύφος)
    - Ρε συ πάμε μετά μια βόλτα Ομόνοια να χαζέψουμε τα πρεζόνια;

  2. - Καλά ο ξάδερφός μου ακόμα να κόψει το WoW. Αυτό το παιχνίδι τον έχει κάνει πραγματικά πρεζόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άχρηστος, ο ανίκανος, που δεν μπορεί να κάνει ούτε την πιο εύκολη δουλειά.

- Πήρα τον Σάκη για βοηθό στο μαγαζί μου, γιατί μόνος μου δεν την παλεύω.
- Ωχ, μαλακία έκανες. Εγώ δε θα τον εμπιστευόμουν καθόλου, αυτός είναι τελείως κουλός.

Βλ. και παρμένο, άταρο, παράλjυτος, μανταλάκιας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οπαδός της σκοτεινής ατμοσφαιρικής μουσικής και γενικά της gothic κουλτούρας, ο γκοθάς. Βγαίνει από την αγγλική λέξη dark (σκοτεινός).

- Τι λες, πάμε Rebound σήμερα;
- Μπα, δε γουστάρω, έχει πολύ μελαγχολική ατμόσφαιρα και είναι γεμάτο νταρκάδες. Θα προτιμούσα πιο εύθυμο περιβάλλον.

Jeanne d\'Arc (από Hank, 01/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Άνθρωπος- μηχάνημα το οποίο έχει μία και μόνο λειτουργία: την παραγωγή σκατού. Τρέφεται, κοιμάται και χέζει, αυτό που λέγαν κάποτε μαμ, κακά και νάνι. Το λέμε για να χαρακτηρίσουμε άτομα που διακρίνονται από υπερβολική τεμπελιά, δεν εργάζονται δεν κουνιούνται δεν παράγουν τίποτε εκτός από σκατά.

(Πατέρας στο γιο)
- Σήκω πάνω βρε ρεμάλι να πας να βρεις καμιά δουλειά! Όλη μέρα τρως και παίζεις playstation!
- Άσε μας ρε πατέρα, έχει ανεργία πού να βρίσκω δουλειά τώρα...
- Θα σου βρω εγώ δουλειά!
- Δεν πάω για 700 ευρώ το μήνα.
- Κι εγώ δεν τρέφω σκατομηχανές! Άμα δε βρεις δουλειά να φύγεις απ' το σπίτι!

Βλ. και σχετικό λήμμα σκατοκιμάς, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified