Further tags

Γρήγορος, φορτσάτος, όταν κάνει κάτι «τακ τακ».

-Θα πάμε μέχρι του Βάγγου;
-Άντε, πάμε τακτόβιοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωρωμένος με το body building (εξ' ου και bod-έος). Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά, για να χαρακτηρίσει κάποιον που η κρεατίνη και τα στεροειδή του έχουν καταστρέψει τον εγκέφαλο.

Εμφανίζεται και ως ουδέτερο: το μποντέο.

- Πόσα σηκώνεις πάγκο;
- 195 κιλά
- Έλα ρε μποντέο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλάκας. Γενικά ο βλάκας/χαζός που κάνει μαλακίες. Ιδιαίτερα εύηχο.

Πού πα ρε ντελημπάσκο μέσα στη μέση του δρόμου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανάξιος εμπιστοσύνης και χωρίς βαρύτητα λόγου άνθρωπος.

-Ναι ρε εμπιστέψου με, δεν μιλάς με τον τσιπλάκη.
...
-Ό,τι να 'ναι, μου είπαν όταν ρώτησα οι τσιπλάκηδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο βλάκας, ο χαζός, ο μαλάκας. Ιδιαίτερα εύηχο.

- Πάλι άρχισες τις βλακείες ρε τιριτόμπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος συνώνυμος του γνωστού μαλάκα. Χρησιμοποιείται όταν θέλει κανείς να τονίσει τη μαλθακότητα ή και πολλές φορές την σκέτη ηλιθιότητα ενός ατόμου. Απαντάται στο αρσενικό γένος.

- Αυτός ο μαλαπέρδας ο Μάξιμος, χάλασε πάλι το τηλεκοντρόλ. Ας τον μαζέψει κάποιος πριν μου γκρεμίσει το σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαρτυριάρης, ο σπιούνος, ο ρουφιάνος. Αυτός που λέει τα μυστικά ή καταδίδει άλλους.

- Θα πούμε στον Γιώργο πως θα κάνουμε κοπάνα; - Τι σε αυτό το καρφί; Όχι βέβαια, αυτός θα πάει να το πει σίγουρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της προσφώνησης «ψηλέ» ώστε να είναι πιο μάγκικη.

-Να σου πω ρε ψηλέα, θα κάνεις το κονέ με εκείνη την Κατερίνα που είχαμε βγει μαζί την άλλη φορά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που αναφέρεται σε τηλεπερσόνες που κυνηγάνε όλες τις εκπομπές και τις ειδήσεις σε κάθε κανάλι ώστε να βγουν στον αέρα και να πουν την γνώμη τους για οποιοδήποτε θέμα.

— Άλλαξε κανάλι ρε συ. — Και να μην δούμε τη γνώμη του Κακαουνάκη και του Τράγκα για τον πόλεμο; — Την γνώμη των δυο υπερ-μαϊντανών θες να δεις και συ; Σοβαρές προσωπικότητες βρήκες και συ που θες να ακούσεις και τη γνώμη τους!!! Αυτοί θα έβγαιναν να σχολιάσουν μέχρι και τα ρούχα που φόραγε η Βανδή στη πρεμιέρα της!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified