Further tags

Κοπέλα η οποία, παρόλο που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, δεν έχει κάτι αξιόλογο να επιδείξει ούτε ως προσωπικότητα, ούτε ως ομορφιά.
Συνώνυμα: φέτα.

- Καλά, πού το βρίσκει το θράσος να έχει υφάκι αυτη η μπάμια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθύστακας, αυτός που γίνεται λάσπη από το πιοτό συνεχώς.

- Θυμάσαι τον μπεκρούλιακα στη δουλειά; Τον λασπογιό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. μτφ. κάνε τηλέφωνο (ρίξε σύρμα)

  2. μτφ. γαμάτο τοπίο, γαμάτη θέα

  1. Κοίτα μέρος! πολύ σύρμα!

  2. - Πώς ήταν το μέρος που πήγατε για μπάνιο; - Σύρμα σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάγκας, ο τσίφτης.

Πού 'σαι ρε μόρτη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κόβει κώλους (μτφ).

Ο καινούργιος δάσκαλος είναι πολύ κοψοκώλης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λατομείο (κυρ.)
Ο γιγαντόσωμος (μτφ.)

Ο νέος μπασκετμπωλίστας του ΠΑΟ είναι σκέτο νταμάρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που βρωμάει έντονα.

-Πλύσου λίγο, μπόχας έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα άτομα: χαρακτηρίζει κάποιον με βλακώδη, χαζή συμπεριφορά.
Στα αντικείμενα: συνώνυμο του σουρεαλιστικού, του πολύ προχωρημένου

Μια πιθανή προέλευση:
βλάκας -> χωρίς μυαλό -> χωρίς εγκέφαλο -> πυροβολημένος στο κεφάλι -> πυροβολημένος

- Τι κάνει ρε το πυροβολημένο; Μπήκε στο κλουβί να ταΐσει το λιοντάρι; Τράβα βγάλτον μην τον πάρουμε σε σακούλες...

- Άκουσα χτες το cd που μου έδωσες. Πολύ πυροβολημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)

- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ κοντή γυναίκα.

- Ποια είναι η τάπα δίπλα στη Χριστίνα παίδες;
- Πού ρε;
- Δε φαίνεται από δω. Είναι ένα κι ένα milko.

Got a better definition? Add it!

Published