Further tags

Η φρικτή και δόλια θεία, αστείρευτη πηγή κακεντρεχών σχολίων για όλους γύρω της.

Και μόλις είδα στο σαλόνι τη νυθείτσα μου την Καίτη, έφυγα από την μπαλκονόπορτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνολο των έμβιων όντων(;;;) που εμφανίζονται στις εκπομπές της γνωστής τηλεπαρουσιάστριας Αννίτας Πάνια.
(Προσοχή στον τονισμό του όρου για αποφυγή λαθών).
Δυστυχώς το πλήθος αυτό έχει την τάση του expand, σαν τους μύκητες, οπότε και παρουσιάζεται όλο και περισσότερο εκτός των τηλεοπτικών πλατώ της εν λόγω παρουσιάστριας, οπότε όλο και περισσότερο ανάμεσά μας...

Ορισμός Σαφής.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οδηγός της Κυριακής. Το είδος του ανθρώπου που, όταν ξημερώσει η πολυπόθητη μέρα, φορτώνει το αυτοκίνητο του (συνήθως sedan-μαούνα) με τη γυναίκα του, τα δυο του παιδιά, το σκύλο του, την πεθερά του, το φίκο απ'το σαλόνι κι άλλα τιμαλφή και «βγαίνει βόλτα να ξεσκάσει».
Οδηγάει με 20 χλμ/ώρα στην Αθήνα (και τους περιφερειακούς σ'αυτήν δρόμους) θαυμάζοντας τα λιγοστά δέντρα, τα σπίτια, τους κάδους του Δήμου Αθηναίων και άλλα αξιοπερίεργα, δημιουργώντας πίσω του μια τεράστια ουρά αυτοκινήτων που οι οδηγοί τους αναρωτιούνται αν τελικά έκαναν λάθος και είναι στο δακτύλιο πρωί Δευτέρας.
Αν δώσετε πολλή προσοχή, μπορεί να ακούσετε και τον χαρακτηριστικό ήχο που κάνουν τα νεύρα όταν σπάνε.

- Άντε ρε κυριαγόοοοοο, ξημερώσαμε βρεεεεεεε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετεξέλιξη του γνωστού μας διαρρήκτη. Ο διαπρήκτης πλέον βαριέται θανάσιμα να ψάξει όλο το σπίτι για να βρει 100 ευρώ που έχεις ξεχάσει στο βαζάκι με το φλισκούνι και σου πρήζει το κεφάλι να αποκαλύψεις οικειοθελώς την κρυψώνα των τιμαλφών.

Άσε με κύριε διαπρήκτη μου, σε παρακαλώ! Πού να θυμάμαι που έβαλα τ' ασημένια κηροπήγια της γιαγιάς μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχετυπική νεαρά ύπαρξη, εντυπωσιακής εμφάνισης, με ιδιαίτερα λευκή οδοντοστοιχία, ζωηρό χαμόγελο αλλά και αμφιβόλου ευφυΐας.

Στην συντριπτική τους πλειοψηφία, το γέλιο τους έχει μια έντονη χροιά κακαρίσματος και η συχνότητα συγκεντρώνεται κυρίως στην υψηλή κλίμακα του φάσματος. Αν κάποιος βέβαια έχει μεγάλα κέφια, βρίσκει την όλη παρουσία χαριτωμένη και αστεία.

Είμαι που λες στον ζωολογικό κήπο με τον ανηψιό μου. Με πλησίαζει μια χαζορέτα και με ρωτάει πού είναι το κλουβί του Ροζ Πάνθηρα... Ε, τί να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατώτερος υπάλληλος φτηνού και αμφιβόλου φήμης ξενοδοχείου, επιφορτισμένος με το στρώσιμο («που στρώνει») των κρεβατιών. Συνήθως ατημέλητος, βραδύνους και «πιο αργός κι απ' τον θάνατο» όσον αφορά τη δουλειά του.

Γαμώτο! Πριν μια ώρα φώναξα το πουστρώνι να έρθει να σουλουπώσει τα κρεβάτια. Τί διάολο...; Μαζούτ καίει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικότερος ορισμός του μαλάκα... Τον χρησιμοποιούμε συνήθως για να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις πράξεις του συγκεκριμένου μαλάκα.

- Ο Τάκης ξανάμπλεξε με μια πρώην του που ήξερε ότι έχει μπλέξει με τον Σπύρο Μπουρνάζο τον γνωστό σφίχτερμαν και μπόντυ μπλίντερ ο οποίος τον έκανε τούμπανο μόλις τους είδε.
- Ε, τώρα μου λες για τον Τάκη... Γνωστός ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής...

Δες και ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε γυναίκα με δυσανάλογα σωματικά μέλη συγκριτικά με το ύψος της και πρόσωπο που θυμίζει το άσχημο (αλλά κατά τ' άλλα αστείο και συμπαθές) ζώο που ζει στην Αφρική. Τις περισσότερες φορές δε, φοράει καπέλο πλήρους γουστέλλειψης, ενώ η όλη αμφίεση της αποπνέει συναισθήματα που παραπέμπουν σε περίοδο Αποκριών. Απαντάται συνήθως σε δύο τύπους:

  1. Ψηλή, με υπερβολικά μακρά άκρα και εμφανώς μικρό σώμα και κεφάλι. Ενδιαφέρον και χαζό θέαμα αλλά δε συνιστάται η οπτική επαφή σε υπερβολική δόση.
  2. Κοντή, με υπερβολικά κοντά άκρα, μεγάλη λεκάνη και κεφάλι που θυμίζει τηλεόραση (22 ιντσών και άνω). Ο συγκεκριμένος τύπος δε, έχει τόσο άσχημο πρόσωπο που σε πιάνει η τάση να θες να μεταναστεύσεις.

- Σου γνώρισε τελικά η Χριστίνα τη φίλη της;
- Ναι… Άσε, χάλι…
- Τι; Στρουμφοκάμηλος σαν την ίδια;;;
- Ναι, αλλά το 2ο είδος… Φεύγω αύριο, πάω ανθρακωρύχος στο Βέλγιο…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για γυναίκα:
Ώριμη κυρία που εισβάλλει ανέλπιστα στη ζωή ενός νεαρού, ικανοποιώντας τις ερωτικές του φαντασιώσεις και καλύπτοντας τις οικονομικές του ανάγκες.

Χαρακτηρισμός για άνδρα:
Ώριμος κύριος που εισβάλλει ανέλπιστα (όπως νομίζει) στη ζωή μιας νεαρής, ικανοποιώντας τις ερωτικές του φαντασιώσεις και καλύπτοντας τις ιδιαίτερα αυξημένες οικονομικές της ανάγκες.

Δεν είμαι τόσο νεαρός,,, αλλά κανένα κελεπουρό για μένα;;;

Παραγγελιά της Βαλ (από Vrastaman, 24/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγραφικός όρος που μπορεί να χαρακτηρίσει τρία πράγματα.

1ον. Γυναίκα κοντή και άσχημη με έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά.

2ον. Μανιώδης καπνιστής (πάσης φύσεως ουσιών). Μετατρέπει το περιβάλλον γύρω του σε τοπίο που η φωτιά μοιάζει να έσβησε πριν λίγα λεπτά.

3ον. Τύπος μικρομεσαίου αυτοκινήτου «πενταετίας και βάλε», του οποίου ο κάτοχος φιλοδοξεί και ευελπιστεί να γίνει κάγκουρας. Δεν έχει υποστεί μετατροπές στον κινητήρα αλλά εξωτερικώς θυμίζει το υπέρ-φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δέντρο που στολίζουν τα Jumbo στις γιορτές (το αστέρι δεν είναι απαραίτητο αλλά ενίοτε υπάρχει και αυτό). Χαρακτηριστικότερο όλων, η αλλαγμένη εξάτμιση («μπουρί») η οποία έχει το μέγεθος μικρού παιδιού. Εξαιτίας αυτού, το εν λόγω αυτοκίνητο βρυχάται αδιάκοπα, δίνοντας σου την αίσθηση ότι υποφέρει με αποτέλεσμα να το λυπάσαι. Επειδή λοιπόν «μπουρί» έχουν οι σόμπες, το συγκεκριμένο όχημα κερδίζει επάξια το χαρακτηρισμό «σόμπα».

1ον - Ρε φίλε, ούτε κοντά της δεν μπόρεσα να πλησιάσω. Σόμπα σου λέω.

2ον - Ρε Μήτσο, έλεος, τόσο νέφος ούτε στη Σταδίου. Σόμπα κατάντησες.

3ον - Έλα μεγάλεεε, για τράβα τη σόμπα να παρκάρουμεεε…

Λέγονταν σόμπα κ το Κρατικό θέατρο Β. Ελλάδος στα ογδόνταζ (αν ενθυμούμαι καλά) (από gaidouragathos, 04/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published