Further tags

Ιδιωματική φράση που λέγεται σε έναν συνομιλητή, αλλά αναφέρεται σε τρίτο πρόσωπο που είναι παρόν, όμως έχει εκστομίσει τέτοια μαλακία που δεν αξιώνει κατά πρόσωπο απάντησης.

Η ερμηνεία του απαιτεί τρία στάδια αντίστροφης αναγωγής: Σημαίνει ότι το τρίτο πρόσωπο δεν είναι καλά... άρα χρειάζεται εξετάσεις... άρα πρέπει να του πάρουμε αίμα.

- Σοβαρά ρε μαλάκες, νομίζω ότι το Metal έχει πεθάνει.
- Τι είπε αυτός ρε μαλάκα Μπάμπη; Άκουσα καλά ή μπήκε λακ στ' αυτιά μου; Πάρ' τον αίμα...

Got a better definition? Add it!

Published

Άνδρες και γυναίκες που συνδυάζουν τουλάστιχον δύο από τις παρακάτω ιδιότητες:

  1. Άνδρες και γυναίκες που συχνάζουν τα καλοκαιρινά τριήμερα σε νησιά και επαρχιακές πόλεις φορώντας λευκά ρούχα.

  2. Άνδρες και γυναίκες που θα πλήρωναν για να αρμέξουν κατσίκες θεωρώντάς το «επαφή με τη φύση».

  3. Άνδρες και γυναίκες που απαντούν στο τηλέφωνο με τη φράση Έλα μου.

- Ρε συ, το νησί γέμισε φαντάσματα με πέδιλο.
- Όχι ρε μαλάκα, Αθηναίοι είναι.

Βλ. και Αθηνέζος, -α

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρκτικόλεξο που εισήγαγε σε διήγημά του στη Βαβέλ ο Κωστάκης Ανάν και σημαίνει Αριστερές Μούρες-Δεξιά-Πορτοφόλια.

Αναφέρεται σε φανταστική αριστερού προσανατολισμού φοιτητική παράταξη. Όπως φανερώνει η επεξήγηση των αρχικών, μέλη της είναι όσοι προέρχονται από εύπορες μεσοαστικές και άνω οικογένειες και ταυτόχρονα επιδεικνύουν αναρχοαριστερή συμπεριφορά, η οποία φυσικά εξανεμίζεται μόλις ο μπαμπάς τους τους δώσει θέση στην εταιρεία του.

Ο μέσος έλληνας φραγκάτος φοιτητής. Ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας (για Β.Π. και Πανόραμα Θεσσαλονίκης).

(Πάντειο Πανεπιστήμιο, καφέ βιβλιοθήκης):
- Ρε φίλε, τι γκομενάκι είναι αυτό με το στιλάτο μπλουζάκι, το μελαγχολικό βλέμμα και το βιβλίο του Κέρουακ να εξέχει τυχαία από το ταγάρι της;
- Α, αυτή; Αυτή είναι η Φωτεινή, η κόρη του καρδιοχειρούργου του Πατέλη από τα Μελίσσια. Καταλαβαίνεις, Α.Μ.ΔΕ.Π.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενάκι που, στη σχετική κλίμακα, κυμαίνεται από θεόμουνο έως γαμήσιμο με εμφάνιση που αντιστοιχεί σε εργαζόμενη ή θαμώνα νυχτερινών κέντρων διασκέδασης της κατηγορίας: μπουζούκια.

Βασικά γνωρίσματα:

  • Ένα τουλάχιστον προκλητικό μέρος του σώματος (ντεκολτέ, πλάτη, πόδια, ώμοι, κοιλιές, σπάλα, κιλότο, ποντίκι κλπ.) γυμνό.
  • Επίσημο υπόδημα τύπου γόβας (μυτερή ή κυρτή), πέδιλου (ανοιχτό ή μιουλ) ή μπότας (σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και καουμπόικη αλλά με βγαλμένα τα σπιρούνια).
  • Κόμμωση (κούρεμα, χτένισμα ή φορμάρισμα) από χέρια ειδικού (μέ όνομα όπως «Λέλος Κανέλλος» κ.λπ.) και απαραιτήτως με τον επιθυμητό όγκο και γυαλάδα.
  • Εντυπωσιακό μέικ-απ με ανεκτές έως εκθαμβωτικές ποσότητες στρας.
  • Προσεγμένο μανικιούρ (συμβατικό ή γαλλικό) με βαφή νυχιών σε χρώματα από τα βασικά έως και «σάπιο μήλο».

Ένα μέρος όπου απαντάται συχνά:

Σε μεγάλες οδικές αρτηρίες, ενώ περιμένει ταξί τουρτουρίζοντας με τα χέρια σταυρωμένα, αφού το ζακετάκι (ή το μπολερό) που πήγαινε με το φόρεμα και τα παπούτσια δεν πήγαινε καθόλου με τον καιρό.

- Πω πω σου λέωωω! Κόψε τα ξέκωλα μπροστά στο Praktiker.
- Μπουζουκομούνια φίλε μου. Όχι σαν τα λέσια που παρακαλάμε να μας κάτσουν στο BIOS.

(από Khan, 09/07/14)

Δες και μπουζουκογκόμενα, καθώς και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικός χαρακτηρισμός ανθρώπου νωθρού, αργόσχολου, τεμπέλη.

Από το «Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής», Τριανταφυλλίδη.

- Πω πω μαλάκα μου, η ομαδάρα φέτος πάει απ' το κακό στο χειρότερο. Στον κώλο μας θα το βάλουμε το διαρκείας.
- Άσε με ρε, με τις κοπριές που έφερε ο πρόεδρος να παίζουν, θα τελειώσουμε τη σεζόν με το γήπεδο ζούγκλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με κακοφτιαγμένο σώμα, όπως λεπτή στην πλάτη, μεγάλη περιφέρεια ή γοφούς, γενικά ασύμμετρη.

- Καλά, προχθές όχι μόνο έγινες γκολ, αλλά την έπεφτες και στην ΧΧΧΧ.
- Πλάκα κάνεις; Εμ, βέβαια με τόσο πιοτί και η μπατάλω μου φαινότανε τοπ μόντελ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσάτσος της διοίκησης στο στρατό, που οι διάφορες απαλλαγές του φορτώνουν συγκεκριμένα τις «σειρές» του αντί για τους «νέους». Αυτός που γαμάει τη σειρά του.

- Σειρά, ο Καραβυσμάτογλου πήρε αναρρωτική πάνω στην ταξιαρχική. Δε σε χάλασε το χωσέ.
- Δε θα γυρίσει το γαμοσείρι; Θα 'χουμε τεντώματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βλ. λήμμα πιπού

βλ. λήμμα πιπού

(από Vrastaman, 25/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που ειδικεύεται σε όλα τα παιχνίδια με (ή για) το πέος.

- Λίγα τα λόγια σου για την Κάτια. Είναι μεγάλη πεού!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γρουσούζης.

Επίσης: γκαντέμω, γκαντέμικο.

Ο Μητσοτάκης λένε ότι είναι μεγάλος γκαντέμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified