Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.
- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!
Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.
- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επίμονα προσπαθεί με ηλίθιους τρόπους να αυτοπροβληθεί στους γύρω του.
-Κόψε ρε Γιάννη σου λέω... Μην γίνεσαι σαχλαμάρας!
Got a better definition? Add it!
Η βαρετή και βλαμμένη κοπέλα.
Άντε μωρέ με τη χαρχάλω, μου έσπασε τα νεύρα όλο το βράδυ, όλο πίπες μου έλεγε, βαρέθηκα!
Got a better definition? Add it!
Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.
- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!
Got a better definition? Add it!
Ο υπερβολικά εθισμένος με online (συχνά MMORPG) παιχνίδια (Lineage, WoW, Second Life...), σε βαθμό απομόνωσής του από το περιβάλλον. Συναντάται επίσης και ως καμένος, καψίδι, καΐλα. Μπορεί να είναι από 12 έως και 35 ετών, και συχνά δέχεται λοιδορίες από τους συνομηλίκους του.
- Τι έγινε, ρε, θα παίξουμε καμία μπάλα;
- Άστα, ρε, τους μίλησα, αλλά μου 'λεγαν κάτι για ένα κουέστ που έιχαν να κάνουν, δεν πολυκατάλαβα...
- Όχι, ρε! Πάλι στα ίντερνετ καφέ πάνε και καίγονται τα καψίδια; Ανάθεμα τη μέρα που τους έμαθε το Λαϊνέιτζ ο καΐλας ο Δημήτρης!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.
- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.
Σχετικά: τσαχπινιάρης, τσαπερδόνα, τσαχπινογαργαλόπουστα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα, τσαχπινομπιρμπιλογαργαλιάρης
Got a better definition? Add it!
Άνοστη.
Η Εγγλέζα που έβγαλες στην Ρόδο το καλοκαίρι ήταν πολύ αγγούρω.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.
Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.
Got a better definition? Add it!
Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.
-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.
Got a better definition? Add it!