Further tags

Αυτός που νομίζει ότι είναι κάτι (νταής κτλ) και μπορεί να κάνει τα πάντα.

- Θα σε πλακώσω στις μπάτσες ρε!
- Άντε βρε μαλακοκαύλη σπάσε από δω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επίμονα προσπαθεί με ηλίθιους τρόπους να αυτοπροβληθεί στους γύρω του.

-Κόψε ρε Γιάννη σου λέω... Μην γίνεσαι σαχλαμάρας!

Got a better definition? Add it!

Published

Η βαρετή και βλαμμένη κοπέλα.

Άντε μωρέ με τη χαρχάλω, μου έσπασε τα νεύρα όλο το βράδυ, όλο πίπες μου έλεγε, βαρέθηκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόλος στην ταινία Carlito's Way, ενσαρκωμένος από τον ηθοποιό Luis Guzmán. Χρησιμοποιείται υποτιμητικά για την πολύ άσχημη γυναίκα, ή αλλιώς το μπάζο.

- Τι είναι αυτή που μας έφερες βρε παιδί μου! Σκέτος Πατσάνγκα!

Ο ηθοποιός Luis Guzmán ως Pachanga. (από patsis, 27/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά εθισμένος με online (συχνά MMORPG) παιχνίδια (Lineage, WoW, Second Life...), σε βαθμό απομόνωσής του από το περιβάλλον. Συναντάται επίσης και ως καμένος, καψίδι, καΐλα. Μπορεί να είναι από 12 έως και 35 ετών, και συχνά δέχεται λοιδορίες από τους συνομηλίκους του.

- Τι έγινε, ρε, θα παίξουμε καμία μπάλα;
- Άστα, ρε, τους μίλησα, αλλά μου 'λεγαν κάτι για ένα κουέστ που έιχαν να κάνουν, δεν πολυκατάλαβα...
- Όχι, ρε! Πάλι στα ίντερνετ καφέ πάνε και καίγονται τα καψίδια; Ανάθεμα τη μέρα που τους έμαθε το Λαϊνέιτζ ο καΐλας ο Δημήτρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.

- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνοστη.

Η Εγγλέζα που έβγαλες στην Ρόδο το καλοκαίρι ήταν πολύ αγγούρω.

Got a better definition? Add it!

Published

Η πολύ χοντρή γυναικα, η υπέρβαρη, αυτή που περπατάει και τρέμουν τα θεμέλια.

Είδα χθες την Ελένη και έχει γινει σαν μποχλάδα, όλη μέρα τρώει.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο οπαδός του ΠΑΟΚ.

-Με ποιους παίζουμε το Σάββατο;
-Με τους Τουρκόγυφτους στην Τούμπα.

Βλ. και Βούλγαρος, γύφτοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι όλο μα και μου, ο δήθεν, αυτός που είναι μόνο λόγια αλλά στην πράξη τίποτα.

- Πάμε ρε σήμερα στα μπουζούκια;
- Όχι ρε βαριέμαι...
- Τι βαριέσαι ρε; Όλο λες να πάμε και τώρα μου δίνεις άκυρο! Μαμελούκε!

"Μαμελούκοι στρατιώτες" από τον Fransisco Goya (από Hank, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified