Further tags

Ο τύπος ο οποίος είτε είναι μεγάλος φιδέμπορας είτε εξαιρετικά γαμάτος. Είναι αυτός ο φίλος ο οποίος αφηγείται φοβερά και τρομερά σκηνικά που του συνέβησαν τα οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς. Εναλλακτικά είναι ο τύπος που παραπονιέται συνέχεια και παρουσιάζει ένα τραβηγμένο επιχείρημα επειδή δε θέλει ή δε μπορεί να κάνει κάτι.

Παράδειγμα 1
-Μαλάκες καλυφτείτε, έρχεται ο ιστορίας ο Πέτρος θα μας πει ότι φάσωσε κάνα μοντέλο πάλι.

Παράδειγμα 2
-Δε θέλω να πάω σ' αυτό το μαγαζί ρε, δεν έχει τουαλέτες με πόρτες που να κλείνουν μέχρι κάτω και δε μπορώ να κατουρήσω!
-Πάμε ρε μαλάκα ιστορία να πιούμε μια μπύρα να πούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μπουνταλάς και ρούχλας και ενίοτε βουτυρομπεμπές άντρας ο οποίος όταν εμφανίζεται σε κοινωνικό δρώμενο είναι ντυμένος πάντα με ρούχα δωματίου-κρεβατιού. Μπορεί να χρησιμοποηθεί και καταχρηστικά για κάποιον στυλιστικά ανίδεο που θυμίζει κρεμάστρα με ρούχα.

Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο συντηρητισμός και η προσκόλληση στην πατρική οικογένεια δεν επιτρέπει σε πολλούς άνδρες τον πειραματισμό με τα ρούχα και το λούκ ακόμα και στις μητροπόλεις. Σαν αποτέλεσμα οι Έλληνες είναι σίγουρα από τους πιο κακοντυμένους άντρες στον κόσμο.

Παραθέτω μέρος από εκπομπή του Γιώργου Γεωργίου για την επίσκεψη Κλίντον:

"Πήγε να τον υποδεχτεί ο υπουργός των εξωτερικών ρε.. Μ' ένα σακάκι δανεικό, τρία μανίκια μεγαλύτερο, μέχρι και τα δάχτυλα του έκρυβε. Μ' ένα μουστάκι ατροφικό, σα δεξιός ψάλτης."

-Κοίτα ρε τον πυτζάμα πως έρχεται πάλι...Ελπίζω να μας αφήσουν να μπούμε στο μαγαζί.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λάτρης των ωραίων γλουτών, σε μια πιο μέτα προσέγγιση του λήμματος. Ο αισχρός, ανήθικος, εγωιστικός και ύπουλος τόνος της πιο διαδεδομένης σημασίας παραμένει, όμως τώρα καλύπτεται από ένα πέπλο λαγνείας. Με αυτή τη σημασία χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο.

Συνώνυμα: κωλάκιας

- Ρε, ρε! Την τσέκαρες αυτή με το χρυσό κολάν;
- Εγώ ρε; Αφού ξέρεις ότι είμαι μεγάλος κωλάνθρωπος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός/η που έχει πρήξει τους μύες του/της από την υπερβολική άσκηση στο γυμναστήριο. Συνήθως χρησιμοποιείται για άτομα που κυρίως βρίσκονται στους πάγκους με βάρη. Σύνθετη λέξη από τα πρήξιμο + -iser(en/fr) στην ελληνοποιημένη μορφή του, το οποίο αποτελεί αντιδάνειο του αρχαιοελληνικού -ίζειν επίθημα το οποίο χαρακτηρίζει δράση. Εναλλακτικά εμφανίζεται ως πρησκαλάιζερ για λόγους ευηχίας.

-Ακόμα διάδρομο κάνεις ρε;
-Γάμησε με τι να κάνω; Δε βλέπεις τον πρησκαλάιζερ εκεί πέρα, έχει παντρευτεί τον πάγκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο λιγομίλητος.

Πήγαμε χθες με τον Γιάννη και την Μαρία για καφέ. Αυτός ο Γιάννης ρε φίλε, ζήτημα αν είπε δύο λέξεις, εντελώς βουβόκλανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).

- Ρε άκουσες τι μαλακία είπε ο Αλέξης στην τύπισσα;
- Ε τι περίμενες απ' τον κριντζαριστό μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό σε αρκετούς ανθρώπους το Πάρης αποτελεί ένα κύριο όνομα, το οποίο μάλιστα τυχαίνει να έχει και ένας προβεβλημένος χαρακτήρας στο έπος «Ιλιάδα» του Ομήρου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός όπου και από όποιον κριθεί σκόπιμο να το κάνει. Η αίσθηση της υποτίμησης βέβαια δεν απορρέει από την ίδια την λέξη Πάρης αλλά από μια άλλη λέξη η οποία ηχητικά είναι πολύ κοντά στην εδώ οριζόμενη λέξη. Η λέξη για την οποία γίνεται λόγος είναι η λέξη παπάρης. Το παπάρης με την σειρά του προέρχεται από μια ονομασία που αποδίδεται στον όρχι η οποία είναι το παπάρι.

Χρήσεις του πάρης στην καθημερινή κοινή ομιλία

Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο το οποίο τρέφει μια ελαφρά, έντονη και εν πάση περιπτώσει οποιουδήποτε βαθμού απέχθεια προς ένα άλλο άτομο για να το υποτιμήσει. Εξαιτίας του μικρού σχετικά βαθμού της χρήσης αυτής της λέξης -όπως εκτιμάται από τον δημιουργό της εισαγωγής αυτής της λέξης στο παρόν λεξικό- υπάρχει μια αρκετά μικρή πιθανότητα αυτή η λέξη καθώς και το νόημα το οποίο υποδηλώνει να γίνουν αντιληπτά σε έναν λεκτικό διαπληκτισμό με γρήγορες εναλλαγές προσβολών, ειδικά μάλιστα όταν στον εν λόγω διαπληκτισμό υπάρχει μια παρουσία φωνών οι οποίες σε ένταση είναι υψηλές. Ο δε χώρος που αυτή η λέξη καταλαμβάνει στον γλωσσικό χρόνο έκφρασής της, ακριβώς επειδή είναι αρκετά μικρός, ενισχύει ακόμα περισσότερο την ιδιότητα που έχει αυτή η λέξη να περνά απαρατήρητη σε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί πως η λέξη αυτή κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταξύ φίλων που ανταλλάσσουν προσβολές και άλλων ειδών φράσεις μέσα στο πλαίσιο της φιλίας και της καλής τους και της ζεστής τους διάθεσης, έτσι ώστε σε αυτήν την περίπτωση το υποτιμητικό νόημα που εκφράζει η λέξη να αίρεται ή να εκλαμβάνεται από τους αποδέκτες της λέξης με ευπρόσδεκτο τρόπο.

Παραδείγματα στην καθημερινή ομιλία

Έπειτα από την πραγματοποίηση κάποιας ενοχλητικής, από την πλευρά του ομιλούντος, κατάστασης.

Πωωωω ρε πάρη, τι έκανες πάλι ρε;

Κατά την διάρκεια προσπάθειας ενός ομιλούντος να εκφράσει απορία ως προς μια παρελθούσα πράξη ενός άλλου ατόμου.

Πωωωω, καλά ρε, πες μου λίγο, είσαι πάρης;

Για επίπληξη και πιθανώς απορία ως προς τον εαυτόν του ομιλούντος.

Πωω καλά, είμαι πάρης ρε; Γιατί έφαγα ντόνατ 15 μέρες αφότου έληξε;

Κατά την διάρκεια μιας έντονης και πιθανώς εμποτισμένης με εχθρότητα συζήτησης.

Τι λες ρε πάρη που νομίζεις ότι μπορείς να σταθμεύεις όπου θέλεις!

Κατά την διάρκεια πραγματοποίησης απειλής ή άμεσης ή έμμεσης προειδοποίησης ή απλού αιτήματος.

Λοιπόν, πάρη, σταμάτα να λες ανοησίες (, αλλιώς)...

Χρήση με έντεχνο τρόπο με ιστορικές αναφορές στα γεγονότα των περσικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Έλα να τα πάρεις ρε πάρη!

Για απλή δήλωση άποψης.

Πωω έπειτα από αυτό, εντάξει, σ' το λέω, είσαι πάρης.

Χρήση με έντεχνο τρόπο για να εκφραστεί δυσαρέσκεια ή κάτι άλλο υπό την επιθυμία του ομιλούντος να μην γίνει αντιληπτή η χρήση της λέξης απλώς να επέλθει ικανοποίηση στον ίδιο επειδή είπε την λέξη.

Μα όχι ρε πάρη μου σου λέω δεν έπεσε το μπουκάλι, το έριξες.

Σε μια κατάσταση στην οποία εκτυλίσσεται ομιλία μεταξύ φίλων.

Άαασε ρε πάρη που νομίζεις ότι το juggernaut είναι κλεψιά.

Προσωπική σημείωση

Στην ομιλία το πάρης μάλλον αρκετά συχνά μπορεί να συνοδεύεται σταθερά, για πολλούς λόγους (όπως έμφαση,προσπάθεια για συγκάλυψη εκφραζόμενου νοήματος και ταυτόχρονα προσωπική ικανοποίηση), από κάποιες λέξεις όπως: πωω για εναρκτήρια έμφαση και προσωπική ικανοποίηση· έπειτα από το πάρης, ... μου για προσπάθεια συγκάλυψης εκφραζόμενου νοήματος· πριν το πάρης, ρε για έμφαση ή ικανοποίηση, ή εξαιτίας συνήθειας ή και για άλλους λόγους· μετά από το πωω και πριν από το πάρης, καλά για ικανοποίηση ή συνήθεια, έμφαση ή και για άλλους λόγους.

Ο Πάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή, σάπια και κοντή ελλεηνίδα, που σε γεμίζει με λέζα σε οτιδήποτε κι αν κάνετε.

Σύνθετη λέξη: κοντή + λέζα. Συνώνυμο: κοντοπούτανο

- Πήγα στο Παρίσι με την Αλίκη και μου έσπασε τον πούτσο.
- Καλά να πάθεις! Σ' το είχα πει να μην πας με την κοντολέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αδερφάρα,εντελώς θηλυπρεπής άντρας (βλέπε και κραγμένη.)

Καλά εκείνος ο ξανθός ο γείτονας μου, τι κραγμένος είναι αυτός ρε !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη εκ των παπαριών και της αποθήκης. Βρίσκει εφαρμογή τόσο σε γυναίκες όσο και σε άντρες που χρησιμοποιούν μία ή και περισσότερες κοιλότητες του σ(τ)ώματός τους για να βρίσκουν θαλπωρή (αποθήκη) οι όρχεις (παπάρια) τρίτων ατόμων.

- Έχει εξελιχθεί σε μεγάλη πουτάνα η Αννούλα

- Άσε, μιλάμε για παπαραποθήκη πολυτελείας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified