Further tags

Ο ελληνοκεντρομανής, ο Ελληναράς, αυτός που ηδονίζεται να φαντασιώνεται ότι είναι π.χ. κατευθείαν απόγονος του Αρχίδαμου.

Τον είδες πάλι τον αρχαιόκαυλο χθες το βράδυ στην τηλεόραση; Επί μισή ώρα έχεζε μάρμαρο το σούργελο!

Στην αρχή (από Khan, 22/05/11)(από Khan, 09/12/13)

Δες και -καυλος. Για την cyber εκδοχή, βλέπε e-λληναράς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέγιστο αξίωμα του Πολεμικού Ναυτικού, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει τον άντρα που πηγαίνει με οποιαδήποτε γυναίκα.
Συνηθισμένο συνώνυμο: σαβουρογάμης, ο
Πιο εξεζητημένο: Σάββας Ουρογάμης

- Καλά ρε μαλάκα, μέχρι και το τρίμπαζο την Ελένη πήδηξε ο Μήτσος; Τόσο σαβουρογάμης είναι;
- Ρε, δε βλέπεις τα γαλόνια; Ναύαρχος είναι ο άνθρωπος.

Βλ. και σχετικό λήμμα Σάββας (ο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).

Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.

- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.

- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της Παναγίας σε σχέση με το είδος προστασίας που προσφέρει. Εφάμιλλο των: Παναγία η Γλυκοφιλούσα, Παναγία η Βρεφοκρατούσα, Παναγία η Φανερωμένη ή ακόμα και Παναγία η Πιπινολαχταρούσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Παναγία προστατεύει τους Χριστιανούς που ασχολούνται με την παράνομη μεταβίβαση και κατάχραση των οικοπέδων της Εκκλησίας (βλέπε Εφραίμ, Βατοπέδι κτλ).

- Κύριε Ρουσόπουλε, εσείς σε ποιά εκκλησία κάνετε Ανάσταση;
- Από μικρό παιδί εγώ πάω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Κτηματομεσίτριας.

(από DT Jesus, 26/11/08)(από DT Jesus, 26/11/08)(από DT Jesus, 26/11/08)Madonna η Βατραχοποδαρούσα (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.

Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).

Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).

- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.

Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.

Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.

  1. - Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.

  2. - Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.

- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά μονόχνωτος, με ολίγον από μπουνταλάς, από σπαστικός και από μουτρωμένος.

  1. Ο Τάκης δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, είναι πολύ μουντρούχαλος.

  2. Τι έχεις σήμερα και είσαι έτσι μουντρούχαλος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φευγάτο, το που δεν αναλαμβάνει ευθύνες - υποχρεώσεις, το la mojo, το αόριστο αφανές απροσδιόριστο, το ακόρυφο,το μαϊμουδοπιθήκι, ιβηρική η προέλευση μετά την κοπάνα των μαυριτάνικων ψευτο-εξουσιών.

την έκανε λαμόγιο (ναυτική έκφραση)

Oι αδελφές Michael και LaMoya Jackson (από Vrastaman, 26/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified