Ο ελληνοκεντρομανής, ο Ελληναράς, αυτός που ηδονίζεται να φαντασιώνεται ότι είναι π.χ. κατευθείαν απόγονος του Αρχίδαμου.
Τον είδες πάλι τον αρχαιόκαυλο χθες το βράδυ στην τηλεόραση; Επί μισή ώρα έχεζε μάρμαρο το σούργελο!
Ο ελληνοκεντρομανής, ο Ελληναράς, αυτός που ηδονίζεται να φαντασιώνεται ότι είναι π.χ. κατευθείαν απόγονος του Αρχίδαμου.
Τον είδες πάλι τον αρχαιόκαυλο χθες το βράδυ στην τηλεόραση; Επί μισή ώρα έχεζε μάρμαρο το σούργελο!
Δες και -καυλος. Για την cyber εκδοχή, βλέπε e-λληναράς.
Got a better definition? Add it!
Μέγιστο αξίωμα του Πολεμικού Ναυτικού, που χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για να δηλώσει τον άντρα που πηγαίνει με οποιαδήποτε γυναίκα.
Συνηθισμένο συνώνυμο: σαβουρογάμης, ο
Πιο εξεζητημένο: Σάββας Ουρογάμης
- Καλά ρε μαλάκα, μέχρι και το τρίμπαζο την Ελένη πήδηξε ο Μήτσος; Τόσο σαβουρογάμης είναι;
- Ρε, δε βλέπεις τα γαλόνια; Ναύαρχος είναι ο άνθρωπος.
Βλ. και σχετικό λήμμα Σάββας (ο)
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει μεγάλο ψεύτη (κατ' αντιστοιχία με το Βαρόνος).
Εικάζεται ότι ο Τσαρώφ είναι ιστορικό πρόσωπο, κανείς όμως δεν ξέρει με βεβαιότητα. Το σίγουρο είναι ότι έδρασε στη Ρωσία κατά την εποχή των Μεγάλων Τροβαδούρων του 16ου αιώνα.
- Μου είπε ο Κρις ότι ο Ντάνης έρχεται σε μια βδομάδα.
- Μην τον ακούς ρε, αυτός είναι μεγάλος Τσαρώφ.
Βλ. και σχετικά λήμματα Φιδίας, φιδέμπορας, Μυνχάουζεν, ψεύτρης, Αίσωπος, κρικόνης, μπαρμπα-truthman, Μπαρμπαλήθειας, παπατζής, καικαλάς
Got a better definition? Add it!
Από τον Βαρόνο Μυνχάουζεν, γνωστό ήρωα του βιβλίου του Γκότφριντ Άουγκουστ Μπύργκερ, δηλώνει κάποιον ο οποίος ψεύδεται ασυστόλως.
- Κι αυτή την έχεις πηδήξει ρε μαλάκα;
- Ναι ρε, στανταράκι.
- Καλά, τελικά είσαι μεγάλος Βαρόνος.
Βλ. και σχετικά λήμματα Φιδίας, φιδέμπορας, ψεύτρης, Αίσωπος, κρικόνης, μπαρμπα-truthman, Μπαρμπαλήθειας, παπατζής, καικαλάς
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός της Παναγίας σε σχέση με το είδος προστασίας που προσφέρει. Εφάμιλλο των: Παναγία η Γλυκοφιλούσα, Παναγία η Βρεφοκρατούσα, Παναγία η Φανερωμένη ή ακόμα και Παναγία η Πιπινολαχταρούσα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η Παναγία προστατεύει τους Χριστιανούς που ασχολούνται με την παράνομη μεταβίβαση και κατάχραση των οικοπέδων της Εκκλησίας (βλέπε Εφραίμ, Βατοπέδι κτλ).
- Κύριε Ρουσόπουλε, εσείς σε ποιά εκκλησία κάνετε Ανάσταση;
- Από μικρό παιδί εγώ πάω στο εκκλησάκι της Παναγίας της Κτηματομεσίτριας.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που επιδεικνύει υπερβολικό χαϊλίκι.
Ο γουόναμπι, ο φλάσυ, ο μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee, εν γένει αυτός που πουλάει αέρα (συνήθως κοπανιστό). Από το αγγλικό wazzaaa (= what's up).
Σημ. Σαν υπερθετικός, έχει ειπωθεί και ο γουαζάμπι (wasabi).
- Κοίτα το γουαζά με το Φερραρικό στην πλατεία.
Βλ. και σχετικά λήμματα πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore, πουλάω μούρη
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα η οποία ψάχνεται.
Για εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, από το αγγλικό desperate σε συνδυασμό με την γνωστή ταινία.
- Τι ντεσπεράντο είναι αυτή η Αλέκα ρε μαλάκα. Με παίρνει συνέχεια για να βγούμε αλλά είναι μπαζόμπαζο.
- Καλά, ναυάγιο αυτό το μπαρ, τίγκα στη ντεσπερίλα είναι.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα η οποία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις σεξουαλικές συνευρέσεις με δύο άντρες. Ο όρος προέρχεται από το γνωστό τρόφιμο, στο οποίο τα υλικά τοποθετούνται ανάμεσα σε δύο φέτες ψωμί.
- Φίλε, γνώρισα μια παρτουζού... Τρέφεται μόνο με σάντουιτς.
- Το βράδυ σπίτι σου;
Got a better definition? Add it!
Βασικά μονόχνωτος, με ολίγον από μπουνταλάς, από σπαστικός και από μουτρωμένος.
Ο Τάκης δεν βγαίνει ποτέ από το σπίτι, είναι πολύ μουντρούχαλος.
Τι έχεις σήμερα και είσαι έτσι μουντρούχαλος;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το φευγάτο, το που δεν αναλαμβάνει ευθύνες - υποχρεώσεις, το la mojo, το αόριστο αφανές απροσδιόριστο, το ακόρυφο,το μαϊμουδοπιθήκι, ιβηρική η προέλευση μετά την κοπάνα των μαυριτάνικων ψευτο-εξουσιών.
την έκανε λαμόγιο (ναυτική έκφραση)
Got a better definition? Add it!