Further tags

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται και ως «καβλομούνι». Πρόκειται για νεαρά κορασίδα, με εμφάνιση προκλητική, που κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου να τονίσει τους βύζους, την κωλάρα και (ει δυνατόν) να φανεί και η μούνα της, και στόχο να καβλώνει κόσμο. Εννοιολογικά είναι κοντά στο καβλοράπανο, αλλά ηλικιακά έχει παραπάνω χρόνια. Κατά την ταπεινή μου άποψη, η κλασική καβλομούνα είναι μεταξύ 24-35, προκαλεί μεν, αλλά δε γαμιέται απαραίτητα.

Πάμε ρε μαλάκες στο μέρος που σας λέω και θα πάθετε μουνόπλακα: είναι τίγκα στις καβλομούνες, οι οποίες αποδεδειγμένα γαμιούνται, δεν παίζουν απλώς. Ο Πέτρος που έχει έρθει κανά δυό φορές έχει ήδη πάρει μία.

Βλ. και σχετικά λήμματα -μούνα, -γκόμενα και θεόμουνο, το

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γεροντομούνω, -α: Γυναίκα άνω των 45, η οποία παραμένει σεξουαλικά ενεργή και δεν το κρύβει. Το πρώτο συνθετικό της λέξης δίνει το στίγμα της ηλικίας, το δε δεύτερο προδίδει την αυξημένη σεξουαλικότητα της γυναίκας. Η γεροντομούνω είναι συνήθως ανύπαντρη ή χωρισμένη και σε αρκετές περιπτώσεις η σεξουαλικότητά της είχε καταπιεστεί κατά τη νεότητά της.

Ήρθε το ξαδερφάκι μου από τη Θεσσαλονίκη και πήγαμε για καφέ Γλυφάδα χθες. Φίλε, τον είχε σταμπάρει μία γεροντομούνω και τον έπαιζε άγρια, αν έκανε κίνηση πιστεύω θα την έπαιρνε επί τόπου.

Δεν ξέρω στα νιάτα της τι έκανε, τώρα πάντως γαμεί και δέρνει. (από joe909, 19/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυθικό αυτό οστρακόδερμο φέρει δαγκάνες και συνουσιάζεται με σαύρες.

Οι επιστήμονες το ανεκάλυψαν την δεκαετία 90, μέσα από σειρά ανέκδοτων, και έκτοτε κυκλοφορεί σε πολλές εκδόσεις: καβουρογαμόσαυρος ο αμμώδης, ο χερσαίος, ο αποτρόπαιος, Αιτωλοακαρνάνας, κοκ.

Η έκφραση σήμερα χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεύματα θαλασσινών με αμφίβολα συστατικά και φρεσκάδα, όπως κατ’ αναλογία η λέξη γκοτζίλα αναφέρεται σε ύποπτα κρεατικά.

Ιάπων σεφ: Σάς άρεσε το kani sashimi σεβαστέ κύριε Hino Takataka;

Hino Takataka: Με λίγο murasaki παραπάνω, ο καβουρογαμόσαυρός σας θα ήτο εξαίσιος!

(προσβεβλημένος, ο σενσέι σεφ εκτελεί σεπούκου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άρρεν σχετικά προχωρημένης ηλικίας (άνω των 55), ο οποίος γλυκοκοιτάζει γκομενάκια-τρυφερούδια ηλικίας 17-23 και φυσικά τα επιβουλεύεται, σκεπτόμενος το κλασσικό σλόγκαν «έλα στον θείο». Η συμπεριφορά του είναι τις περισσότερες φορές γλοιώδης και η στάση ζωής «θέλω να γαμήσω γκομενάκια» είναι χαραγμένη στο κούτελο του.

  1. Από site ελληνικού blog:
    «Επρεπε να γνωρίζεις αγαπητέ μου ΑΦΜ ( σαν να μιλώ στην εφορία είναι γμτ ), έπρεπε να γνωρίζεις ότι εγώ είμαι γερομπισμπίκης και ουχί πιτσιρίκος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα σχόλια που δέχομαι είναι του στίλ : «Τι έγινε με την μικρούλα γερομπισμπίκη την κατάφερες;»»

  2. Τι καργιόλες είναι οι γυναίκες ρε φίλε... Πέτυχα στο δρόμο εκείνο το βρωμιάρη γερομπισμπίκη που μένει στην πολυκατοικία μου, με ένα μουνάκι γύρω στα 20. Εμένα μ' έχει στο κλάσιμο και πάει μ' αυτόν... Απίστευτο...

(από krepsinis, 13/09/08)Τώρα ΚΑΙ σε βάρκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ατημέλητος και κάργα αραχτός. Βασικά χαρμπαγιάγκαλος και ολίγον κοπριτάμπουρας.

Άλλα σχετικά λήμματα: χλέμπουρας, αλτέρνι, κοπρόσκυλο, ρεμπεσκές, φρίκουλο

- Πώς τον είδες τον καινούργιο δεσμό της ξαδερφούλας μας, Δημητράκη; - Τι να σου πω, ρε παιδί μου, δεν ξέρω ... μπορεί νάχει άι-κιου 175, που λέει κι αυτή, αλλά πολύ λεχάρι το άτομο, ρε γαμώτο ... πουλόβερ με τρύπιους αγκώνες και η τελευταία φορά που δούλεψε ήτανε, νομίζω, επί Γεωργίου Ράλλη ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εποχή της ταχύτητας, πώς θα ήταν δυνατόν να μην ανθεί το γρήγορο φαγητό (fast food) και το γρήγορο γαμήσι (fast fucking) ή με άλλα λόγια η ξεπέτα. Στην ξεπέτα [λοιπόν, χρειάζεται να υπάρξει συνδυασμός ταχυπηδίκουλα και μήτρας ταχύτητος. Ο ταχυπηδίκουλας, όπως ο ταχυθερμαστής ανεβάζει γρήγορα θερμοκρασία, ώστε η διαδικασία της απελευθέρωσης του υγρού πυρός να γίνει στο πι και φι.

[i]Σημείωση:[/i] Για πουσάρισμα των επιδόσεων, για να γίνει δηλαδή το πι και φι dt, χρειάζεται να συνδυαστεί ο ταχυπηδίκουλας με μήτρα ταχύτητος, η οποία ως χύτρα ταχύτητος θα βοηθήσει τα μέγιστα.

- Τι ταχυπηδίκουλας είσαι ρε παιδί μου; Πώς τις ξεπετάς έτσι τις γκόμενες;
- Είμαι turbo. Τι να κάνουμε;

Το πιο γρήγορο πιστόλι της δύσης! (από Vrastaman, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, για τους ηλικιωμένους άντρες που παρά τα έτη που τους βαραίνουν εξακολουθούν να είναι ενεργοί σεξουαλικά.

- Τον είδες τον Νίκο; Τα 70 πλησιάζει αλλά, το μαλλί βαμβάκι και η ψωλή φαρμάκι.

Ντούρος-Ντούρος Κουμουνδούρος (από Vrastaman, 12/09/08)H λίμνη των Καθαρμών, που αονομάστηκε Κουμουνδούρου γιατί ηταν δίπλα στο κτήμα του (από GATZMAN, 12/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών. Όπως δηλαδή το κάτω κεφάλι αγνοεί το πάνω κεφάλι προκειμένου να εγερθεί. Με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας για κάποιον που επανειλημμένα δείχνει πως δε σέβεται τους ομιλούντες και θέλουμε να εκτονωθούμε έτσι από μία συμπεριφορά που θεωρούμε ανάρμοστη και εκνευριστική.

Τον σιχάθηκα τον Αλέξανδρο. Εκεί που πας να μιλήσεις, σαν πούτσα πετάγεται και σου γαμάει την κουβέντα. Απαράδεκτος ο μαλάκας...

Βλ. και πετάγομαι σαν την πορδή, σφηνόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος με χαίτη. Το λήμμα προέρχεται από τη συγχώνευση των λέξεων χαίτη και Χετταίος.

Σημείωση: Οι Χετταίοι ήταν ένας λαός ινδοευρωπαϊκής καταγωγής που εγκαταστάθηκε στις πεδιάδες της Μικράς Ασίας στη 2η χιλιετία π.Χ.

Σημείωση 2: Οι Χαιτταίοι ήταν λαός ο οποίος κατέκλυσε όλη την υφήλιο στη δεκαετία του 80.

Ρε φίλε θυμάσαι τον Τσιαντάκη που έπαιζε παλιά στο Θρύλο; Τρελός Χαιτταίος, ετσι;

(από vikar, 09/05/12)

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αερολόγος ονομάζεται αυτός που συνήθως λέει μπαρούφες. Αερολογίες είναι οι μπαρούφες που λένε οι αερολόγοι.

- Τι λέει αυτός ρε ;
- Αερολογίες ρε... Αφού ξέρεις ότι είναι αερολόγος...

(από xaxac, 11/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified