Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.
Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)
Got a better definition? Add it!
Η ευτελής. Η αγράμματη, κακοφτιαγμένη και κακοντυμένη γυναίκα με άσχημους τρόπους.
Πάω εγώ με τέτοιες κασόμπρες;
Got a better definition? Add it!
Κάποιος που είναι φρεσκολουσμένος, φρεσκοξυρισμένος, και κατεπέκταση, περιποιημένος, στην τρίχα.
- Όπα; Τί φρεσκαδούρες είν' αυτές ρε μεγάλε;
- Άσε, φίλε, παίζει γκομενάκι. Πρώτο ραντεβού κι' έτσι.
- Και γιατί πας έτσι ρε, σα μουνί κλαμένο;
- Κόφ' το ρε μάλαξ. Η τύπα είναι κυριλέ.
- Μάιστα. Ακόμα δεν την γνώρισες καλά-καλά, σ' έβαλε να ξυρίσεις και μουστάκι να 'ούμε...
Δες και σένιος.
Got a better definition? Add it!
Εμφανισιακά άψογος, περιποιημένος, καλοντυμένος. Συνώνυμα: κυριλέ
Έχω στείλει το βιογραφικό μου και με καλούν για συνέντευξη. Για ποιο λόγο να ντυθώ στην τρίχα και να μην παρουσιαστώ στην συνέντευξη έτσι όπως θα με βλέπουν κάθε μέρα στο χώρο εργασίας μου; (από φόρουμ)
Χαμογελαστοί πορτοφολάδες που ντύνονται «στην τρίχα» [...] Είναι καλοντυμένοι, χαμογελαστοί, ευγενικοί -αλλά δεν θα διστάσουν να κλέψουν το πορτοφόλι μας. (από την Καθημερινή)
Got a better definition? Add it!
Ο όρος χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο της λέξης «άτομο» με τη σημασία του ενδιαφέροντος και μοδάτου τύπου ή τύπισσας.
Got a better definition? Add it!
Ο σώγαμπρος.
Got a better definition? Add it!
Ο έχων την ευκινησία και τη χάρη αιλουροειδούς.
- Κοίτα κάρφωμα ο αίλουρας!
- Όχι ρε μη σηκώνεσαι, περνάω, είμαι αίλουρας.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ηλικιωμένος άντρας που συνοδεύει νεαρές, συνευρίσκεται σεξουαλικώς με νεαρές, κάνει σεξουαλικά σχόλια (ανάρμοστα συνήθως) ή είναι επιθετικός σεξουαλικά, έχει αυξημένες σεξουαλικές ορμές, ασχολείται με πορνό.
Αν και λίγα από τα παραπάνω είναι μειωτικά για εκείνον (γι' αυτό και συνεχίζει και τα κάνει ό,τι και αν λέμε), ο όρος εντούτοις χρησιμοποιείται μειωτικά, με σκοπό να προσβάλει τον ηλικιωμένο.
Πού πας με το 18χρονο ρε πορνόγερε;
Κατέβα από πάνω μου ρε πορνόγερε!
Κοίτα Κούλα τι είχε ο πορνόγερος στο κουτάκι με τα χάπια του!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιος τον οποίο θαυμάζει ο ομιλητής, χωρίς όμως να εγκρίνει / κατανοεί ιδιαίτερα τις τακτικές και τη συμπεριφορά του ή χωρίς να μπορεί να τα μιμηθεί. Επίσης ο άνετος, ο χαλαρός, ο μάγκας. Συνώνυμο του αφασία.
Στον προφορικό λόγο συνήθως προηγείται του χαρακτηρισμού μια μικρή παύση.
- Ο Αντρέας στη δουλειά όποτε θέλει έρχεται όποτε θέλει φεύγει.
- Καλά, ο Αντρέας είναι (...) γενναίος!
- Κοίτα πώς χώθηκε στην γκόμενα ο γενναίος!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζορίκλας ονομάζεται ο (συνήθως) άντρας ο οποίος προσπαθεί να επιβληθεί με τη «μυϊκή» του δύναμη έναντι πολλών αδυνάτων.
Ένα υψηλό ποσοστό ταιριάζει με το λήμμα λουοδύτης, δηλαδή γνωστοί ως οι υπερασπιστές της Θάλασσας και της παραλίας που επιδεικνύουν το επονομαζόμενο «Ζόρι».
Συνήθως τέτοια άτομα κάνουν την εμφάνιση τους στις παραλίες κατά την καλοκαιρινή περίοδο και συνηθίζουν να αποφεύγουν τους καβγάδες επιβάλλοντας την γνώμη τους σε όλους τους άλλους.
Πολλές φορές όμως αυτό αποτυγχάνει παταγωδώς, και εις βάρος τους ασκείται βία που αρμόζει σε αυτά τα ενοχλητικά απαράδεκτα άτομα.
- Τον θυμάσαι τον ζορίκλα τον Μελέτη στο Camping ;
- Αν τον θυμάμαι λέει; Ξεχνιέται τέτοιος δύτης και αργόσχολος; Το μόνο που ήξερε ήταν να «πουλάει» «ζόρι» στα 17 χρονών παιδιά, όντας ο ίδιος 46 χρονών γομάρι!!!! Εεεε τον ζορίκλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified