Further tags

Ο μεταφορικά ανάπηρος. Συνήθως αυτή η λέξη χρησιμοποιείται στα γήπεδα.

Έλα σούταρε!... Ούτε τη μπάλα δεν πέτυχε ο στραβοχυμένος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ακολουθά τη λογική και, ορμώμενος απο το συναίσθημα καταφεύγει σε καιρούς σκλαβιάς σε ηρωικές πράξεις. Εξ ου και το κομμάτι του τραγουδιού που τραγουδήθηκε από τον Μουντάκη και άλλους: «Φρόνιμοι κι νοικοκυροί δε ζουν στον Ψηλορείτη, γιατί οι Κουζουλοί εκάμανε ελεύθερη την Κρήτη»

- Αν δεν είσαι κουζουλός και δεν βράζει το αίμα σου, δεν μπορείς να προσφέρεις υπηρεσίες στην πατρίδα, όταν η στυγνή λογική των αναλογιών σου απαγορεύει οποιαδήποτε δράση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ ερωτευμένος, που αποτρελαίνεται από τον έρωτα του. Εξ ου και η φράση η κουζουλάδα του σεβντά.

- Ε τον κουζουλό. Τον εχτύπησε ο έρωτας κατακέφαλα και έχει αποτρελαθεί ο έρμος.

(από Khan, 29/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκθαμβωτική, προκλητική, ψηλή πολυκάμπυλη μακρυμάλλα γκομενάρα που τερματίζει τα λιμπιντόμετρα στο πέρασμα της, προκαλώντας: αύξηση των καρδιακών παλμών των αρσενικών που συναντά στο διάβα της, αύξηση των επιπέδων της τεστοστερόνης και πεοφλεβίτη ένεκα της πεοορθοστασίας που προκαλεί. Όσο πιο αργά και προκλητικά κινείται και κοζάρει τόσο πιο έντονα είναι τα αποτελέσματα.

- Ρε δικέ μου κοίτα εκείνο το αφηνιασμένο άτι που 'ρχεται κατά δω.
- Αν αυτή είναι άτι, έχω και εγώ Βουκεφάλα. Δεν βλέπω την ώρα να τον αφήσω ξέφρενο να ιππεύσει το άτι.
- Μαλάκα όλο λόγια είσαι. ήδη μας προσπέρασε και πάει για αλλού. Γι 'αυτό λέω: άσε το άτι και πιάσε το ραχάτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επί το πλείστον, χαρακτηρισμός για μικρό κορίτσι με γεμάτα χείλια, ειδικά σε στιγμές που τα σουφρώνει και παίρνει ένα βλέμμα όλο παράπονο. Η λέξη έχει μια τρυφερότητα κι ακόμα περισσότερα στα χαϊδευτικά της τζαχείλικο και τζαχειλούδικο.

Τζαχειλού και τζαχείλα μπορούμε να πούμε και μια γυναίκα με σαρκώδη χείλη, αλλά είναι πιο σπάνιο. Είναι περιγραφικός χαρακτηρισμός, όχι ιδιαίτερα κολακευτικός και δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα.

Ακόμα σπανιότερα είναι το τζαχείλας, που είναι για άνδρες. Κλασική φάτσα τζαχείλα είναι ο Μικ Τζάγκερ - ο Τζάγκερ ο τζαχείλας κάνει και ωραία παρήχηση.

Η λέξη κοντεύει να εξαφανιστεί. Επιβιώνει, όμως, σε επώνυμα.

- Αχ μωρέ, ποιος μου το στενοχώρεσε το κοριτσάκι μου το τζαχειλούδικο εμένα κι είναι έτοιμο να κλάψει ... έλα, καλό μου, στη θεία να σε δώσω ένα υποβρύχιο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός του σεξ και του έξαλλος. Προσδιορίζει κατά βάση θήλεα για να υποδηλώσει ερεθιστική, προκλητική, επιθυμητή γυναίκα.

Το κοντό φορεματάκι που φοράς μωρό μου είναι τέλειο. Είσαι πολύ σέξαλλη σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ποδοσφαιρικός όρος. Προέρχεται από τον συνδυασμό του παλαιού Δανού ποδοσφαιριστή Άρνεσεν και του «σέρνομαι». Υποδηλώνει τον ποδοσφαιριστή που σέρνεται στο γήπεδο, δεν βρίσκεται σε καλή μέρα.

Αυτός ο Βαγγελάκης σήμερα δεν μπορεί να πάρει τα πόδια του, είναι τελείως σέρνεσεν.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που έχει πιει τόσο πολύ ώστε άγει και φέρεται ωθούμενος όχι από το αίμα, αλλά από το οινόπνευμα που τρέχει στις φλέβες του.

Δυο φίλοι συντρώγουν σε ταβέρνα. Ο ένας (Πέτρος) είναι νηφάλιος, ο άλλος(Κώστας) είναι σκνίπα στο μεθύσι.
Κώστας: Κάτι θες να πεις... αλλά δε σε πιά...νω.
Πέτρος: Φυσικό και επόμενο ρε Κώστα. Τόση ώρα σου μιλάω με πνεύμα, αλλά που να με πιάσεις, έτσι σωστό οινόπνευμα που 'χεις καταντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περιφέρεται μονίμως με έναν φραπέ ανά χείρας. Τον συναντάμε αρκετά συχνά και σε εργασιακούς χώρους υπό τη μορφή άνετου και απελευθερωμένου εργαζόμενου.

Συνώνυμο (κατά Νομάρχη Θεσ/νίκης): Φραπεδόμαγκας.

- Αρίστο, πιάσε μερικές Α4 από την αποθήκη ναούμ, θέλω να τυπώσω τις προσφορές. Θα μας γαμιοδοτήσει ο Αίγαγρος..
- Θα μας κλάσει μια μάντρα μαζί με την περίφραξη. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αγχώνεσαι, θα κόψει η επιδερμίδα σου!
- Άσε ρε μαλάκα Φραπεδοκράτορα, που μου κάνεις όλη μέρα σουλάτσα με τη φραπεδιά στο χέρι, πιάσε να κάνεις και καμιά δουλειά εδώ μέσα, που μου το παίζεις και παλιός. Πού είσαι, στον στρατό ναούμ;
- Δ.Π. (δεν προβλέπεται)...

Ο κύριος Βακόνδιος (από poniroskylo, 19/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεκρός.

- Έχω χρόνια να δω τον Πέτρο. Τι κάνει;
- Είναι υπόγειος φίλε μου εδώ και δυο χρόνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified