Further tags

Από το retard, ο παντελώς άσχετος με τα computer και το Internet, ανίκανος να μάθει έστω και δέκα βασικά πράγματα για να τα χρησιμοποιεί αποτελεσματικά όταν surfάρει.

user1: κόλλησε το laptop μου και δεν κλείνει. Πατάω το power και μου βγάζει συνέχεια κάτι για hibernation.
user2: κράτα το power πατημένο για να κλείσει ρε e-tard!

ή

user1: για να συγκρίνω δύο sites πρέπει να κάνω μπρος-πίσω συνέχεια με τα βελάκια και δεν τα θυμάμαι και όλα.
user2: άνοιξε δεύτερο παράθυρο ρε e-tard.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που ενσωματώνει μερικά ή όλα από μια σειρά χαρακτηριστικών που αποτελούσαν κάποτε βασικά για τους θιασώτες της ΚΝΕ θηλυκού γένους:
α) Αξύριστα πόδια
β) Αξύριστες μασχάλες
γ) Αξύριστο μπικίνι
δ) Άβαφτο πρόσωπο χωρίς make-up
ε) Φούστα στον αστράγαλο (για να μην φαίνονται τα αξύριστα πόδια) πλισέ με tribal σχέδια
στ) Εναλλακτικά, τζιν-σωλήνας
ζ) Σανδάλι δερμάτινο με τη φούστα, ή
η) Παπούτσι ελβιέλα με το τζιν, και
θ) Τσάντα ταγάρι τύπου.

- Ρε μαλάκα, για κοίτα τι πηδάει ο Γιώργος! Πες μου τώρα, σ' αρέσει αυτή η γκόμενα;
- Κνιέρχ!
- Πως;
- Μα δε την βλέπεις ρε μαλάκα την κνίτισσα; Πως μπορείς να πηδήξεις μια γκόμενα που η τρίχα της είναι πιο μακριά απ' τη δικιά σου;

Βλέπε και το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα και ταγάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιθετικός προσδιορισμός, συνώνυμος του καθυστερημένος, -η, -ο.

Τι γίνεται, ληγμένο άτομο; Πέθανες ή πρέπει να περιμένουμε κι άλλο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.

- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμα καβλωμένος με την κακή έννοια, αυτός που δεν μπορεί να σταυρώσει μουνί, που δεν μπορεί να γαμήσει για να ξεκαβλώσει, αυτός που προσπαθεί απεγνωσμένα να γαμήσει και την πέφτει ασύστολα από δω κι από κει, αλλά στο τέλος μένει πάντα με το καβλί στο χέρι. Εννοείται ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να γαμήσει ό,τι βρεθεί, να φάει ό,τι του σερβίρουν.

Οι συγγενείς του: Είναι σύζυγος της χήρας με τα πέντε ορφανά και πρώτος ξάδερφος του Σάββα του Ουρογάμη.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον νέοπα; Ακόμα δεν πρόλαβε να έρθει στο γραφείο και τις κυνηγάει να τις γαμήσει όλες! Με χαιρεκακία Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν και θα μείνει με το πουλί στο χέρι, ο καβλιάγγουρας!

Ποιός έχει το όνομα (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.

- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ζαχαρένιος ή «καλά ρε μαλάκα από ζάχαρη είσαι;».
Επίθετο που χρησιμοποιήται κυρίως για άτομα χαμηλών αντοχών και τόνων.

- Μίμη, πού είναι ρε η γκόμενά σου σήμερα; Την έκλασες;
- Άσε ρε μαλ, αυτή με έκλασε ναουμ το πουτανίδιο! Ποιον, εμένα που στην περασά μου ξαπλώνουν οι γκόμενες κάτω σανιδωμένες ναουμ. Και με ποιόνα;; Με τον Ντιντή το μυζηθρένιο! Που εκεί που χέσανε οι μάγκες φύτρωσε αυτός ο μπονιόνιος...
- Μάγκα μου, δεν πουλάς πλέον. Πρέπει να το γυρίσεις στο μπονιόνικο για να πηδάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπονιόνιος είναι ο σύγχρονος τέντυ-μπόι. Άτομο που σηκώνεται από το κρεβάτι στις 2:00 μμ και παίρνει τηλέφωνο τους άλλους μπονιόνηδες για να πάνε για καφέ ή μπιλιάρδο.
Κατά περίεργο τρόπο «μαγνητίζει τη σύγχρονη γυναίκα που όλως περιέργως -όσο περνάνε τα χρόνια- θέλει τον άνδρα κατοικίδιο (βλ. Πασχάλης). Η εξωτερική του εμφάνιση είναι η τελευταία λέξη της πουστοφλωριάς.
Συνώνυμα: ανεπρόκοπος, κοπρόσκυλο, χαραμοφάης, μόνο να τρως και να χέζεις είσαι, κλπ.

- Έλα ρε Αγαμέμνονα, πού είσαι; Έχεις εξαφανιστεί τελείως.
- Πού νά 'μαι ρε συ Μένιο, από τη σχολή στη δουλειά και από δουλειά στη σχολή. Τα έχω δει όλα κολυώμενα...
- Καλά ρε θηρίο, πώς τα προλαβαίνεις όλα ρε συ; Καλά, μη μου πεις ότι παίζει και κάνα γκομενάκι γιατί θα φάω τη φρίκη της ζωής μου!
- Τι γκομενάκι και μπαρμπουτσαλιές μου λες ρε μαλάκα; Ακόμα και να ήθελα να έχω και γκόμενα, χλωμό. Καθότι ναούμ τώρα η κορασίδα δεν γουστάρει τον άνδρα που εργάζεται και μυρίζει ίδρωτα ναούμ. Άμα δεις τα καλύτερα μουνιά κάτι μπονιόνηδες που κυκλοφοράνε, θα πεις μα καλά, κοιμάται πάλι ο θεός και δεν βλέπει τι γίνεται στον κόσμο ναούμ...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που τη βλέπει κάτι και το παριστάνει. Παράδειγμα οι ψευτομεταλάδες που νομίζουν ότι είναι μεταλάδες επειδή έχουν μακριά μαλλιά, η οι ψευτοΕΜΟ που νομίζουν ότι είναι ΕΜΟ επειδή χαρακώνονται. Συνήθως όταν τους κοροϊδεύεις επειδή είσαι αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι, σχολιάζουν άκυρα πράγματα της εμφάνισής σου που δεν έχουν σχέση με το τι είσαι.

- Που σαι ρε ποζερι;
- Καλά εσύ τι είσαι τελικά, ράπερ που φοράς φαρδιά και το παίζεις μεταλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως από αρβανίτες και ειδικότερα από τους αρβανίτες της Κούλουρης ως υποκοριστικό, συνήθως με το μω -που προέρχεται από το μωρέ- να προηγείται.

- Που σε μω μανάρι;
- Να, εδώ μωρέ.

(από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified