Η πολύ άσχημη γυναίκα. Που δε βλέπεται. Η εξαφανίσου να μη σε βλέπω.
- Πω πω τι παιδί είναι αυτό. - Την είδες από μπροστά; Μεγάλη μπετόσαυρα.
Η πολύ άσχημη γυναίκα. Που δε βλέπεται. Η εξαφανίσου να μη σε βλέπω.
- Πω πω τι παιδί είναι αυτό. - Την είδες από μπροστά; Μεγάλη μπετόσαυρα.
Got a better definition? Add it!
Άτομο που χαρακτηρίζεται από μία αντίληψη της πραγματικότητας βαθύτατα αποκλίνουσα από αυτή του συνόλου.
Δεν είναι τυχαίο ότι χαρακτηρίζει και τα ΠΑΟΚΙΑ.
- Μιλάμε το άτομο είναι τελείως αμπαλαέα!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος θέλει να χαρακτηρίσει κάποιον γκαφατζή ή αφελώς εφευρετικό στη γκάφα. Χρησιμοποιείται επίσης για να υποδηλώσει τον γραφικό τύπο.
- Καλά ο Τίμος πήγε χτες για τρέξιμο και στραμπούληξε το πόδι του στο ίσιωμα.
- Εγώ το έχω πει. Ο Τίμος είναι πολύ παλικάρι.
- Παλικαράκι από τα λίγα.
Got a better definition? Add it!
Γενικά κάποιος που βρίσκεται υπό την έντονη επίρροια ουσιών ή/και αλκοόλ.
Αυτός που βρίσκεται υπό την επίρροια κοκαΐνης ή (σπανιότερα) γενικά ο χρήστης κοκαΐνης.
-Πω ρε, μες την τσίτα είναι ο Μπάμπης.
- Ε ναι ρε αφού είναι γνωστό κόκκαλο.
Δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει την προσδοκία και την έντονη επιθυμία να συνουσιαστεί με ομόφυλό του.
- Τον ξέρεις τον Αριστείδη;
- Ναι τον ξέρω, την πέφτει πολύ επίμονα στο Χρήστο. Μιλάμε για μεγάλο καψοκώλη.
Got a better definition? Add it!
Αθηναίοι, -ες.
Πολίτες του ψευδοκράτους των Αθηνών, μετοικούν συχνά πυκνά κατά τη διάρκεια εορτών, τριημέρων και τα καλοκαίρια στην Ελεύθερη Ελλάδα.
Για τους αυτούς, θεωρείται τίτλος τιμής, ώστε να μην αναφέρουν καταγωγή από την Αγουλινίτσα.
Από τους υπόλοιπους, θεωρείται συνώνυμο του κάφρος.
- Βρε συ, τί έγινε και δεν βρίσκω να παρκάρω πια;
- Πλάκωσαν οι Αθηναίοι...
άλλο...
- Βρε συ, πού είναι τα κορίτσια, δεν διασκεδάζουν πια κορίτσια εδώ;
- Ποια κορίτσια, είδαν τους Αθηναίους, λιμασμένους και κρύφτηκαν...
Got a better definition? Add it!
Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.
προφανές!
Got a better definition? Add it!
Πολύ μεγάλο βλήμα! Ο πανηλίθιος, ο πανύβλακας. Προσοχή! Όχι ο μαλάκας. Άλλο εκείνο, δεν έχει να κάνει!....
Κλίνεται κατά το σήμαντρο, το σκάφανδρο κλπ.
- Τρυφωνάκο μου, είπα στον Φώντα ότι βγαίνεις με την αδερφή του και ότι μάλλον χώνεις κιόλας!... Ξέρεις μωρέ, πάνω στην κουβέντα, στην παρέα... Ετσι αγόρι μου; Να το ξέρεις!...
- Τί να ξέρω ρε βλήμαντρο! Πώς θα τον κοιτάξω τώρα τον άνθρωπο στη δουλειά;...
Got a better definition? Add it!
Γκόμενα με πεσμένα κωλομέρια, λόγω ηλικίας, χρήσης ή κακής κατασκευής.
- Πήρες πρέφα το μωρό;
- Σιγά τη χαμηλοκώλα...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι η πολύ χαζή γυναίκα!
- Κοίτα τι λέει η κουτάβω!
Got a better definition? Add it!