Further tags

Ο κατακαημένος, ο κακομοίρης, ο τρισάθλιος. Αυτός του οποίου ο κώλος έχει συγκαεί (όπως παθαίνουν τα μωρά) από και γω δεν ξέρω ποια αιτία. Ωσεκτουτού υποφέρει και εκφέρει ηλίθιες απόψεις επί παντός επιστητού, μπας και ξεπεράσει τον γελοίο πόνο του.

- Τι λέτε ρε συγκαμένοι, ρε κακομοίρηδες... (από φράση του Κων/νου Τζούμα, στην πρωινή του εκπομπή στον Εν Λευκώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπέρδεμα, το βραχυκύκλωμα που παθαίνει κάποιος όταν του έρχονται όλα μαζί κι ανάποδα. Σχετικό με το σουμουντρούκουλου.

- Κακομοίρογλου, φτιάξε εκείνο το ριπορτάκι και να το 'χω σε μία ώρα. Α, και πού 'σαι. Το βράδυ έχω βάλει μία συσκεψούλα στις 10:30 με έντεκα παρά για το budget, οπότε τελικά θα χρειαστώ όλους τους πίνακες σήμερα κι όχι στο τέλος του άλλου μήνα όπως είχαμε πει. - Μα...
- Κακομοίρογλου παιδί μου, τι μα και ξε μα; Έχεις 4 ολόκληρες ώρες. Εντάξει, μάλλον όχι 4 γιατί θέλω να πεταχτείς και μέχρι την τράπεζα για τις επιταγές. Τι έχεις πάθει ρε παιδί μου και με κοιτάς σα χάνος; Σκουρδουμπλούκου; Έλα, ξεκόλλα.
- Μα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τακτικός πελάτης των μπουρδέλων. Κατά τη μεταφορική σημασία είναι ο πονηρός/πρόστυχος. Πολλές φορές χρησιμοποιείται μέσα στα πλαίσια της φιλικής συζήτησης με εύθυμη και όχι προσβλητική διάθεση.

Βλέπε και το έχω ξεμπουρδελιάνει.

  1. - Αυτός ο Χρίστος από τότε που ξέμεινε από γκόμενα όλο στις πουτάνες πηγαίνει...
    - Μπουρδελιάρης έχει καταντήσει ο καημένος... Δεν του κάνουμε κονέ με καμιά φίλη σου;
    - Τώρα σώθηκες...

  2. - Άκου τον γέρο πώς μιλάει στις γκόμενες!
    - Μπουρδελιάρης ο γεροκαυλέας...

  3. - Πω ρε φίλε, έχω τρελαθεί με το γκομενάκι στο απέναντι τραπέζι... Τι μπουτάκια είναι αυτά; Για φάγωμα...
    - Μπουρδελιάρη...!

Δες και κερχανατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνος λόγος που εισάγω αυτό το λήμμα είναι για να διαφωτίσω την ετυμολογία του. Η λέξη δεν είναι απλώς ό,τι π.χ. και το βρωμόπαιδο, δηλαδή δεν χρησιμοποιείται απλώς το πρόθημα κωλό- όπως το βρωμό- για να προσδώσει αρνητική σημασία στο ουσιαστικό παιδί, αν και ο περισσότερος κόσμος το χρησιμοποιεί έχοντας κατά νου αυτή τη σημασία.

Το κωλόπαιδο είναι κατά μια άλλη έννοια (που ίσως να είναι και η πρωταρχική) το παιδί που υποθετικά συλλαμβάνεται από την παρά φύσει συνουσία, και κατά συνέπεια είναι κατώτερο/αποκρουστικό/στιγματισμένο. Δηλαδή, όπως στην φυσιολογική συνουσία η γυναίκα συλλαμβάνει από τον κόλπο, έτσι στην παρά φύσιν συνουσία η γυναίκα (ή ο ομοφυλόφιλος) συλλαμβάνουν υποθετικά από τον πρωκτό το κωλόπαιδο.

Μια ωραία παραλλαγή σε αρσενικό γένος: ο κωλοπαιδαράς. Επίσης σε ουδέτερο: το κωλοπαίδι.

(Φύλακας του γηπέδου μπάσκετ όπου παίζαμε μικροί, προσπαθώντας να μας διώξει τις ώρες κοινής ησυχίας)
- Άντε μαλάκες, φύγετε!
- Άσε μας ρε Αντώνη!
- Ρε θα σας γαμήσω απ' τον κώλο και θα κάνετε κωλόπαιδα!

Δες και καλόπαιδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανθρωποειδές ον το οποίο διαδηλώνει περήφανα την υπολειπόμενη του μέσου όρου νοημοσύνη του και/ή τα καμμένα του κύτταρα παρατηρώντας το περιβάλλον του με το στόμα ξεχασμένο διάπλατα ανοιχτό, δίνοντας ούτως το ελευθέρας εισόδου, εξόδου και παραμονής εις τα αντιπαθή έντομα.
Το φαινόμενο μπορεί να είναι μόνιμο, ή παροδικό, μετά από μια πράξη η οποία κατά το υποκείμενο (αλλά για κανέναν άλλον εκ των παρευρισκομένων) είναι άξια θαυμασμού.

Κλείσ' το στόμα ρε μυγοχάφτη. Σιγά. Έναν πολλαπλασιασμό 6ψήφιο με 6ψήφιο χωρίς χαρτί έκανε ο άνθρωπος. Δεν είμαστε όλοι ηλίθιοι σαν και την πάρτη σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πατέρας. Χρησιμοποιείται μόνο με τις κτητικές αντωνυμίες μου, σου, του κτλ.

- Τι κάνει ο γέρος σου στο σαλόνι;
- Βλέπει τηλεόραση.

Οι γέροι μου οι δυο οι φουκαράδες με κείνο το μυαλό τους το παλιό... (από Hank, 19/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).

- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.

- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμένος στο διάστημα, συνώνυμο του τσίου. Συνήθως συναντιέται και ως απάντηση στο τσίου.

Καλά ρε συ, καπνίζεις μπροστά στον διευθυντή; Μα είσαι εντελώς τσίου μπίου τσικιμπίου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified