Further tags

σκάρτος, σκαρτάρω:

  1. Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.

  2. Λειψός.

  3. Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.

  1. Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.

  2. Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.

  3. Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα η οποία πηδάει, δεν πηδιέται. Το κάνει τακτικά, με διάφορους και με ενθουσιασμό.

- Καλά, η Πόπη προχτές έφυγε με το Βασίλη, χτες είπε ότι θα την πήγαινε σπίτι ο Τζο και σήμερα χαμουρεύεται με το τεκνό... Πώς τό 'χει δει;
- Το 'χει δει πρώτη πηδούκλω, φιλάρα... Και κάνεις τέτοιες ανόητες ερωτήσεις διότι προφανώς δεν σ' έχει σύρει στη σπηλιά της ακόμη... Αλλά, θά 'ρθει και σένα η ώρα σου και άμα σε πιάσει θα σε τσαταλιάσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεισματάρης. Αγύριστο κεφάλι.

Ρήμα: μουλαρώνω

Έτσι και πει ένα πράμα, δεν το αλλάζει. Μουλάρι σκέτο. Στυλώνει τα πόδια και λέγε εσύ...

ανάγνωσα μιαν αγγελία για κάποιο μουλάρι (από Fotis Nitsiopoulos, 15/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ιταλός.

- Και όλα τα πλήρωσε ο Μάσιμο δηλαδή;
- Ναι ρε, τον μακαρονά... Δέν το περίμενα νά 'ναι τόσο ξηγημένος.
- «Ούνα φάτσα ούνα ράτσα» που λένε...

(από electron, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.

  2. Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.

  1. Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;

  2. Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος και σκατόψυχος μαζί.

- Άντε ρε το μουλάρι, που του δίνετε και σημασία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ύπουλος, ο κρυψίνους, που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή.

- Σου άρεσε ο καινούργιος;
- Σαν και πολύ μουλωχτός μου φαίνεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τιποτένια γυναίκα, το τσόλι.

- Σπουδαίο γάμο έκανε ο βλάκας, πήγε και πήρε το τσολγκί το δαχτυλοδειχτούμενο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ξεφτιλισμένος.

Κουρέλες, νομίζετε πως ήρθατε δω να μας μάθετε γράμματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified