Further tags

Ο άνδρας που καυχιέται ότι μπορεί να έχει ερωτικές συνευρέσεις αν και είναι μεγάλος στην ηλικία.

- Βρε μια χαρά είμαι! Φτύσε με! Σημασία έχει που στα 80 είμαι ακόμα μάχιμος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόνος, μοναχούλης.

Γιατί μ' έχετε ρε στην ξωπαρεού; Μάνα δε με γέννησε κι εμένα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλέπε λέουρας.

Έλα παλαίουρας, πάρε σκούπα, φαράσι και μόκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.

- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.

Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;

(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπάλληλος των μεγάλων σινεμά που δουλεύει στο φουαγιέ ως πωλητής αναψυκτικών, καραμελών, γαριδακιών, ποπ κορν κλπ

-Αρχίζει σε 2 λεπτά η ταινία. Θα πάρεις τίποτα να τσιμπάμε;
-Μπα, θα χάσουμε την αρχή. Δε βλέπεις τι αργός που είναι ο ποπκορνάς και τι ουρά έχει ακόμα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που ασχολείται να λέει τα μελλούμενα (φλυτζανού, χαρτορίχτρα κ.λ.π.).

Μάζεψε όλη τη γειτονιά η φαλτζού να τους πει την τύχη τους. Κοίτα μωρέ τι δημοφιλείς τύποι υπάρχουνε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φλώρος: το παιδί της μαμάς, το μοσχαναθρεμμένο. Φλωρούμπας: ο φλώρος σε υπερθετικό βαθμό.

Πού να ξέρει καλέ τούτος ο φλώρος από γκομενοδουλειές;

Το πτηνό φλώρος. Ετυμολογείται από δώθε ο φλωρούμπας ή ου; (από Khan, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι λαμόγιο, απατεώνας, ψεύτης.

Αυτός είναι μεγάλο δέρμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified