Further tags

Ο τύπος περίπτωση που είναι λίγο στον κόσμο του, λίγο ψώνιο, δεν έχει υπόψη του τι είναι νορμάλ και δεν ξέρει ότι έχει ξεπεράσει κάποιο όριο.

Συνήθως ξεχωρίζει στο πλήθος και είναι αναγνωρίσιμος και «ξεφωνημένος» μέσα σε κάποια κοινότητα. Κάποιοι από αυτούς είναι γνωστοί και σαν «τρελοί του χωριού».

- Πω ρε μαλάκα, τον είδες αυτόν με τα μούσια;
- Ναι, περνάει συχνά από 'δω αλλά δεν ξέρουμε ποιος είναι και τι ρόλο βαράει. «Χίππυ» τον λέμε στη γειτονιά.

(από Khan, 04/06/14)

Δες και γραφικά είναι τα Άγραφα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έξυπνος, που τα πιάνει γρήγορα, κυριολεκτικά ή ειρωνικά.

1.- Τζιμάνι ο γιος σου Μήτσο, τό 'πιασε αμέσως το υπονοούμενο.

  1. - Πώπω τι τζιμάνι παιδί είναι αυτός ο Μιχάλης, πρέπει να του το εξηγήσω 100 φορές για να καταλάβει!

(από BuBis, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που το πρωί δουλεύει στα χωράφια (τσάπα) και το βράδυ σε νυχτερινά κέντρα, σκυλάδικα (τσούλα).

Κενό

Επίσης αυτή που δεν συμμαζεύει το σπίτι της. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Κάποιος που μοιάζει καταπληκτικά με κάποιον άλλο με τον οποίο δεν έχει καμία συγγένεια.
  2. Το παιδί που έχει πάρει όλα τα χαρακτηριστικά ενός από τους 2 γονείς του και είναι σαν μικρογραφία του.
  1. - Την είδες την κοπέλα απέναντι; Φτυστή η Τζούλια Αλεξανδράτου είναι...

  2. - Ο γιος του Κώστα και της Χαράς είναι φτυστός ο πατέρας του. Ίδιο ύψος, ίδιο μαλλί, ίδιο χαρακτήρα, ίδιο πρόσωπο! Λες και τον κλωνοποίησαν τον Κώστα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλήρης αδυναμία συντονισμού, σύγχυση, ο καθένας το δικό του. Επί ατόμου: αφερέγγυος, μη προβλέψιμος, με τάση προς παλινωδίες. Επίσης, κλινικά αφηρημένος και απρόσεκτος.

  1. - Καλά, κυβέρνηση είν' αυτή; Ο κάθε μαλάκας υπουργός το μακρύ του και το κοντό του.
    - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν, αγόρι μου. Δεν βγάζεις άκρη, γάμησε τα.

  2. - Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν το άτομο, τελείως όμως - τη μία έτσι την άλλη γιουβέτσι.

Ολόκληρη η έκφραση: τρεις λαλούν και δυο χορεύουν κι άλλοι τρεις του αγναντεύουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει τον άντρα βουτυρόπαιδο, μανιαμούνια, χλεχλέ, που κατά μαγικό τρόπο έχει καταφέρει μια γυναίκα να κάνει όλες τις αντρικές δουλειές για χάρη της.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στα μάτια αυτής της ερωτοχτυπημένης, ο φερόμενος ως νεραιδοστόλιστος εκσπερματώνει glitter.

- Ποιος θα κουρέψει τα ληγούστρα;
- Σίγουρα όχι ο νεραιδοστόλιστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννούμε το έτερον ήμισυ, τη σχέση που έχουμε.

- Πώς τα πας με τη δουλειά, Νίκο; - Μια χαρά, είμαι πολύ ικανοποιημένος. - Και με το αίσθημα όλα καλά; - Ναι, τα πάμε πολύ καλά, είμαστε 2 χρόνια μαζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια τραγουδίστρια με πολύ καλή φωνή.

Είδες την καινούργια τραγουδίστρια ήρθε στο μαγαζί;
Εντυπωσιακή εμφάνιση και απο φωνή αηδόνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Όπως και ο απένταρος, είναι ο φτωχός, αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά. Ενίοτε το χρησιμοποιούμε για να δείξουμε οτι δεν έχουμε καθόλου λεφτά πάνω μας όταν τα χρειαζόμαστε.

- Ρε φίλε, μόλις ανακάλυψα ότι δεν πήρα μαζί το πορτοφόλι μου, θα πληρώσεις και το δικό μου ποτό να στα δώσω μετά γιατί τώρα είμαι αδέκαρος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει καθόλου λεφτά, ο πολύ φτωχός.

Ο Γιώργος επένδυσε όλα του τα χρήματα για να κάνει μια επιχείρηση που τελικά δεν πήγε καλά και έμεινε απένταρος.

Βλ. και αδέκαρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified