Further tags

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει κυρίως μια χαζή ενέργεια κάποιου ατόμου και προέρχεται από τον ήχο μιας σακούλας με πατάτες που πέφτει στο έδαφος.

- Καλά, αυτός πέταξε μεγάλη χοντράδα...
- Ε δεν στό 'χα πει ότι είναι ζντουπ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νταής, ο βαρύμαγκας (ειρωνικά συνήθως). Παρμένο απ' τους μάγκες του Ψυρρή τη δεκαετία του '20, που ρίχναν τα ζωνάρια τους στον δρόμο για να τα πατήσει κάποιος περαστικός και να αρχίσουν καβγά.

Πολύ κουτσαβάκι την έχει δει ο Νταήδης και θα τον τσακίσω στο ξύλο καμιά ώρα.

(από suxumuxu, 26/10/10)

Βλ. και κουτσαβάκης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλώνει συμπεριφορά ανεύθυνη, άξεστη και πρωτόγονη. Μπορεί και ένα αντικείμενο να είναι γκράου, το οποίο σημαίνει ότι η αισθητική του, φερ' ειπείν, δεν λογαριάζει τον περιβάλλοντα χώρο.

-Ρε ο τύπος την έπεσε πολύ χοντρά στην γκόμενα, στην ψύχρα σου λέω!
-Χέσε μέσα, μιλάμε για πολύ γκράου!

Got a better definition? Add it!

Published

Συνήθως χρησιμοποιείται για τις γυναίκες. Γι' αυτές που γκρινιάζουν και μουρμουρίζουν... Αλλά γενικά όταν οι άνδρες μιλάνε για τις γυναίκες.

- Γιώργο να πάρουμε τις γυναίκες το βραδυ που θα βγούμε;
- Ωχ... ρε Μανώλη, άσε τους σάρακες στο σπίτι!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν ξέρω τι σημασία έχει, αλλά το άκουγα από έναν σουρωμένο εργάτη πριν καμιά εικοσαριά χρόνια στον σταθμό Λαρίσης.

(Πέρναγε ο Διευθυντής του τελωνείου και του πετάει ο τύπος:)
- Γεια σου ρε κλαστέ!

Πιθανόν η συγκεκριμένη λέξη να σημαίνει κλασάτος, υψηλόβαθμος, αφου απευθυνόταν σε Διευθυντή.
Από: Big Daddy
την: 20/02/08

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη αρουραίος, δηλ. ποντικός. Υποδηλώνει αναφορά σε τυπάκι - αλάνι - κάτοικο Ζαρουχλέικων Πατρών.

- Κοίτα, κοίτα το αρούρι ρε! Α ρε μινάρες ποντικοί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νταλικέρης ή ακόμα καλύτερα ο οδηγός της νταλίκας, ο κάπως χαζοδυνατός.

- Και σκάει μύτη στο μπαρ του καραβιού ο νταλίκαμαν και λέει ότι στο Μόναχο τις έπαιρνε δύο δύο τις Γερμανίδες, μόνο που ήτανε πουτάνες και όχι μόνο του τα φάγανε, αλλά του κολλήσανε και μουνόψειρες.

(από Galadriel, 16/02/09)(από suxumuxu, 24/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που είναι πολύ ξενέρωτη κατά γενική ομολογία. Δεν έχει καμία ενδιαφέρουσα ιστορία να μοιραστεί και συνήθως το ντύσιμό της παραπέμπει σε θείτσα. Θα κάνει έρωτα με τον άντρα εφόσον εξασφαλίσει τις σοβαρές του προθέσεις και χωρίς προκαταρκτικά. Κάθε φορά που κάποιος στην παρέα λέει ένα σόκιν ανέκδοτο κοκκινίζει προσβεβλημένη.

Άσε μαλάκα, η Μαρία είναι σκέτη ζακέτα... Βγαίνουμε τώρα 4 μήνες και ούτε το βυζί δεν με αφήνει να της πιάσω.

Got a better definition? Add it!

Published